Further tags

Στη λογική του «είσαι Θεός, τι Θεός, ημίθεος και βάλε», ο ανθυποτεράστιος είναι μεν τεράστιος, γίγας, ογκόλιθος ένα πράμα, αλλά όχι μόνο. Βάζοντας το πρόθεμα ανθυπο-, το ανυποψίαστο θύμα-αποδέκτης της εν τέλει φιλικής αυτής προσφώνησης, θεωρεί ότι ο συνομιλητής του τον έχει αναβιβάσει σε στάτους γκραν γαμάω κι ακόμη παραπάνω.

Το πρόθεμα ανθυπο- έχει και άλλες χρήσεις πέραν του ανθυπολοχαγού και του ανθυποαρβυλοφύλακα, όπως αυτή του ανθυποτίποτα, η οποία σε αντίθεση με την ως άνω περιγραφόμενη δεν είναι καθόλου φιλική και ο άρτι χαρακτηρισθείς ως «ανθυποτίποτας» μπορεί και να τα πάρει κανονικά και με το νόμο στο κρανίο.

- Γεια σου ρε Τασούλη παιδαρά.
- Γεια σου ρε Μήτσο ανθυποτεράστιε. - Ναι, ναι ρε Τασούλη, τεράστιος και βάλε λέμε. Τι χαμπάρια ρε δικέ μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξύ του συγκριτικού βαθμού και του υπερθετικού, υπάρχει ένας μάλλον άγνωστος βαθμός, ας τον πούμε συγκριτικότερο, ο οποίος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Στην περίπτωση του επιθέτου καλός η κατάσταση (θεωρητικά) έχει ως εξής:

καλός >>> καλύτερος >>> κάλλιστος (ή άριστος)

Επειδή ο νεοέλληνας δεν μπορεί με τους τρεις αυτούς βαθμούς να κάνει δουλειά, αρέσκεται να χρησιμοποιεί και το «πιο καλύτερος", κατά τα πρότυπα του «πιο καλός» που είναι εναλλακτική μορφή του «καλύτερος». Αλλά μεταξύ μας, το «πιο καλύτερος» κάνει λίγο βλάχικο, λίγο τα ελληνικά δεν είναι και το φόρτε μου ρε αδερφέ... Enter καλυτερότερος: Εύηχο, περιγραφικό, με σωστές αποστάσεις από τους όμορους βαθμούς, μέγκλα, τζαμιροκουάι ρε παιδί μου.

Σημείωση: Προφανώς ο συγκριτικότερος βαθμός δεν ισχύει μόνο για το καλός, -ή, -ό, αλλά για πλείστα όσα επίθετα, διευρύνοντας τα όρια της ελληνικής γλώσσας ακόμα περισσότεροτερο. Παραδείγματα ακολουθούν παρακάτω.

1
- Γαμάτο το ταβερνάκι μωρό μου.
- Στα καλυτερότερα σε φέρνω μανίτσα μου. Παίζει καμία πιπίτσα αργότερα;

2
ΨΗΛΟΣ >>> ψηλοτερότερος
ΜΑΚΡΥΣ >>> μακρυτερότερος
ΚΟΝΤΟΣ >>> κοντυτερότερος
ΜΑΛΑΚΟΣ >>> μαλακοτερότερος
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ >>> βασιλικοτερότερος
ΚΑΚΟΣ >>> χειροτερότερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξέλιξη της έκφρασης είσαι ωραίος η οποία είναι
είσαι κατα στάδιο η εξής:

ωραιος -> σ'ωραίος-> σωραίος -> ναζωραίος -> ζαγοραίος-> ζαγοράκης

Σημειώνεται δε ότι από έγκριτους γλωσσολόγους θεωρείται αναμενόμη εξέλιξη του όρου καθώς ο πρώην αρχηγός της Εθνικής Ελλάδος και νυν πρόεδρος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ Θοδωρής Ζαγοράκης είναι ο πιο άντρας, πιο γόης, πιο σκληρός, πιο μοβόρικος και με την καλύτερη χαίτη από όλους (με την εξαίρεση ίσως του επιθετικού της Bayer Leverkusen και συνέλληνα Θεοφάνη Γκέκα) και ωσεκτουτού θεωρείται από τους ειδικούς φυσιογνωμιστές όπως ο Evan Georgoulakis η προσωποποίηση της έκφρασης «είσαι ωραίος».

– Που λες Μάκη... Ψε η καλύτερη μερά... Πήγα είδα ΠΑΟΚ, νικήσαμε, τσάκισα δυο κυπριακές με γύρο στο Μάκης Γκριλ μετά και στο καπάκι τακτοποίησα και την Ρίτσα να μην γκρινιάζει...
– Με τις Κυπριακές στο στομάχι ρε Θηρίο;
– Ε, τι σε λέω...
– Ψψψψ, Ζαγοράκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ενθουσιασμένος, έχω πωρωθεί. Παράβαλλε και κόβω τις φλέβες μου

- Τελικά εσένα σ' άρεσε το τελευταίο των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς;
- Ε, εντάξει... Δεν τραβάω και τα βυζιά μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού από οπαδούς του Ηρακλή (και όχι μόνο) για τον Βασίλη Χατζηπαναγή, συνδυάζοντας τα θεία με το επώνυμο του επονομαζομένου «μάγου της μπάλας».

- Τι σέντρα έβγαλε το άτομο πάλι ρε πούστη μου; Έλα αγόρι μου, έλα!
- Χριστέ και Χατζηπαναγιά μου! Βάλ' το ρε Βάσια!

(από acg, 10/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού για μεγάλα, εντυπωσιακά και χυτά βυζιά.

- Κοίτα τις βυζάρες της νάρας απέναντι!
- Όμιτζι, Βύζους Κράιστ!

(από electron, 08/01/10)(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα! Με τρέλα! Απολύτως, εντελώς!

  1. - Λέω να πάρω τα κορίτσια να πάμε για κάνα ποτό, είσαι μέσα;
    - Για πλάκα! Το ρώτας;

  2. - Τριανταφυλλίδης είπες; Πόντιος είσαι;
    - Ναι ρε, για πλάκα!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρό σαν βράχος στήθος (κατά το βραχονησίδα).

- Καλό το γκομενάκι Νίκο...
- Καλά έχει μια βραχοβυζίδα, σκέτη Ίμια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified