Selected tags

Further tags

  1. Τραχειά και κάπως ντεμοντέ σλανγκιά για την ωραία και προκλητική γκόμενα. Την αποκαλούμε έτσι γιατί είναι δεδομένο ότι δεν πέφτει έρωτας εκεί, αλλά πούτσος. Κάτι καλύτερο από το τρύπα πάντως.

Για νέες ηλικίες: μουνάκι.

Συνώνυμα: αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι.

  1. Ο τριμαλάκας, το αρχίδι, ο μουνίκακας, ο πουτανόψυχος -και πάει λέγοντας.

Και τα δύο λέγονται και από γυναίκες.

Αν είναι δυναμό, δεν το είχαμε με τη σημασία αυτή.

  1. - Ωραίο μουνί η Τερέζα.
    - Μη σ' ακούσει μόνο να τη λες έτσι.
    - Μμμμ, σιγά την παρθενοπιπίτσα...

  2. - Και κει που ήμασταν, σκάσανε τρία μουνάκια και δεν είχε πού να καθίσουνε και καθίσανε στο τραπέζι μας και...
    - Και μέσα σε πέντε είχες γαμήσει στις τουαλέτες;
    - Ναι! πού το κατάλαβες; - Αφού σε έχω γεννήσει ρε μαλάκα άντρα!!

  3. - Είσαι και πολύ μουνί ρε φίλε, το ξέρεις;
    - Ποιον είπες μουνί ρε μουνί;

(από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη την οποία ουδέποτε κατανόησα για να είμαι ειλικρινής, αν και λέγεται κατά κόρον (λεγόταν στα ογδόνταζ πιο πολύ).

Δεν είναι η γνωστή μας μουνίλα, η δε κατάληξη -ίκλα δεν έχει εδώ τον ρόλο που έχει στα άλλα εις -ίκλα (βλ. σχόλιο στο συντηρίκλα). Είναι κάτι σαν υπερθετικός της ύβρεως μουνί, νομίζω.

Εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι είναι λέξη «αμηχανίας»: υπάρχουν στιγμές που θέλουμε να εκφραστούμε έντονα και μας βγαίνει μια λέξη η οποία όμως δεν επαρκεί, πάμε να την εμπλουτίσουμε μεγαλώνοντάς την με κάποιο συνθετικό ή προσθέτοντας άλλες λέξεις στο πλάι της, αλλά φρενάρουμε γιατί δεν μας έρχεται τίποτα στο μυαλό και τελικά γαμιέται το θέμα και λέμε μια ανύπαρκτη μαλακία και μισή. Κάπως έτσι μου φαίνεται ότι δημιουργήθηκε αυτή η λέξη. Φρέναρε στο -κ- και μετά πήρε αναγκαστική κατάληξη.

Παρόλ' αυτά είναι βαριά βρισιά.

ΕΣΥ είσαι το κομματόσκυλο, χοντρομαλάκα της δεκάρας, μουνίκλα της βροχής. (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για γκόμενα που έχει περιέλθει σε απελπισία από παρατεταμένη αγαμία. Μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία και έχει επειγόντως ανάγκη από σέρβις. Η έκφραση σχηματίζεται κατά το χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο από απελπισία. Οι γυναίκες δεν έχουν μεν κάτω κεφάλι, όμως το μουνί είναι άργκιουαμπλjυ ένα κέντρο της προσωπικότητας, ιδίως όταν τις πιάνουν τα μουνικά τους, (πρβλ. και ετυμολογία της υστερίας από την υστέρα) οπότε τέσπα, αυτό έχουν, αυτό βαράνε, ακόμη κι αν σαν εικόνα είναι τιραμισουρεαλιστική.

Πάσα: Vikar.

- Τι κάνει η Μαριλού;
- Απ' όταν την άφησε εκείνος ο τραγουδιστής, δεν τα έχει φτιάξει με άλλον. Και πάνε τέσσερα χρόνια!...
- Καλά, θα χτυπάει το μουνί της στον τοίχο, μιλάμε...
- Ναι, αλλά είναι και δύσκολη, δεν της αρέσει ο ένας, δεν της αρέσει ο άλλος... Ήθελε οπωσδήποτε καλλιτέχνη...

Κορίτσια χαϊδεύουν ένα χταπόδι (από Vrastaman, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία λέξη που που ζυγίζει τόνους. Μία λέξη προσβλητική όσο δεν πάει παραπέρα. Αυτή η λέξη λέγεται μόνο σε εξαιρετικά συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν αναφερόμαστε σε ξεσχίστου τύπου γκόμενες ή σε σκύλες ανέραστες που γαμιούνται με πολύ λαό και, από τον πολύ πούτσο, τσιγάρο και ξενύχτι, η φάτσα τους έχει πάρει την κάτω βόλτα. Χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι είναι άσχημες.

- Καλά ρε τι μουνί ήταν αυτό δίπλα μας στο bar;
- Α μωρέ και εσύ όλες τις χυσομούρες κοιτάς που γαμιούνται σαν σκυλιά και έχουν περάσει από 30 χέρια!

Το Cif είναι ο φίλος της καλής νοικοκυράς (λινκ ντε) (από Khan, 04/02/11)Γιουσομούρια. (από patsis, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικός γυναικότυπος βυζουμπάτης πιπινέζας με κορμί που, πολύ απλά, γαμάει. Εκ των τούμπανο και πουτσομεζές.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζω ότι πρόκειται για ανενδοίαστη λεξιπλασία, και ευχαριστώ τον Κηάν για την έμπνευση (βλ. μικρός τουμπανιστής).

- Δεν έχω λέξη για πιπινέζα με μεγάλο στήθος και τούμπανο σώμα. Πώς θα ονόμαζες αυτόν τον γυναικότυπο;

- Ξερωγώ; Μπάσο τούμπανο; Βυζοτύμπανο; Ταμπουρομούνα; Κοντό μουνί όλο βυζί; Τουμπαμάρω; Τουμπανομεζές;

- Προκρίνεται το τουμπανομεζές με διαφορά, το μεζές περικλείει το χαμηλό ανάστημα, κατά το πουτσομεζές, ενώ το τούμπανο περικλείει και το πληθωρικό στήθος και την εκγύμναση, ωραία θα κοιμηθώ ήσυχος απόψε...

(συζήτηση καμένων σλάνγκων)

Τουκανισμός: Έχει 1.55 ύψος. (από Khan, 05/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδάκι. Δεν χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός του μικρού παιδιού, αλλά κάποιος που βρίζει στην καθημερινότητά του θα την χρησιμοποιεί για παιδιά.

- Καλά ρε, από ένα παιδί νικήθηκες;
- Πω, καλά νικήθηκα. Και; Δεν χάνω κάθε μέρα.
- Εντάξει να μην νικάς κάθε μέρα. Αλλά να χάνεις από ένα μουνάκι σαν τον Γιαννάκη; Καλά, αυτός θα γίνει μεγάλος μάγκας όταν μεγαλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς λέει ο Τερζής «ρώτησα τα μάτια μου» -καμία σχέση.

Σημαίνει πως βαριέμαι τόσο πολύ να σου απαντήσω στην μαλακία ερώτησή σου, που ζητάω από τον πούτσο μου να μου πει την απάντηση, που μάλλον θα είναι αρνητική. Σα να λέμε τράβα να δεις αν έρχομαι. Όπως λέει και η διαφήμιση: «Δε Νομίζω Τάκη».

  1. Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
    κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
    κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω
    κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω.
    (Γ. Καραϊσκάκης)

  2. Να έρθω πάλι να μουχλιάσουμε στης Πόπης και να μην βγω με τα μικρά από το Χαλάνδρι;... Κάτσε μισό να ρωτήσω την πούτσα μου; Μπα, Δε Νομίζω Τάκη.
    (Εγώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαλακό πακέτο μάρλμπορο. Κατάλληλο για κωλόμπαρα όπου συχνάζουν μόνο πρώην φυλακισμένοι με τατουάζ της πούτσας.

3ο πακέτο καύλορο από το πρωί και το στόμα δηλητήριο.

βλ. και Μάλμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλόγερος / καυλόγρια, δηλαδή γύρω στα 50 με 60-65, μαλλί βαμμένο ό,τι νά 'ναι και καυλερό ύφος και look σαν να ήταν τζόβενα. Μπορεί να ανήκουν στην κατηγορία και κάποιες περιπτώσεις των 45 ετών.

  1. Για δες την καυλόγρια που έιναι τίγκα στην πατσά και το παίζει και μιλφάρα. Το στρινγκάκι της έλειπε και το κολάν.

  2. Η Μάρω από τότε που πήγε στο ΤΕΙ στην Άρτα νταραβερίζεται με έναν καυλόγερο με μια αλβανική μπέμπα κάμπριο.

David Coverdale, η ενσάρκωση του γεροντότεκνου- καυλόγερου (από Sasa, 13/02/11)

βλ. και ξεκωλόγρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας ουσιαστικά τον ορισμό του μαμάκιας:

1. Η έκφραση κάνει κάτι κλύσμα (αποφεύγω το α’ πρόσωπο γιατί σπάνια χρησιμοποιείται σε αυτό οπότε κι αλλάζει νόημα) σημαίνει:

α) ό,τι και τα: «χώνει κάτι στον κώλο / πάτο του», «βάζει κάτι στην τρύπα / κωλοτρυπίδα του», οπότε και:

  • μπορεί να τα αντικαθιστά σαν κυριλέ(!;) κορεκτίλα.
  • εκτοξεύεται επιθετικά προς κάποιον ακυρώνοντας ο,τιδήποτε προσπαθεί να μας επιβάλει καταναγκαστικά, είτε γιατί το θεωρούμε μούφα, είτε γιατί γενικότερα μυριζόμαστε καραπουστιά, οπότε προκειμένου να μας γαμήσει (μ’ αυτό), τον στέλνουμε να γαμηθεί (μ’ αυτό).
  • χωρίς τον επιθετικό τόνο, παίρνει χαιρέκακη χροιά, οπότε υπονοείται πως κάποιος έκανε μια λάθος κίνηση/επένδυση που δεν του ‘κατσε, αλλά στ’ αρχίδια μας κι ας πρόσεχε.

    β) ό,τι και το κάνει κάτι γαργάρα.

Λέγεται όταν κάποιος επιδεικνύει εξαιρετικά ευλύγιστες ηθικές αρχές (χέζοντάς τες με χαρακτηριστική ευ-κωλία), αρπάζοντας μια αμφιλεγόμενης νομιμότητας ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.

2. Σε εκφράσεις τύπου:

  • ο Α κάνει στον Β κάτι κλύσμα σημαίνει πως ο Α καταγαμάει / συφιλιάζει / πρήζει τ’ αρχίδια του Β με κάτι, σε βαθμό υπερβολικό κι αφόρητο.
  • Τρώω κάποιον / κάτι κλύσμα που είναι σχεδόν ισοδύναμο του τρώω κάποιον / κάτι στη μάπα.

    Λέγονται τόσο για τραγούδια, διαφημίσεις και λοιπά καταναλωτικά αγαθά, όσο και για πρόσωπα που υπερπροβάλλονται απ’ τα ΜΜΕ σε σημείο πλύσης εγκεφάλου. Άλλωστε είναι εύκολος ο συνειρμός μεταξύ των ζευγών «πλύση εγκεφάλου – βιασμός διάνοιας» και «πλύση του ορθού - παρά φύση βιασμός».

Εννοείται, πως η ποιότητα των εν λόγω προϊόντων που ενίοτε αποκαλούνται κι αυτοτελώς κλύσματα είναι του κώλου / για τον μπούτσο.

Συχνά παίζουν και τα βάζω/φορώ/τρώω στη θέση του κάνω.

Παρεμπιπτόντως, ο στίχος των Going Through «...Μην ψάχνεις για βύσμα δε γλιτώνεις το κλύσμα...» απ’ το άσμα τους «301 και σήμερα», έχει αγγίξει αρκετές φανταρίστικες χορδές.

3. Στα φωτογραφικά σινάφια αποτελεί μεταφορά στα Ελληνικά της μεθόδου Rocket Blower για καθαρισμό της σκόνης από τον αισθητήρα (νταξ από το φίλτρο που βρίσκεται μπροστά του) σε φωτογραφικές μηχανές DSLR. Είναι φτηνή, ασφαλής, κι συνήθως αποτελεσματική λύση, που πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του εκτοξευτή αέρα που χρησιμοποιείται με το γνωστό εξάρτημα που, εκτοξεύοντας νερό ή ό,τι άλλο, βοηθά στην πραγματοποίηση του κλασικού κλύσματος (βλ μήδι).

Παρεμπιπτόντως, το εν λόγω εξάρτημα λέγεται (σύμφωνα με το Κερκυραϊκό λεξικό) στα Κερκυραίικα «σερβιτσ(ι)άλι» απ’ το ιταλικό serviciale.

  1. Πίσω απ' την κουρτίνα ένα βρίσκεται ο Τέρρυ, ο παράξενος θεός του που μπορεί να είναι καλός και πανάγαθος, αλλά θυσιάζει και δυο χιλιάδες μπόμπιρες στην καθισιά του, και οι πιο παράξενες απόψεις του που μπορεί να λένε σε θεωρητικό επίπεδο για αγάπη και αδερφοσύνη, αλλά αν δεν πιστεύεις στον θεό του, θα σε πάρει ο οξαποδώ και θα σου κάνει κλύσμα τις άρπες των χερουβείμ.

  2. - Και πόσο το μαλλί; - Αδερφέ για σένα μόνο 550 ευρώπουλα. - Πάρτο και κάντο κλύσμα το μαρτζαφλέρι σου που θα μου πεις 550. Μοιάζω για χθεσινός ρε;

  3. ...και την τεχνολογία της activa 2 τι θα την κάνουν που την έχουν έτοιμη στο συρτάρι;
    - Να την κάνουν κλύσμα.

  4. Έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ψηφίσω ποτέ (X- κόμμα), βασικώς το απαγορεύει η αισθητική μου. Αλλά η αισθητική μου δεν μου απαγορεύει να την κάνω κλύσμα όταν το (X- κόμμα) μου προσφέρει ταξιδάκι.

  5. Η ίδια ερώτηση συνεχώς: ‘πηγες στο Μall;’ ‘όχι’ ‘να πας! Είναι σούπερ, είναι καταπληκτικό, είναι μεγάλο…’. Σ’ αυτό το τελευταίο, το μέγεθος, επιμένουν όλοι. ‘πάμε στο Μall;’ ‘γιατί;’ ‘έτσι, να χαζέψουμε’ ‘όχι ρε, εγώ δεν πάω, ούτε πρόκειται…’ ‘γιατί;’ ‘γιατί μας το έχουν κάνει κλύσμα και σε κάτι τέτοια είμαι αντιδραστικιά, με πιάνει το πείσμα μου’.

  6. Προσωπικώς, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το Χ... Όσο καιρό τον έκραζα δεν ήταν για το καλλιτεχνικό του έργο αλλά για την υπερπροβολή του και την υπερκατανάλωσή του. Ευτυχώς έχει παρέλθει η εφιαλτική εκείνη εποχή όπου μας τον είχαν κάνει κλύσμα: Χ. στην Τιβί, Χ. στο ραδιόφωνο, Χ. στο περίπτερο, Χ. στον ΟΤΕ, Χ. να δίνει τραγούδια σε όλους.

  7. Το πρώτο και μεγαλύτερο hit single των Roxette. Μαλάκα, θυμάσαι μέχρι το 2005 τι κλύσμα τους τρώγαμε; Απίστευτο.

  8. Δεν εκφράζω καμιά πίκρα αλλά είναι άθλιο για το μέλλον του τραγουδιού να συμμετέχουν οι παραγωγοί του ραδιοφώνου σε συντονισμένα κλύσματα όπως αυτό το τελευταίο κλύσμα με το «Πάρε με αγκαλιά και πάμε» του Χ. με την Α.. Όταν στον ίδιο δίσκο υπάρχει το «Σαν Αεράκι» που είναι αριστούργημα αλλά δυστυχώς δεν είναι στις προτεραιότητές τους.

(Πλην του 2., όλα απ' το δίχτυ)

Σύγχρονο σερβιτσάλι για να κάνεις κλύσμα σε μηχανή DSLR (από sstteffannoss, 13/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified