Further tags

Ιησουϊτισμός για τον κυριλέ. Προφάνουσλυ, επειδή ο έτερος των φωτιστώνε των Σλάβωνε, εκτός από τον Κύριλλο, ήταν ο Μεθόδιος. Νταξ μπορεί να σημαίνει και τον μεθοδικά κυριλέ, αυτόν που είναι πολύ comme il faut μεθοδικός ή περίπου.

Η έκφραση δεν ανήκει στα ceci n'est pas tellement slangue, αλλά μάλλον στα ceci n'est pas du tout slangue. Πλην, καθώς μετά από την εισαγωγή της από τον Ιησού, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το νέο λουκ της εθνικής μας εφημερίδας Φραπέ Σλανγκόσιπ, έκτοτε προωθήθηκε από τους γνωστούς άγνωστους που προωθούν τον τιραμισουρεαλισμό και την λεξιπλαστική χειρουργική στο σάιτ.

Άλλωστε, για να παραφράσω τον συνονόματο του Ιησού, «όπου εισί δύο ή τρεις Σλάνγκοι συνηγμένοι εν τω ονόματι της σλανγκ, εκεί και η σλανγκ εν μέσω αυτών».

Αλλάξαμε εμφάνιση (ελπίζουμε το νέο μεθοδέ λουκ να σας αρέσει), αλλά παραμένουμε αποκαλυπτικοί και πλούσιοι σε τασιενέργεια.

(Από το editorial της Φραπέ νο3).

Το μεθοδέ λουκ ήταν πολύ της μοδός στον 9ο αιώνα. (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαντασιακό έγχορδο μουσικό όργανο στο οποίο όλοι λίγο-πολύ έχουμε επιδοθεί όταν μας αρέσει ένα ροκάδικο κομμάτι. Συνίσταται στην απομίμηση με κινήσεις των χεριών του παιξίματος κιθάρας (και μάλιστα ηλεκτρικής), μόνο που στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο σαν να μας έπιασε χορός saint Vitus.

Το λήμμα πρόκειται για μετάφραση του αγγλ. air guitar.

Κάθε φορά που ακούω Pete Townshend και Who, πιάνω την ανεμοκιθάρα μου και της δίνω και καταλαβαίνει.

The Who (από allivegp, 22/07/09)Pete "windmill\' Townshend (από allivegp, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο από παλαιά διαφήμιση ελληνικής αλυσίδας καταστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διακωμωδήσει την εξιδανίκευση των ανεπτυγμένων χωρών του εξωτερικού.

Διάλογος μεταξύ του «κομπιουτερόπληκτου» και του «χαλαρού»:

- Ρε κοίτα τι λέει εδώ: Σύνδεση οπτικών ινών σε κάθε σπίτι στη Σουηδία απο το 2011. Και εμείς τότε θα είμαστε ακόμα το άθλιο DSL των 3 Mbit που βάραει d/c κάθε 10 λεπτά. Πίκρα!
- Έλα ρε... πώωωπω ζημιάαα... το' χει ο Χανς κι' εσύ το χάν' ς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόμοια με την μπουρζουαζία! Η συντηρητική μεγαλοαστική τάξη, που τα μέλη της φορούν μπουρνούζια, αλλά ποτέ δεν μένουν ικανοποιημένα από αυτά. :)

Ανοίγω την ντουλάπα και τι να δω; Ένας χώρος μόνο μπουρνούζια!! Μπουρνουαζία έχουν καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγελάσθην εάν ενομίζατε ότι επρόκειτο δια τον συμπαθέστατο ηθοποιό! Τοιαύτη φράση αποτελεί κόσμιο τρόπο ίνα πει κάποιος την άσκοπη και αέναη εξάσκηση της ιερής τέχνης της ... πλήρους απραξίας! Συνηθίζεται δε η χρήση της εκφράσεως εάν ο χρήστης... τον Μπέζει αντί να εργάζεται. Να θιχθεί δε ότι τοιαύτη φράση αποτελεί αρχή παρεξηγήσεων δια τους πάσχοντες από το φαινόμενο «Τούλα χύστο

Φιφακλής: «Καυλαγόρα, πότε θέλεις παραδώσεις τις πέντε χρηματοικονομικές αναφορές που σου είχα αναθέσει; Μα... δεν εργάζεσαι; Και τι κάμνεις;»
Καυλαγόρας: «Το Μπέζο!»
Φιφακλής: «Δε σε εννοώ... Ποία η σχέση του γνωστού ηθοποιού με τις αναφορές;»
Καυλαγόρας:« Όποία και του ιχθύα μετά του ποδηλάτου!»
Φιφακλής: «Ααααα...»

(από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρύ εστί το άπατο πηγάδι. Συνήθως αναφέρεται και στις δύο οπές χωρίς διακρίσεις. Επίσης μπορεί να υπονοεί συνήθως το γυναικείο όργανο, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός κατάστασης όπως πατρύ λοκώ, πατρύ βιεϊρά.

«Χθές, ήμουν με το γυναικάκι και της έσκισα την πατρύ. Μετά πήρα πατρύ λοκώ και στο τέλος πανηγύρισα σαν τον πατρύ Βιεϊρά»

Σημείωση. Ο Βιεϊρά για όσους δεν ξέρουν είναι Γάλλος ποδοσφαιριστής, υπήρξε μεγάλος αμυντικός μέσος ο οποίος μεγαλούργησε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα που εγέρασε κολλάει τα τελευταία του ένσημα πριν την σύνταξη. Το πλήρες όνομά του είναι Patrick Vieira εξού και το λογοπαίγνιο.

Patrice Loko (από poniroskylo, 31/07/09)Patrick Vieira (από poniroskylo, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξαφνικό χεσίδι, που σε πιάνει απροειδοποίητα και δεν ξέρεις τι να κάνεις, ιδρώνοντας ταυτόχρονα.

Ετυμολογία: σύντμηση τη λέξης χέσιμο. Αρσενικού γένους, χωρίς το πρόθεμα χε-, σκέτο -σίμος.

Πςςς φίλε, ο Σίμος μου χτυπάει την πόρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified