Further tags

Υποπροϊόν αποξηραμένου σκατού απλυτοκώλη/ας. Συλλέγεται ή με απευθείας ξύσιμο της κωλοτρυπίδας (σούφρας) ή με τίναγμα του σώβρακου.

Ρε τη γλίτσω, τίγκα στη σουφραμιδόσκονη το βρακί της.

Λογοπαίγνιο με την σουλφαμιδόσκονη, πρόδρομο της πενικιλίνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αστειατόρικος τρόπος για να μεταφερθεί στα ελληνικά το Show Biz (< show business), αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του θεάματος (La società dello spetta-κωλο, που λέει κι ο Guy Debord) εστιάζεται στην σωστή βυζανάδειξη και στο πώς θα επιδειχθούν (show) με σωστό τρόπο οι βυζούμπες των συμμετεχουσών (και να φανούν, αλλά να μην το κάνουμε και τελειωμενάδικο). Ξέρετε τώρα, σε στυλ θα πηδηχτώ από το παράθυρο, να φανεί η ρώγα, αλλά και καλούα τυχαία.

Το παρόν εντάσσεται σε ευρύτερο σλανγκικό τρόπο αστεϊσμού επί των βύζων, πρβλ. γιουροβύζιον, γυροβύζιον, γυροβυζιόν, φο-βυζού, τελεβύζιον κ.ά.

  1. αυτές που είναι στην σόου βυζ (δείξε μας τον βύζο σου) γλυκαίνονται και όχι τα 6 κατοστάρικα δεν τους φτάνουν αλλά ούτε 2 χήνες το μήνα. (Εδώ).

  2. H γριά ντουντού της ελαφρολαϊκής ποπ έχει χάσει τον έλεγχο . Η σκούπα Hoover σε υπερλειτουργία ! Η κατάντια της ελληνικής σόου βυζ. Συμμετέχει η αντιαισθητική γριά λεσβία Πατρίτσια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικος- μπαμπαδίστικος τρόπος για να χαρακτηριστεί η τηλεόραση -television αγγλιστί, επειδή ένας σημαντικός λόγος που την ανοίγουμε (οι άντρες τουλάχιστον) είναι για να δούμε κανέναν βύζο. Ο άλλος είναι το τζαμπιονζλήγκ. Παλαιάς κοπής αστεϊσμός και πιο ασθενής σλανγκικώς από τα υπόλοιπα (γιουροβύζιον, σόου βυζ) και για τον λόγο ότι βασίζεται στην γραφή.

  1. - Είμαι σε μια απ'αυτές τις φάσεις που βαριέμαι ακόμα και να γαμήσω, πόσο μάλλον να σκοτώσω… Ορμονικές διαταραχές μάλλον. Μέχρι και η λίμπιντος μου έπεσε. Με ενοχλούν σχεδόν τα πάντα, λέω πάντα ναι για να μη τσακώνομαι και γίνομαι θηρίο όταν θέλουν να πω περισσότερες λέξεις, πόσο μάλλον να κάνω κάτι… Μου φταίνε τα πάντα και οι πάντες… Ευτυχώς με τις ευχάριστες μαλακίες γελάω και φτιάχνει η διάθεσή μου λιγάκι… Καμιά ιδέα;;; - ουχ.. το παθαινω συχνα πυκνα. βγαινω καμια βολτα,και στα μισα της διαδρομης αρχιζω να βαριεμαι ηδη.κλεινω το πισι για σαλονι/τελεβυζιον,περναν 10 λεπτα,κλεινω και την τελεβυζιον...

(από Khan, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).

  2. Ο κακής ποιότητας καφές.

  3. Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.

  1. Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.

  2. Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!

  3. Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.

Δουλεύει στη μονάδα παραγωγής της Χεσπρέσο Πάππας (από GATZMAN, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.

- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην δεκαετία του '90 ήταν πολύ της μοδός η έκφραση πώρωση, για κάτι που ήταν κάτσε καλά, ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ. Κυκλοφορούσε και διαφήμιση της Pepsi Cola με μότο καλά ε, πώρωση!

Τότε ο όρος οστεοπόρωση χρησιμοποιήθηκε ως υπερθετικός του πώρωση με την καλή έννοια, δηλαδή ότι κάτι είναι αφασία, νιρβάνα. Ασφαλώς η σχέση με την δόκιμη οστεοπόρωση είναι πολύ μακρινή και ζητώ συγγνώμη από τον γερμανό μεταφραστή για το σαχλεπίσαχλον της έκφρασης.

Καλά ε, πώρωση
τι πώρωση ρε τεράστιε, σκέτη οστεοπόρωση (Δες).

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του λιποζάν. Τα λεπτεπίλεπτα αλλά καλλίγραμμα τσιμπουκοχειλάκια, ενίοτε συνδυαζόμενα και λιγουλάκι λιπγκλοςς.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΧΙ ΟΙ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΧΕΙΛΑΡΕΣ (αυτό είναι άλλο).

- Είδες φωτό κολέτσα πώς ήτανε παλιά;
- Τι να δω ρε φίλε, αφού έιναι όλο φτιαγμένο στο χέρι. Κώλος, βυζί, χειλάκι για πιποζάν και τα ρέστα.

(από stratos98, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως λέγεται σε κάποιον που μόλις έρχεται και βρίσκει την παρέα αραχτή (για να τον πειράξεις)...

(Παρέα που κλαπαρχιδίζει και μετά από ώρα σκάει φίλος)
Ανδρεας: Kαλώς τον Τάκη! Έλα ρε, θα κάτσεις μέρες;
Τάκης: Μπααα, κανά πεντάρι μερούλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολιθώματα ανθρώπων, νοσταλγών ανώμαλων καταστάσεων του παρελθόντος, φορείς ξεθωριασμένων, επικίνδυνων, βρυκολακιασμένων ιδεολογιών, θιασώτες ολοκληρωτικών καθεστώτων που έχουν προ πολλού εκπέσει.

Τα πιο διαδεδομένα σταγονίδια στον ελληνικό χώρο, είναι τα αυτά της χούντας. Άλλα που συναντούμε (ευτυχώς πιο σπάνια) είναι ρατσιστικά, ναζιστικά, σταλινικά κ.λπ. Σταγονίδια μπορούν να υπάρχουν σε όλες τις αποχρώσεις του πολιτικού φάσματος.

Τα σταγονίδια που εκλύονταν με το βήχα επί φυματικών ασθενών (π.χ. ο Πασπάτης [Άρης Ρέτσος] στην Αστροφεγγιά του Ι.Μ. σε τηλεοπτική απόδοση του Διαγ. Χρονόπουλου), αποτελούσαν το μέσο μετάδοσης του μυκοβακτηρίου της φυματιώσεως (ή βάκιλλος του Κωχ) εξ ου και ο αρνητικός συνειρμός που προκαλούν.

  1. (από αυτό το σάη)

Kι εγώ εχω παρευρεθεί σε μαζώξεις υπερήλικων σταγονιδίων του Στάλιν και έχω γίνει μάρτυρας ενος παράλογου αριστερίστικου ταλιμπανισμού.

  1. (από εδώ)

Στα «μαλακά» τα σταγονίδια της Θεσσαλονίκης! Ποινές αργίας από έναν μέχρι έξι μήνες σε 12 αξιωματικούς και αστυφύλακες και πρόστιμο σε έναν ακόμη, επιβλήθηκαν για το χουντογλέντι.

Γελοιογραφία της εποχής του Αβέρωφ, αλιευθείσα από τον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου. (από Khan, 28/07/14)Επίσης. (από Khan, 28/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει περάσει η ώρα, είναι αργά και κάτι παραπάνω...

[i]- Παλικάρι μου τι ώρα γύρισες χθες το βράδυ;
- Αργάμισι![/i]

Συνηθισμένη έκφραση, ευφυολόγημα από τα νιάτα και όχι μόνο.

Καλά ρε, τι περιμένουμε, ο Κωστής, το βλέπω να 'ρχεται αργάμισι!

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified