Further tags

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιορισμένης διάδοσης ευφυές λογοπαίγνιο, που συμπεριλαμβάνει όλα τα ηχητικά εφέ που συνοδεύουν καταληκτικές και καταλυτικές απαντήσεις εντός μιας αντρικής συζήτησης όπως το κλάσιμο και το ρέψιμο.

- Τί θα γίνει ρε παπάρα;; Θα σηκωθείς ποτέ να φύγουμε;; Αργήσαμε!!
- Δε γαμιέσαι ν' ασπρίσεις; Από τις 10 η ώρα θα πάμε μπουζούκια, με τις γιαγιάδες;;
- Τελείωνε!!!
- Πρρρρρρρρρρρρρρρρρτσσσσσσσςςςςςς!!!!! Τσίμπα και τη μουσική απόκρουση και παράτα με στην ησυχία μου, να καυλαντίσω με κανά μουνάκι στο φέης!!

Butthole Surfers φορέβα! (από MXΣ, 13/01/10)(από Jonas, 13/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παραποίηση επί το χιουμοριστικότερο του ονόματος του ανώτερου δικαστηρίου της χώρας, του Άρειου Πάγου.

Έτι περαιτέρω χιούμορ προκύπτει αν παραλλάξουμε το «Πάτος» ως «Γάτος», όθεν προκύπτει ο «Άγριος Γάτος».

Τρίβιουμ: Ο Άρειος Πάγος (δηλαδή Βράχος του Άρη) ονομάστηκε έτσι γιατί, σύμφωνα με τη μυθολογία, εκεί δικάστηκε ο θεός του πολέμου Άρης για το φόνο του γιου του Ποσειδώνα. Σύμφωνα όμως με μια δεύτερη εκδοχή, η ονομασία οφείλεται στο σπήλαιο των Αρών (Ερινύων) που βρισκόταν στην βόρεια πλαγιά του λόφου.

«Οχι», λέει, με νέα απόφασή του, ο Άγριος Πάτος στην καταβολή του μηνιαίου επιδόματος των 176 ευρώ στους εργαζόμενους στα Νοσοκομεία, το οποίο λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάταξη επιμήκους, πλαστικού (ή από σύνθετα πολυμερή), σωλήνα, μικρής διατομής, με οπή στο κέντρο βάρους της διατομής του και καθ'όλο το μήκος του, την οποία οπή διατρέχει συστοιχία συρμάτων χαλκού.

Ως εμπορικό εξάρτημα συναντάται ως ανταλλακτικό σε όλα, σχεδόν, τα καταστήματα εμπορικών ειδών. Βασικό χαρακτηριστικό, η μη λειτουργικότητα, η αχρηστία, ο χώρος που καταλαμβάνει και η εστία μολύνσεως που προκαλεί και η γενικότερη σπατάλη. Η χρησιμότητά του αφορά στη διακοπή κάθε επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρικών συσκευών, τηλεπικοινωνιακών δικτύων και χρηστών αυτών, τουτέστιν, στην παύση ανεπιθύμητων ηλεκτρονικών αιτημάτων φιλίας.

Παρετυμολογία: Κακ-ώδιον από την «κακή ωδή»: μπινελίκια, γαλλικά, μούντζες τα οποία το δύστυχο αποδέχεται ύστερα από τη διαπίστωση του κατόχου ότι τσάμπα τραβιόταν όλη μέρα στην πιάτσα για να το βρει.

Αντιτίθεται στο αρχαιότερο «καλώδιον». Παρετυμολογία: Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα τηλέφωνα από «όνυξ»: «Τι ωραία που μιλάτε ωραιοτάτη δεσποσύνη! Τι γλυκυτάτη η φωνούλα σας!» Απ: «Ω, δεν είναι τίποτα, ευγενικέ μου κύριε! Είναι αυτό το καλώδιον που μας συνδέει (κανονικά) και με κάνει να ακούγομαι νέα και αφρατούλα!»

Κακώδια στην καθημερινή πρακτική: του μάους μετά από χρήση από αριστερόχειρα, της πρίζας της τοστιέρας μετά από χρόνια έκθεση στην υγρασία της βρύσης, το χαντσφρή που έρχεται πακέτο και αναγκάζεσαι να το αγοράσεις ξανά και ξανά (μέχρι να αλλάξεις κινητό), το σκαρτ, το καμμένο τροφοδοτικό, το ηλεκτρικής κιθάρας-ενισχυτή που αγοράζεις σαν καινούριο από γνωστούς αντιπροσώπους στο κέντρο της πόλης, τα καλώδια στο ΚΕΠΗΚ, κ.α.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανουσισμός, υπάρχει και ομώνυμη βιβλιοκασέτα του Τζίμη Πανούση. Αναφέρεται, υποθέτω, σε «γιάφκες» αριστεριστών που εξελίσσονται σε μπαφόσπιτα, καθώς ο ανθός της νεολαίας, το άλας της γης επιδίδεται στην ευγενή αθλοπαιδιά του μπάφκετ. Φαντάζομαι ότι ήταν ιδιαίτερα επίκαιρο στις αριστερές γενιές των σίξτηζ και σέβεντηζ. Επίσης, μπορεί να σημαίνει κάποιον που του ζαλίζεται ο έρωτας όταν ο καθοδηγητής του ξηγάει το διαλεκτικό προτσές.

Ασίστ: Χαλικούτης.

- Ναι, σύντροφε, είχε δίκιο ο πατερούλης του λαού που έκανε το σύμφωνο με τον Χίτλερ. Γιατί το διαλεκτικό προτσές της πάλης των τάξεων αυτό ακριβώς απαιτούσε εκείνη την στιγμή. Έπρεπε να ανδρωθεί ο σοβιετικός σοσιαλισμός και να δημιουργηθεί μια επαναστατική δυναμική στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Άλλωστε ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος...
- Ώπα, ώπα γιατί έχω πάθει ζάλη των τάξεων, μοι φαίνεται...

Κάπου στο 7.00 αρχίζει η ζάλη των τάξεων. (από Khan, 12/01/10)Όλα τα λεφτά ο Jean Pierre Leaud στο 2.11 (από Khan, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικό αμάλγαμα του γνωστού βραβείου Νόμπελ και της τρόμπας, με σαφείς αναφορές στην περιεχόμενη σε αυτή λέξη ρόμπα. Είναι το νοητό βραβείο που απονέμουμε ως ένδειξη ανύπερβλητης βλακείας/ασχετίλας/ξεφτίλας/αγαρμποσύνης. Κοντολογίς, όταν κάποιος τα έχει κάνει θάλασσα γίνεται ευθύς υποψήφιος για Τρόμπελ.

- Εεε...αφεντικό...έχω άσχημα νέα: νομίζω ότι μου έκλεψαν τη νταλίκα όταν σταμάτησα στο βενζινάδικο για κατούρημα. - Μπράβο βούρλο. Θύμισέ μου να σου απονείμω το βραβείο Τρόμπελ και να σε απολύσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικὴ γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπιρρήματος «εὐρέως».

Φαντάζομαι πὼς εἶναι Ἑβραῖος γνωστὸν ὅτι ὁ πούστης καθέτου εἶναι ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πούτσες μπλε επί το πιο εύσχημον. Λέγεται και πίτσες μπλε από τη Βιλγαρία, ώστε το υπονοούμενο να είναι ακόμη λιγότερο δύσληπτο. Όπως και οι μπλε πούτσες, οι μπλε πίτσες σημαίνουν κάτι ψευδές, ανυπόστατο, ανόητο, ουτοπικό ή αναξιόπιστο.

Αμφότερες και οι δύο εκφράσεις αποτελούν μνημεία σλανγκικού τιραμισουρεαλισμού, του οποίου άλλωστε το μπλε αποτελεί το εμβληματικό χρώμα. Για μεγαλύτερο τιραμισουρεαλιστικό αποτέλεσμα συνάπτονται παρατακτικώς διάφορες παρδαλές εκφράσεις, τις οποίες και παραθέτω αρρυόμενος από τον κόπο συσσλανγκιστών:

  • πούτσες μπλε και εμπριμέ (Τζόνι Μπλακ)
  • πούτσες μπλε κι αρχίδια κοτ(ι)λέ (Αίας)
  • πούτσες μπλε και φούξια (Τζιμάκος)
  • πούτσες μπλε φωσφοριζέ (Τας)
  • πούτσες μπλε και νάιλον κάλτσες (Βιπ)
  • πούτσες μπλε και πράσινα άλογα (ιουμπίου)
  • πούτσες μπλε και πράσινα καρότα (μχαχα)
  • πούτσες μπλε με ροζ ελεφαντάκια (Άλλος)
  • πούτσες μπλε με πουά ελεφαντάκια (τουκανισμός: Το πουά δεν είναι χρώμα)
  • πούτσες μπλε, μαλαπέρδες Εβραίων (Τζίμης Πανούσης, Βράσταμαν).

    Το δεύτερο ζήτημα είναι πού μπαίνουν οι μπλε πούτσες για το οποίο οι γνώμες διΐστανται:

  • πούτσες μπλε σε ροζ βαζάκια (Τζιμάκος)

  • πούτσες μπλε σε κιβώτια καφέ (Ρεντέβιλ)
  • πούτσες μπλε σε κόκκινα παράθυρα (Κώστας, σ.ς.: με λίγο από Magritte)

    Για τις πίτσες μπλε, πάλι κυκλοφορούν οι εκφράσεις:

  • πίτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά

  • τρεις πίτσες μπλε, η μία δώρο
  • πίτσες μπλε και ροζ μινάκια

    Δικαίως λοιπόν οι μπλε πίτσες τε και πούτσες συναγωνίζονται τα τσιμπούκια ο τίγρης σε παραλλαγές.

Α πουστεριόρι θεωρήθηκε ότι η έκφραση πούτσες μπλε εννοεί τα στρουμφάκια, των οποίων το γεννητικό μόριο έχει χαρακτηριστικό κυανούν χρώμα. Ή τα στρουμφάκια, οι οποίοι τρώνε και μπλε πίτσες. Ή τους Νεοδημοκράτες, τις πούτσες από την πενταετή διακυβέρνηση των οποίων τρώμε τώρα. Ωστόσο, δύο ερμηνείες που μπορεί να διαθέτουν μεγαλύτερο πραγματολογικό έρεισμα είναι η του Τρίγωνος, κατά τον οποίο η αναφορά είναι σε πέος που βρίσκεται για πολλή ώρα σε στύση κι έχει αρχίσει να μπλεδίζει, και η του Γαϊδουραγγάθου, κατά τον οποίο οφείλεται σε ουσία, όπου βούταγαν τον πέοντα στους οίκους ανοχής, η οποία προσέδιδε μπλε χρώμα.

Trivium: Σύμφωνα με αυτοψία του Αλλλίβε, στην Ανάλλληψη Θεσσαλλλονίκης υπάρχει πιτσαρία με ονομασία «Πίτσες μπλε». Επίσης, υπάρχει ομώνυμο καρναβαλιστικό γκρουπ που συνδυάζει τις μπλε πίτσες με ροζ μινάκια, βλ. το ομώνυμο σάιτ.

Από την Ελευθεροτυπία:

Πίτσες μπλε.
Η κρίση που μαστίζει την κοινωνία της κατανάλωσης γεννήθηκε από την απατεωνιά, που εφηύρε και διέσπειρε το χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό σύστημα για να πλουτίζει γρήγορα το ίδιο και οι απανταχού του κόσμου κεφαλαιούχοι, επενδυτές και κερδοσκόποι.
Τα κουρελόχαρτα αυτής της απατεωνιάς γέμισαν κάποια στιγμή τα ταμεία κρατών και οργανισμών, που πλήρωσαν και πληρώνουν αυτή την απάτη. [...] Ενα κράτος ανίκανο, που το μόνο που ξέρει είναι να ταΐζει με πίτσες το κρανοφόρο στόμα του.
Απ' όπου μποχάει η ανάσα του.

Το εθνικό φαγητό του 2009/ 2010. (από Khan, 11/01/10)Πίτσα από την Βιλγαρία, η μεγαλύτερη σύμφωνα με το Ρεκόρ Γκίνες. (από Khan, 11/01/10)Εεεεεεεφτασεε (από Khan, 11/01/10)Και για τη νυχτερινή σας διασκέδαση (από Khan, 11/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ παρὸν νὰ ἀναγνωσθῇ ἀφοῦ προηγουμένως ἔχετε μελετήσει τὸ λῆμμα χεσοκαβάντζα.

Ὡς ναρκοπέδιο χαρακτηρίζεται περιοχὴ ἐλευθέρου κάμπιγκ τόσο πυκνοχεσμένη, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς πλέον ὄχι σκηνὴ νὰ στήσῃ, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ προσεγγίσῃ.

Ἡ μόνη δικαιολογία ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ κάποιος γιὰ νὰ πάῃ ἐκεῖ νὰ κατασκηνώσῃ, εἶναι νὰ εἶναι κοπρολάγνος ἢ νὰ ἀνήκῃ στὸν Ὅμιλο Ἀνωμάλων Μυριστῶν.

- Ἐδῶ κύριοι εἶναι ἡ παραλία τῆς Βλαχιᾶς (Β. Εὔβοια, Αἰγαῖο μεριά). Μέχρι τὸ `82 ἐχόμαστε μὲ τὰ μουλάρια ἀπ' τὸν Ἄϊ Γιάννη τὸ Ρῶσσο. Τώρα ὁ δρόμος εἶναι μεγάλη εὐκολία. Κατασκηνῶστε.
- Ποῦ ρὲ θεῖο; Ἐδῶ εἶναι ναρκοπέδιο!

βλ. και νάρκες, τούρτα, κουρατζίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified