Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναπληρώτρια ταναπού που αντικαθιστά στο ντέλο την τακτική, όταν εκείνη ρεπάρει.

Η λέξη “ρεπατζού” (απο το ρεπό, γαλλικό repos) δηλώνει την πόρνη που δουλεύει εκτάκτως, στο μπορντελάκι τις μέρες της αδιαθεσίας της πόρνης- οικοδέσπινας, ώστε να μη κλείσει το μαγαζί. Η ρεπατζού καλύπτει τον εργάσιμο της χρόνο συνεργαζόμενη με πεντέξι συναδέρφισές της. Φυσικά η ρεπατζού δεν έχει δικό της στέκι. Η λέξη ρεπατζού προέρχεται απο την ειδική φτωχή αργκό των πορνών.
(Ηλίας Πετρόπουλος, “Το Μπουρδέλο” Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σελ 89)

- Για τν ακρίβεια μπουρείς να πεις ότι είμαστε καλντεριμτζού, χαμούρα, βιζιτού, τ’ δρόμου, φακλανιαζμέν’, καραπτανάρα, πτανομστουρεμέν’, δηλουμέν’, πρόστυχ’, πτανοθήκα, πομπεμέν’, κούρβα, δημόσια, φτωχοπτανί, ρεπατζού κι τα ρέστα γαζουζούδες. (εδώ)

Χρησιμοποιείται βεβαίως βεβαίως και ευρύτερα με κακεντρεχή διάθεση:

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone

Εναλλακτικά, η αναπληρώτρια γκαρσόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πλυντηριάδωνε:

Πρώτη κατηγορία πλυντηριά: φυλή "επιχειρηματία" που ξεπλένει χρήματα από παράνομες ή μαύρες δραστηριότητες, όπως πορνεία, ναρκωτικά, τζόγο, λαθρεμπόριο όπλωνε, κ.ταλ., επενδύοντάς τα σε νόμιμες εταιρείες-βιτρίνες άκα πλυντήρια.

- Και μια υγιής εταιρεία προσελκύει πολύ πιο εύκολα στρατηγικούς επενδυτές και ουχί πλυντηριάδες (εδώ)

- Εχουν εντοπίσει, λέει, τις εταιρίες και τις οφ σόρ εξωτερικού που διαφέντευε ο Λαυρέντης και έχουν βάλει «λυτούς και δεμένους», για να βρούν ποιοί διεθνείς «πλυντηριάδες» βρώμικου χρήματος, βρίσκονται πίσω από τον Λαυρέντη και με όχημα τις επιχειρήσεις του, άλωσαν τον ελληνικό Τύπο και τα ΜΜΕ και όχι μόνον (εκεί)

Δεύτερη κατηγορία πλυντηριά: πιο δόκιμα, ο ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε πλυντήριο αυτοκινήτων ή άλλο βιομηχανικό πλυντήριο.

- Είτε γυαλίζεις για να φύγουν οι γρατζουνιές είτε παίρνεις κάτι να στις καλύψει όπως ακριβώς έκανε ο πλυντηριάς αλλά θα σου εμφανίζονται μετά απο λίγο καιρό (εδώ)

- Παρήγγειλα νέο σκιάδιο οδηγού γιατί κάποια βλακεία θα έκανε ο πλυντηριάς στη βάση της και έσπασε το πλαστικό στη βάση στήριξη της (εκεί)

Και κλείνουμε την αποψινή μας βραδιά με λίγο ινσέψιο: στην τηλεοπτική σειρά Breaking Bad ο "πλυντηριάς" Walter White γίνεται και πλυντηριάς αγοράζοντας ένα πλυντήριο αυτοκινήτων για προσωπικό του "πλυντήριο".

Ο πλυντήριο-"πλυντήριο" του πλυντηριά-"πλυντηριά" Walter O πλυντηριάς-"πλυντηριάς" Walter κάνει "πλυντήριο" σε πλυντήριο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επάγγελμα του βαρκάρη και ενίοτε του ψαρά στην αργκώ της πιάτσας του Πειραιά. Προέρχεται από τον όρο ξύλα που σημαίνουν τα κουπιά.

- Εσείς τί κάνατε τότε στον Πειραιά;
- Ξυλομηχανή, κύριε δικαστά!
(γέλια στο ακροατήριο)
-Ησυχία! Τί ένοείτε κύριε μάρτυς;
- Να, μωρέ, βαρκάρης, ψαράς!
(από τη βιογραφία του ρεμπέτη Γ. Παπαιωάννου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).

Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).

  1. Από εδώ:
    Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.

  2. Από εδώ:
    Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.

  3. Από εδώ:
    Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοσύστατος ορισμός για τις πάσης φύσεως τηλεπαρουσιάστριες τις μεσημεριανής ζώνης, που ασχολούνται με κάθε είδους άχρηστες πληροφορίες για ντεμέκ vip πρόσωπα.
Στην λίστα περιλαμβάνονται οι λαμπιρο-καραβατο-μουτσινο-τατιανα κ λοιποί.

- Άλλαξε κανάλι, ρε Mαρίνα. Τις βαρέθηκα τις μεσημεριανούδες. Αμάν πια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο στραγαλατζής, ο πωλητής στραγαλιών η φθηνών λαϊκών ξηρών καρπών γενικότερα όπως σπόρια φιστίκια αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, φιστίκια Αιγίνης κλπ. Κατά κανόνα προσδιορίζει τον πλανόδιο πωλητή. Επάγγελμα του παρελθόντος που τείνει να εκλείψει. Ο λεμπλεμπιτζής είτε κρατούσε καλάθι είτε διέθετε τροχήλατο θερμαινόμενο με κάρβουνα πάγκο-προθήκη για να τα διατηρεί ζεστά, εξ ου και το φουγάρο που προεξείχε και έβγαζε καπνό ερεθίζοντας ευχάριστα την όσφρηση των υποψήφιων πελατών. Σερβίριζε σε αυτοσχέδια χωνάκια που δημιουργούσε επί τόπου από χαρτί. Από το τούρκικο leblebi που σημαίνει στραγάλια, "ελληνιστί" και λεμπλεμπιά.

  1. Τώρα που θα περάσει ο λεμπλεμπιτζής, πες μου να σου αγοράσω μισό ευρώ φιστίκια.
  2. Πολύ μ αρέσουν τα ζεστά λεμπλεμπιά, αλλά χάθηκαν πια οι λεμπλεμπιτζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του παραδοσιακού μάστορα που κατασκευάζει καλντερίμια στα Ορεινά Σέκλανα, υπάρχουν κι άλλες δυο μεγάλες κατηγορίες καλτεριμιτζήδωνε:

Α. Η αρσενική πόρνη

Βλ. καλντεριμιτζού, βεβαίως-βεβαίως.

- ΡΩΤΑΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΦΙΛΟΣ «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ;» ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΝ «ΜΕΤΑ ΤΙΣ 12μμ ΚΑΝΕΙ ΠΙΑΤΣΑ». ΟΠΟΤΕ ΞΑΝΑΡΩΤΑΕΙ Ο ΦΙΛΟΣ ΚΑΡΔIΤΣΙΩΤΗΣ «ΠΙΑΤΣΑ;ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙΤΖΗΣ;» ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΝ "ΟΧΙ ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙΤΖΗΣ". (Φωνακλάς, εδώ)

Αρχαιόκαυλος τοιούτος

Β. Φυλή κλεφτρονίων

Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, οι καλτεριμιτζήδες είναι συνήθως ομορφόπαιδα με προσεγμένο (πλην μη κραυγαλέο) λουκ και καλούς τρόπους που σουλατσάρει όλη μέρα σέ τράπεζες, κτίρια γραφείων, προθαλάμους ιατρείων κλπ. προσποιούμενος τον πολυάσχολο επαγγελματία. Για ξεκάρφωμα συχνά κρατάει κι ένα χαρτοφύλακα.

- Ο Καλτεριμιτζής ξέρει να περιμένει την ευκαιρία. Και μόλις φανεί ή ευκαιρία αρπάζει ό,τι είναι αφύλαχτο' αλλοτε εναν αναπτήρα, άλλοτε μιά τσάντα πού ακούμπησε μια κυρία πλάι στην θυρίδα κάποιου ταμείου, άλλοτε ένα μπιμπελό, άλλοτε μια τηλεφωνική συσκευή, ή, ενα πακέτο, ή, ενα λαχείο, ή, μιαν επιταγή, ή ένα τρανζίστορ.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 37.)

Eν ώρα εργασίας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified