Selected tags

Further tags

Όταν πούτσος συναντά το γαμοσλανγκοεπίθημα -μάνα όλα είναι δυνατά και η γης τρέμει. Πουτσομάνα σημαίνει, μεταξύ άλλων:

Καμία σχέση με την πουστομάνα.

1. αυτή τη πουτσομάνα δίπλα σου τι την έχεις;

2. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΥΤΣΟΜΑΝΑ.

3. ρε δε πατε να δουλεψεται ολες οι πουτσομανες αφισατε τις πουτσες κ πιασατε τα μικροφονα!αυτη ρε δε μπορει να βιξει οχι να τραγουδισι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας καουμπόης είναι τσομπάνος.

% Συζητάνε 2 μουγκοί:

-
- -
- Και έρχεται ένας ακόμα και τον λέει ο ένας μουγκός:
- Πού 'σαι ρε τσομπανοκαμπόη;;;

(από σφυρίζων, 06/02/13)(από σφυρίζων, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαλιάζω, παρατ.: παπάλιαζα, στιγμ. μέλλ.: θα παπαλιάσω, αόρ.: παπάλιασα, μτχ.π.π.: παπαλιασμένος.

Ολοκληρώνω κάτι, κάτι εξαντλείται ή φτάνει στο τέλος του.

Σ.ς.: Στο gameslife κάθε διαγωνισμός που τελειώνει, τρώει στην εικόνα του μια σφραγίδα που γράφει «ΠΑΠΑΛΑ» (δες εδώ). Ε, κάπως έτσι προέκυψε το «παπάλιασμα» των διαγωνισμών και κατόπιν της σχετικής επεξεργασίας, ο όρος γενικεύτηκε.

  1. Τώρα, παπαλιάζω μια στιγμούλα τις γαμοεργασίες και έρχομαι να λιώσουμε στο Pro.

  2. «Δημητράκη, όπως έρχεσαι σπίτι, σταμάτα στο τυράδικο του κυρ-Αριστείδη και πάρε μισό κιλό φέτα γιατί παπάλιασε».

  3. Ο διαγωνισμός παπαλιάστηκε και οι νικητές θα ανακοινωθούν σύντομα (πηγή).

Προσοχή: να μη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης αφού δεν ταιριάζει επ' ουδενί με το κόνσεπτ (π.χ. «Παπαλιάζω μωρό μου, παπαλιάζω»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη σλανγκιά για το φιλαράκι. Πρόκειται για άκρως γουτσιστική εκδοχή της κολλητούμπας (q.v.).

  1. μαζιιι θα γελασουμε..να το δεις....δεν μας ξερουν καλα ...ειμαστε τρελεςςςςςς εμειςςςς....κολλητουμπινακι μμ ♥ ♥ ♥ ♥ ツ ツ ツ ツ ♥ ♥ ♥ ♥ ☆ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ .

  2. λολ, ιπποκρατους. α ρε νομικη τη ζωη μου κατεστρεψες, εχω γινει κολλητουμπινακι με τα περιστερια σ'ολη την περιοχη.

  3. Ε τώρα τι της λες; Πως δεν ειμαι πια το ΚΟΛΛΗΤΟΥΜΠΙΝΑΚΙ ΤΗΣ και πως ειμαι μια αλλη;Νταξει, πιο απλα, της το ξεκαθαριζω απο κοντα.

(Από διάφορα σάη πνιγμένα στα οιστρογόνα)

Got a better definition? Add it!

Published

Φίλη τόσο κολλητή που της κοτσάρουμε και μια -ούμπα. Σε υπερθετικό BFF βαθμό: το κολλητουμπινάκι μ.

Μαθητική αργκό τελευταίας κοπής, σπαρταράει.

  1. σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

  2. Εβελίνααααααααααααααααααα: κολλητουμπα μου :D

  3. axxxuuu to... i kollitumpa m.

(Από διάφορα σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Madam, modem, Μαντάμ κ.α. είναι κάποια από τα ονόματα της ισχυρής ναρκωτικής ουσίας που ονομάζεται MDMA, ακρωνύμιο του (3,4-methylenedioxy-N-methylamphetamine).

To Mdma βρίσκεται σε τρεις βασικές μορφές.:
α) Τα χάπια, τύπου Extc τα οποία είναι 70-80 διαφορετικά είδη όπως smile, dragon, πεταλούδα κ.α. (με μικρή ποσότητα mdma)
β) Σε μορφή υγρού με διάφορα χρώματα (μοβ, άσπρο, κίτρινο, καφέ κ.α.) το οποίο έχει αρκετοί ποσότητα md γ) Το στέρεο σαν σκόνη, ουσιαστικά μπεζ κρυσταλιζέ βραχάκια που έσπαγαν πολύ εύκολα.

Το MD δεν είναι τόσο εθιστικό, όσο άλλα ναρκωτικά, όπως η ηρωϊνη ή η κΚοκαϊνη. Είναι σχετικά ακριβό. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μακροχρόνια χρήση του σε πολύ συχνά διαστήματα (5 φορές την εβδομάδα) δημιουργεί αρκετά προβλήματα στην ψυχική υγεία του χρήστη. Συχνά χρήστες του MDMA σε συνδυασμό με χρήση κρυσταλλικής κεθ-αμφεταμίνης (ή και χωρίς αυτήν) καταλήγουν σε ψυχιατρείο για σοβαρές επιπλοκές, όπως τάση ή απόπειρα αυτοκτονίας, κατάθλιψη κ.α.

Ως παράδειγμα, θα σας παραθέσω, όσο πιο παραστατικά μπορώ, το πως «την ακούς» από mdma.

Το κορυφαίο MD είναι σε κρυστάλλους, γιατί έχει την μεγαλύτερη ποσότητα της δραστικής ουσίας ανά ml. Βάζεις μισό γραμμάριο σ' ένα μπουκαλάκι νερό (όχι φουλ γεμάτο) και το ανακατεύεις καλά για 5 λεπτά (εναλλακτικά βάζεις μισό γραμμάριο σε ένα μεγάλο ποτήρι και βάζεις αρχικά μικρή ποσότητα και το αναδεύεις για 2 λεπτά, στην συνέχεια βάζεις νερό σχεδόν μέχρι επάνω, σε όλη αυτή την διαδικασία το ανακατεύεις.

Το πίνεις λοιπόν σε γουλιές (είναι πικρό) μαζί με ακόμη 2 άτομα minimum!!!! MD και μόνος δεν λέει...

Τα πρώτα σημάδια είναι η εφίδρωση και η αίσθηση χαλάρωσης, μετά είναι η αλλαγή της διάθεσης και το απίστευτο good trip που σε βάζει, έχοντας όμως γνώση της πραγματικότητας... απλά σε κάνει πολύ φιλικό, πολύ μπλα - μπλα...

Το ξενέρωμά του είναι σχετικά ομαλό, λίγα νεύρα την επόμενη μέρα μόνο, τύπου «έχω περίοδο».

βλ. και μαντάμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκο λολοπαίγνιο, σπαρταράει (όπως έλεγε κι ο Νταιζημαντρόσκυλος), είναι αυτός που ποζάρει ως στυλάτος και τρέντι, ή και προκαλεί στυλ στους σύνεγγύς του, βασικά επειδή έχει πολύ χρήμα, περιέργως αποκτηθέν, εξ ου και φιγουράρει στην λίστα Λαγκάρντ (άκα λήστα άκα λίστα Τραγκάρντ).

- Τι κάνουν ο Παύλος κι η Μαρία, καιρό έχω να τους δω.
- Κοίτα, τον άφησε τον Παύλο γιατί ήταν λούζερ. Μόλις έχασε την δουλειά του, πήγε στο χωριό του, τα Άνω Δριμύκλανα να μαζεύει ελιές. Τώρα τα έφτιαξε με έναν λεφτά, που το φυσάει το παραδάκι.
- Ναι; Και τι επαγγέλλεται ο νέος;
- Επιχειρηματίας, είναι, στηλίστας. Με τρία ακίνητα στην καρδιά του Βερολίνου! Από τα πρώτα ονόματα στις αναζητήσεις του ΣΔΟΕ!
- Μπράβο το Μαράκι! Κελεπούρι! Ο πρώτος λαχνός της λίστας της έτυχε!

(από Khan, 30/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως σε online video games όταν διώχνεις κάποιον από την πίστα. Το βλέπουμε συχνά στα shoot em up όταν κάποιος χαλάει το παιχνίδι κλέβοντας, είναι νουμπάς ή αργεί πολύ - λαγκάρει.

Προέρχεται προφανώς από το αγγλικό ρήμα kick.

Χρησιμοποιεί cheat ο μαλάκας, κίκαρέ τον να τελειώνουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified