Selected tags

Further tags

Είναι τα παλιά, καλά, αξεπέραστα κομμάτια κλασικού ροκ.

Μιλάμε για εποχές 70', 80' και για δημιουργούς ACDC, IRON MAIDEN, DEEP PURPLE, THIN LIZZY, JETHRO TULL, BLACK SABΒATH κλπ παλαιότερα που μας σημάδεψαν. Όχι τα σημερινά αδελφίστικα.

- Ακούω σύγχρονη rock, αμερικλανιές τύπου Linkin Park, Green Day, αλλά και αγγλική σκηνή: Muse, Franz Ferdinand, Kasabian, τέτοια. Εσύ;
- Εγώ ακούω μόνο δεινοσαυρίλες. Τα κομμάτια που μας μεγάλωσαν. Τρελαίνομαι για OZZIE...

"I hate Pink Floyd" έγραφε το μπουζάκι του Johnny Rotten. (από Vrastaman, 11/11/09)! (από BuBis, 11/11/09)

Παράβαλε ποστίλες, καφρίλες, αυνανίλες, μπουρμπουλήθρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλάδες αποκαλούνται οι:

Βλ. και κρυφοσκυλάς.

  1. Ποιος είναι ο καλύτερος λαϊκός και σκυλάς τραγουδιστής; Tolis Tsimoggianis; Alekos Zazopoulos; Giannis Kollias; Kostas Safetis; Vasilis Mitropoulos; Stathis Ksenos; Xara Vera; Xaris Kostopoulos; Spiros Zaxarias; Anneta Marmarinou; Giannis Floriniotis; Giorgos Salampasis; Antzela Dimitriou; Vasilis Karas; Vasilis Terlegas; Gonidis; Konstantinopoulos; Notis Sfakianakis... (Βλ. εδώ)

  2. Αγαπητοί συνφορουμίται, με περίσσια χαρά σας παρουσιάζω το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ εξώφυλλο της υπερ-καλτ μοναδικής ταινίας «Ο ΣΚΥΛΑΣ» με τον Κώστα Στεφανάκη. Δώστε προσοχή στις διάφορες ατάκες όπως «μια ταινία για όλη την οικογένεια» και «γυρισμένη στη όμορφη Χαλκίδα». Επίσης παρατηρήστε την έντονη ανορθογραφία : Η Μανουσέλη έγινε Μανουσέλι, το «guest star» έγινε «gest star», στην πλοκή, αντί «κυνηγιέται» γράφει «κυνηγιέτε». Η μόνη αληθινή ατάκα, είναι ότι «δε θα ξεχάσετε ποτέ αυτή την ταινία». (Βλ. εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Got a better definition? Add it!

Published

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η τσόντα στην οποία παίζει χαλαρή μουσική, που χαρακτηρίζεται και ως μουσική τσόντας (υποείδος κατά μίαν έννοια της μουσικής ασανσέρ και μοιάζει συνήθως με την εισαγωγή του πρώτου κομματιού στο όριτζιν οβ σύμμετρυ των μιούζ, αλλά ποτέ γαμωτζάζ), επικρατεί μια και καλά ρομαντική ατμόσφαιρα και οι πρωταγωνιστές πηδιούνται με φαξ.

Βλέπε και αλτεραστής.

- Μαλάκα, είδα μια τσόντα του χιλιομέτρου στο άλτερ χτες, και γαμώ τα γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σεισμός που προκαλεί η νότα Φα του γιγάντιου μουσικού πιάνου, στο οποίο έχουν πρόσβαση μόνο ορισμένοι «εκλεκτοί».

Στα σύγχρονα χρόνια, ο φασεισμός έχει παρατηρηθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, Ιταλία, Κίνα κ.α. - χώρες που τυχαίνει να βρίσκονται στα όρια ή έστω αρκετά κοντά στις Τechτονικές πλάκες. Το σύνθημα «Δεν θα περάσει ο φασεισμός» έχει βγει από το στόμα οπισθοδρομικών ανθρώπων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν αυτό το φυσικομουσικό φαινόμενο, με αποτέλεσμα να το δαιμονοποιούν, καθώς στο μυαλό τους κυριαρχεί η αντίληψη πως η νότα Φα, είναι η αρχή του κακού. Η έλλειψη μόρφωσης και κουλτούρας, οδηγάει σε αυτά τα αποτελέσματα.

Σύμφωνα με τους ίδιους όμως... Η εξήγησή τους γίνεται με την βοήθεια της «εξαφανισμένης» νότας Δα!!! Πηγή όλων των κακών, είναι η μουσική έκφραση της Φα- Σολ- Λα - Δας, όπου εκεί oφείλονται οι δονήσεις.

Σύμφωνα με τους σεισμολόγους, η προσεισμική δραστηριότητα μπορεί να «ανιχνευτεί» με διάφορες μεθόδους. Η έκλυση των αερίων μαζί με σεισμούς μικρού μεγέθους είναι ένα σημαντικό βοήθημα.

Όμως, οι αντιφασείστες, παίρνοντας υπόψην μόνο ότι τους συμφέρει, ρίχνουν το φταίξιμο στη νότα Φα!!! Και ο συλλογισμός τους;;; Φα -Σολ -Λα -Δα + αέρια = Φασεισμός! Η αγραμματοσύνη, δυστυχώς, οδηγεί σε αυτή την ανόητη παρανόηση.

  1. Σεισμός μεγέθους 6.7 ρίχτερ στην Κοζάνη το 1995. (Το πρόθεμα -Φα παραλείπεται, καθώς δεν έχουν όλοι μουσική παιδεία)

  2. Ρε μαλάκα μυρίζεις τίποτα ; (μετά από 2 λεπτά) ρε συ τι τράνταγμα ήταν αυτό ; Φασείστας θα είναι. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΦΑΣΕΙΣΜΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται από τη χειρονομία της πρώτης φωτό, που αποτελεί επέκταση σε δύο χέρια της κλασσικής μονοχειρικής μεταλλικής χειρονομίας.

Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μόνο μπλακ, όταν τα περίφημα κερατάκια συνοδευόμενα από το μοχθηρό ύφος μάλλον υποτιμούν το μέγεθος της καφρίλας.

Δια του παρόντος εισηγούμαι, με α πριόρι εξασφαλισμένη τη μηδενική απήχηση, την γελοία χειρονομία της δεύτερης φωτό, αναστροφή αυτής της πρώτης, η οποία δέον να συνοδεύεται από την ατάκα «νοτ ηνάφ χέβυ μέταλ φορ του χανντς», και λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο ομαδικό.

- ...και της λέω «πάρ' τα μωρή άρρωστη!».
- Τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ.

(από jesus, 17/09/09)(από jesus, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified