Further tags

Το κόμμα τού Πάνου, άκα οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες».

Συνθέτει, μαζί με το ΣφΥΡΙΖΑ, τα Χρυσά Αυγά και Το Κόμμα, ένα αρραγές αντιμνημονιακό μέτωπο που θα στειλει τους τροϊκανούς πίσω στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και θα μάς φέρει την ισότης.

- Ξαφνικά πετάγεται μία τσουτσού, ιδρύει κόμμα μέσω του fb (trenty) και τσουπ, να ο σωτήρας, να ο μεσσίας, να όλα τα κανάλια πάνω του, να και 45.000 Έλληνες να κάνουν «Like».... Φυσικά όλοι αυτοί δεν είναι απλά Έλληνες, είναι Καμένοι Έλληνες... (εδώ)

- ΤΙ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΣΤΑ 19 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΤΩΡΑ; ΚΑΙ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΤΩΡΑ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΑ ΕΚΑΝΕ ΕΠΙ 19 ΧΡΟΝΙΑ; ΔΕ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΛΙΓΟ ΡΕ ΚΑΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ; ΟΡΝΙΑ Ε ΟΡΝΙΑ....
(εκεί)

- ΧΑ, καμενοι Ελληνες, ΝΔουλικα, υποστηριζουν την αμεση ανακυρξη της ΑΟΖ. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η βλακεία φτάσει στο απροχώρητο και το επόμενο στάδιο είναι η μαμακία!

Μήτσος: - Ρε, να σου πω... Χθες βράδυ που μάμησα την μπαζόλα την Μαριλού,ξ έχασα να βγάλω τη καπότα... Και την θυμήθηκα τώρα!!! Να τη!
Ανδροκλείδωνας: - Καλα... 'Ντάξ... Εσύ λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τρίο κωμικών ηθοποιών The Three Stooges, που έδρασαν στην Αμερική στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα: Λάρυ, Μόε, Κάρλυ.

Χρησιμοποιούσαν χοντρά αστεία, φυσικό χιούμορ. Οπότε μπορεί να λέγεται για τρίο Αγίας Παρασκευής ή για σάρα, μάρα και κακό συναπάντημα, ή για γελοίους, γκροτέσκους τύπους. Βλ. και τον άλλο ορισμό για τα περαιτέρω.

Τι κάθονται εκεί αυτοί οι μπαγλαμάδες σαν το Τρίο Στούτζες;

(από Dirty Talking, 07/02/09)Και ναζιάρηδες (από Dirty Talking, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικώς, παραπέμπει όχι σε κάτοχο συνδρομής, αλλά συνδρόμου, και πιο συγκεκριμένα του συνδρόμου down (τρισωμία 21).

Οι πάσχοντες από το εν λόγω σύνδρομο παρουσιάζουν συμπτώματα όπως μειωμένη πνευματική ανάπτυξη και μογγολοειδή χαρακτηριστικά.

Για τον λόγο αυτό, ως συνδρομητής χαρακτηρίζεται, με μειωτική διάθεση και σε politically incorrect πλαίσια, άτομο με παρόμοια χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως του αν αυτά προέκυψαν από την εν λόγω ή άλλη ασθένεια, ή από φαινόμενα όπως reality tv κλπ

  1. (αναφερόμενο σε πάσχοντα του συνδρόμου)

-Φίλε τον τύπο πίσω τον κόβω για συνδρομητή.
-Σκάσε ρε μαλάκα, λ-j-ίγο σεβασμό.

  1. (αναφερόμενο σε φορέα του πρωτόζωου Stefanidou)

-Ρε συ, ο Σπύρος δεν υπάρχει, 10 φορές του το είπαμε και πάλι ξέχασε τα εισιτήρια.
-Αφού είναι συνδρομητής, τι του τα έδωσες και εσύ μωρέ μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με μυαλό κότας και μεγάλα... μπαλκονια.

- Αυτή η Βέρα ρε παιδιά είναι κορμάρα μπαλκονάτη, αλλά μόλις ανοίξει το στόμα της τρέχεις και δεν φτάνεις. Αμολάει τις κοτσάνες με ρυθμό οπλοπολυβόλου! Σκέτο βυζόμπαζο το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόκος, ο μπουνταλάς, ο μπουμπούνας, το χάπατο. Τύπος αφελής, χοντροκέφαλος και πεισματάρης.

Πάντα στο ουδέτερο, το ντουρντουβάκι. Βορειοελλαδίτικη λέξη. Ειδικότερα, συνηθίζεται στην Ανατολική Μακεδονία - και υπάρχει λόγος για αυτό.

Η λέξη χρονολογείται από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή. Πολλούς νέους τότε οι Βούλγαροι τους έπαιρναν ομήρους και τους έστελναν στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα. Οι όμηροι αυτοί λεγόταν ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι είναι παραφθορά του βουλγάρικου тру̀дови войски, τρούντοβι βόιτσκι = τάγματα εργασίας ή, ίσως, του тру̀дов войник, τρούντοβ βόινικ = φαντάρος αγγαρείας. Ανάλογα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν τα τάγματα σκαπανέων στη Μακρόνησο.

Γι΄αυτούς που υπηρέτησαν στα βουλγάρικα τάγματα εργασίας, το όνομα ντουρντουβάκια έγινε μετά την απελευθέρωση τίτλος τιμής. Αλλά, οι αγγαρειομάχοι είναι πάντα παιδιά ενός κατώτερου θεού - και η λέξη αναπόφευκτα κράτησε και την απαξιωτική σημασία που είχε και το тру̀дов войник στα Βουλγάρικα.

  1. - Μα τι ντουρντουβάκι είσαι... τι πόντιος... αντί να μου πάρεις τηλέφωνο για να το προλάβω...μα είναι δυνατόν...! (Από φόρουμ)

  2. Τώρα θα πεις: και πού πάει η ιδεολογία; Ε, είπαμε και αυτή είναι καλή, όταν ταιριάζει ο ωροσκόπος και όταν ο οπουρτουνισμός το επιτάσσει, ενώ πάντα τα ντουρντουβάκια υπακούουν στο όνομα της σοφίας του κόμματος. (Δ. Σκαμπαρδώνης στην εφημερίδα «Μακεδονία», 07/12/08)

  3. Για να μην υπάρξει αντίσταση οι Βούλγαροι έπαιρναν όλους τους νέους σε τάγματα εργασίας, τα Ντουρντουβάκια (στα βουλγάρικα μπουνταλάς στρατιώτης), 70.000 συνολικά παληκάρια.

Τα ντουρντουβάκια τα έπαιρναν στη Βουλγαρία για καταναγκαστική εργασία, μέσα στο λιοπύρι, στα βουνά και τους κάμπους φτιάχνοντας δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, με πενήντα δράμια νερό κάθε δύο ώρες, με ελάχιστο φαγητό και άγριους ξυλοδαρμούς. Οποιος απαρνιόταν την Ελληνική καταγωγή και γραφόταν Βούλγαρος γλύτωνε από όλα αυτά.

(Από συνέντευξη του Δημήτρη Μπατσιούλα, συγγραφέα του βιβλίου «Τα Ντουρντουβάκια»)

Όμηροι σε βουλγάρικο τάγμα εργασίας (από poniroskylo, 20/03/09)Το εξώφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπατσιούλα (από poniroskylo, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική σύνθετη λέξη από τη Λιμνούπολη του Μίκυ Μάους, η οποία εκφράζει ό,τι και τα δύο συνθετικά της: κούφιο+κεφάλι, ήτοι άδειο κεφάλι. Συνώνυμο του χαζού, του ανεγκέφαλου.

  1. Σχόλιο από forum:
    Καλημέρα, Εντάξει φίλε μου Tsikis,τώρα μάλιστα...κατάλαβα και ζητώ συγνώμη αν μοιάζω λίγο για κουφιοκεφαλάκης και δεν κατάλαβα απο την αρχή τι εννοούσες. Εγώ ήθελα να μάθω το πρόγραμμα /λεπτομέρειες.... να μπώ στη σκέψη αυτών που έφτιαξαν το προγραμμα για σένα, έτσι που αν χρειαστώ ξανά ή άν χρειαστεί κάποιος φίλος και ζητήσει την δική μου συμβουλή να ξέρω σωστα να υπολογίσω (γιαυτό επέμενα στις λεπτομέρειες) και να είμαι σiγουρη γιαυτό που θα πω. Σου ζητώ ξανά συγνώμη άν σε ζόρισα για να μου πείς στο τέλος αυτό που ήθελα.

  2. Έτερο σχόλιο από forum:
    Τώρα ο κουφιοκεφαλάκης περιμένει τις εισροές από τους πράσινους επιχειρηματίες που μαζεύονται γύρω του για να ξεχρεώσει το κόμμα.
    Μου αρέσει που θέλει να «τακτοποιήσει» και τα οικονομικά όλόκληρης της χώρας. Χριστός φυλάξοι, φτού. φτού, ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι χαμηλής νοημοσύνης, κοινώς χαζός, και το χρησιμοποιούμε σε αυτούς που λένε βλακείες ή περπατάνε στα χαμένα σαν να βρίσκονται σε ύπνωση.

  1. - Δες πώς πάει αυτός ο πίγκας...!

  2. - Πω, τι πίγκας είναι αυτός...!

  3. - Σταμάτα ρε πίγκα, όλο βλακείες λες...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".

Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.

  1. Η καθοδική μας πορεία στο σπιράλ του θανάτου ίσως μας αναγκάσει να ξυπνήσουμε από την ληθαργική μας αφασία και από την υπνοβασία στο κενό και στο τίποτα. Εάν ο κάθε φραπεδόμαγκας και καφεδορουφήχτρας, εάν ο κάθε βλιτομάμμας και λουκουμομπεμπές, αν η κάθε κυρία με την ναρκισσιστική της πείνα, αν ο κάθε βαρδαλαμπούμπας με την ρηχή σκέψη και τις βαθιές τσέπες, εάν ο κάθε μεταπολιτευτικός αριστερούτσος με τα ιδεολογικά του αεροκοπανήματα, αν ο κάθε βολεμένος και βλαμμένος… αν όλοι μας δεν κάνουμε μία βουτιά σε βαθιά και θολά νερά και δεν καταλάβουμε ότι οι σημερινοί τοκογλύφοι δολοφονούν και σταυρώνουν τους λαούς στο όνομα της τοκογλυφίας, την οποία φροντίζουν να νομιμοποιούν και να Θεοποιούν οι συνειδητά Α-συνείδητοι συνεργάτες τους θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. (Εδώ).
  2. Ο Βαρδαλαμπούμπας κοντόχοντρος και ολοστρόγγυλος άνθρωπος, μόνιμα με ένα κουβανέζικο πούρο στο στόμα, μάλλον υποκατάστατο της πιπίλας. Ήρθε με μία Πόρσε του κουτιού. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ έξυπνος για να καταλάβεις ότι είναι από αυτούς πού προτιμούν την κόλαση της αλαζονείας απ το ξεφάντωμα των αγγέλων. Βαρδαλαμπούμπας ο πάμπλουτός με τη διπλή ηθική. Ανέντιμος κάθε Δευτέρα, Τετάρτη Και Παρασκευή και η παραμυθία της εντιμότητας κάθε Τρίτη , Πέμπτη και Σάββατο. Την Κυριακή έβαζε την μάσκα της προσωπικότητας και πήγαινε στην εκκλησία να την αφιερώσει στον ΘΕΟ. -Είσαι καλά; Λέει από συνήθεια ο Βαρδαλαμπούμπας στον μαλακοπίτουρα.
    -<<Δόξα τω Θεώ , καλά είμαι>>. -Το βλέπω. Έχεις περιοριστεί στον άρτο τον επιούσιο, μη τυχόν και σού έρθει η όρεξη και για κάτι παραπάνω.
    -Ίσως στον επουράνιο παράδεισο. -Ναι Μαλακοπίτουρα ως τότε θα μένεις για πάντα έξω από τον παράδεισο στη Γή. (Υπαρξιακός διάλογος για το νόημα της ζωής μεταξύ του κου Βαρδαλαμπούμπα και του κου Μαλακοπίτουρα εδώ).
  3. ΒΑΡΔΑΛΑΜΠΟΥΜΠΑΣ: Ειρωνικός χαρακτηρισμός των ελαφρών, των θορυβωδώς ανοήτων, των επιδερμικών και αταλάντων του φαίνεσθαι αντί του είναι, προθύμων πελατών και επικινδύνων υπηρετών, που επιτυχώς ανά την Ελλάδα έχουν εγκαθιδρύσει την γενεσιουργό τους αιτία, την συνωμοσία της μετριότητος , αναδεικνύοντας καθησυχαστικά και περιφέροντας σε κάθε χώρο ως αποδεκτό πρότυπο την κολοβή αξιοπρέπειά τους. Εκ της με εντυπωσιακή ηχητική Ενετικής εκφράσεως της πυροβολικής varda la bomba , ( ας την φανταστούμε ως ηχηρά διαταγή "vaaaaaaaardaa la bombaaaaa" που θα ανέμενε κανείς σε σπουδαίους με σπουδαίο να επιτελέσουν έργο να απευθύνεται -πλην όμως...) που σημαίνει ...δακτυλήθρα, εν προκειμένω δε δακτυλήθρα εκ μαλακού δέρματος, την οποία οι υπηρέτες και ανίκανοι δια να εκτελέσουν σημαντικότερο έργο φορούσαν στον αντίχειρα της δεξιάς προκειμένου να καθαρίσουν τα πυροβόλα των αληθινά μαχομένων. Συναντά καθημερινά ο καθημερινός Έλληνας τέτοιες κομπορρημονούσες "δαχτυλήθρες" του αντίχειρα και ευγενώς δεν χρησιμοποιεί τον μέσο του.- (Έεεετσι).
  4. Η περσόνα της Παρασκευής: Θοδωρής Κανελλόπουλος (Θεοδωρής, ντοριρίς, βαρδαλαμπούμπας). (Εδώ).
  5. Ο νεαρός πετεινός Κικιρής, ο φιγουρατζής κόκορας κυρ-Βαρδαλαμπούμπας, ο φασαριόζος σκύλος Μουντζούρης είναι οι ήρωές μας. (Από το παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα "Στο Κοτέτσι", βλ. εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified