Further tags

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published

Το απόπιομα, αυτό που μένει από το ποτό στο ποτήρι και κατ' επέκταση το κακής ποιότητας κρασί ή άλλο ποτό. Ίσως από το ενετικό vadagno. (Δες).

Μας κέρασε βιδάνιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία του Ιονίου σημαίνει μα την αλήθεια, τω όντι.

Βεραμέντε τη σκαπουλάραμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει αλήθεια, τω όντι στην ποικιλία των νησιών του Ιονίου.

Βαραμέντε τη σκαπουλάραμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Τρομοκρατούμαι, αιφνιδιάζομαι στην ποικιλία της Λευκάδας και της Κεφαλονιάς, ιταλικής προέλευσης.

Εφκείνη σπαβεντάρισε και αρκίνησε να κλαουνίζει, και να λέει ότι δε το ’καμε ξαπόστα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατασκοπεία και το χαφιεδιλίκι. Ετυμολογία: σπιούνος < ιταλικό spione < δημώδες λατινικό spiō < φραγκικό **spehō* = κατάσκοπος < **spehōn* = κατασκοπεύω.

  1. α κοριτσια δεν σας ειπα... εκανα λιγο σπιουναζ στα φαρμακα που παιρνει η μανα μου... καλα αυτα για την πιεση και τη χοληστερινη! της εχουνε δωσει ομως και καποια αντικαταθλιπτικα, και εστειλα με φαξ στη γιατρο μου τη συνθεση! πριν που μιλησαμε γιατι η μαμα μου ως συνηθως κοιμοτανε... μου ειπε οτι ειναι εντελως απαραδεκτοι που της δωσανε αυτα τα χαπια και οτι αυτα σε κανουν σχεδον φυτο!!!!!! αυριο θα παμε να τη δει... και θα της δωσει παλι εκεινα που επαιρνε το καλοκαιρι οσο ηταν εδω!! (Σχέσεις).
  2. Τα λέγαν αυτοί οι σπιουνάζ [κατάσκοποι], που πήγαιναν, έλεγαν κι αυτά. (Βλάχοι).
  3. Το γκρουπ "Φεμίνα" έγινε διά να κερδίζουν χρήματα οι Γερμανοί διά την γερμανικήν κατασκοπείαν, παράλληλα όμως λειτουργούσε και ως κέντρον εις το οποίον εγίνετο σπιουνάζ. (Ο Αρθούρος Ζάιτς σε μεταπολεμική δίκη, βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι Δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2024, σ. 204).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος, πιθανόν εκ του ιταλικού poltrona, δηλαδή πολυθρόνα.

  1. Χαρακτηριστικά η Κατερίνα Ζαρίφη είπε: “Βεβαίως με έχει φλερτάρει. Μου έχει φέρει και δώρα. Τα πήρα γιατί ήτανε γλυκά! Κράτησε αρκετές μέρες! Θα κατέληγα βοθρόνα αν συνέχιζα, γιατί μου έφερνε συνέχεια τσουρέκια! (Φήμες).
  2. Δεν έχω βγάλει λεφτά σαν μοντέλο. Ενδυματολόγος ήμουν. Επειδή τυχαίνει να είμαι 1,78μ. και ιδιαίτερα αδύνατη – μόνο στις εγκυμοσύνες μου βοθρόνα, πήρα 40 κιλά στη Ροζαλία και 35 στον Μιχάλη και ήταν τέλεια! Γιατί τρώω τα πάντα ειδικά πατσά και κεφαλάκι που δεν έφαγαν. Δεν τρώνε μαγειρίτσα! Έπαθα σοκ! Που έχουν μεγαλώσει; Εγώ περίμενα τον παππού μου να μου φτιάξει κεφαλάκι για να τσακωθώ με τον αδελφό μου ποιος θα φάει το περισσότερο μυαλό.», αποκαλύπτει η Ζενεβιέβ Μαζαρί. (I-news).
  3. ΠΑΣ ΝΑ ΦΑΣ ΣΑ ΒΟΘΡΟΝΑ ΑΧΑΧΑΧΑ ΚΛΑΙΩΩΩΩ . (TikTok).

Got a better definition? Add it!

Published

Σεξιστικό παρωνύμιο των μελών και οπαδών της ομάδας του Ολυμπιακού ήτοι γαύρου (ή και της ίδιας της ομάδας) που παρομοιάζονται με κορασίδες με το ιταλικό όνομα Γκαμπριέλα ή Γαβριέλα κατά εξελληνισμό.

Και στον μικρό τελικό και στο πρωτάθλημα θα τη νικήσουμε τη Γαβριέλα.

Got a better definition? Add it!

Published