Selected tags

Further tags

Ρήμα της κρητικής διαλέκτου, που χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο της παθητικής φωνής, «λιγωμαριάστηκα, λιγωμαριάστηκες κλπ».

Σημαίνει ότι κάποιος έχει καταναλώσει τόσο μεγάλη ποσότητα γλυκών που του έρχεται αναγούλα.

Συνώνυμο, το «λιγώθηκα», αν και σε άλλο ορισμό, έχει εύστοχα σχολιαστεί πως το «λιγώθηκα» σημαίνει και λαχτάρησα κάτι πάρα πολύ, πράγμα που δεν ισχύει για το «λιγωμαριάστηκα».

Έφαγα ένα δίλιτρο παγωτό και λιγωμαριάστηκα, γι' αυτό έχω τον κουβά από δίπλα, για να είμαι σε ετοιμότητα όταν θα μου έρθει ο εμετός.

(από ironick, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης «μπριζόλα», «μπριτζόλα» ή «μπριζολίδιο» σημαίνει η μπριζολοειδής, αλλά δυσάρεστη μυρωδιά που αναδύεται κατά τη καύση τιγρέ σπορακίων κάναβης, που έχουν παραπέσει στο «γάρο» ή «μπάφο» ή «κανόνια» κατά το στρίψιμο κάτω από δυσμενείς συνθήκες (βροχές, πάρκα, σκοτάδι, σε εξωτερικούς χώρους κ.λ.π.)

-Άντε γεια μας και οι μπάτσοι μακριά μας.
-Πω ρε μαν τι μπριζόλα είναι αυτήηη μύρισε τ' αμάξι!

Προφανώς (;) η κομμέ εκδοχή. (από xalikoutis, 26/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Νόστιμο ψάρι που μοιάζει με τον τόνο και την παλαμίδα με επιστημονική ονομασία auxis. Το είδος auxis thazard ζει σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο. Παρεμπιπτόντως, έχουν βρεθεί απολιθωμένα λείψανά τους σε στρώματα του ολιγόκαινου και του μειόκαινου, σε περιοχές της Αυστρίας και της βόρειας Βαλκανικής.

2. Χοντρό ροπαλοειδές (κι όχι μόνο) κομμάτι ξύλου, ο γνωστός κόπανος, στο ουδέτερό του.

3. Το αρχίδι, κατά Λευκάδα μεριά. Οπότε και μειωτικός χαρακτηρισμός προς άτομα με απαράδεκτη συμπεριφορά, βλάκες, ύπουλους, μοχθηρούς και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό όπως βεβαιώνεται κι εδώ.

1.
Έχω πιάσει μόνο δυο φορές με λαστιχάκι ψαρεύοντας τονάκια (κοπάνια) τα οποία πιάνονται εύκολα με αυτό οπότε σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος το λαστιχάκι για παλαμίδες.

2α.
Η δε επεξεργασία του χώματος ήταν μια μεγάλη διαδικασία, Το χώμα αυτό το κοπανούσαν με ένα ξύλο, το «κοπάνι», το οποίο το έπαιρνε χοντρό από το δάσος ο Παναγιώτης ο Κοζανίτης και το πελεκούσε. Μ’ αυτό χτυπούσε το χώμα μέχρι να γίνει σαν πούδρα.
(Περιγράφει την επεξεργασία χώματος με σκοπό τη δημιουργία κεραμικών).

2β.
Το νερό θέτει σε περιστροφική κίνηση εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινεί παλινδρομικά ράβδους (κοπάνια), οι οποίες συνθλίβουν τις πρώτες ύλες του μπαρουτιού σε λεπτή σκόνη. (Περιγράφει τη λειτουργία ενός μπαρουτόμυλου στην Αρκαδία -βλ. 2ο μήδι).

3α.
Το παιδί είχε μοίρα λαμπρή. Καλά-καλά!!! Το δέχτηκε η γειτονιά ως φυσιολογικό και γνήσιο. Το δέχτηκαν οι Βλάχοι, οι γύφτοι, οι λούμπεν, οι χλιδάτοι, οι μοδάτοι, οι λεφτάδες, οι παπάδες, οι σοφοί, οι κουτοί, οι χαζοί, οι κουζουλοί, οι πονηροί, οι χωριάτες, οι εργάτες, τα κοπάνια, τα τσογλάνια, οι λεβέντες, οι χαφιέδες και γενικώς το εδέχθησαν άπαντες οι μαλακισμένοι της κοινωνίας ( μεταξύ αυτών και εγώ αρχικώς) γιατί το παιδί έγραφε στην ούγια ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΟΥΖΑ και εμείς διαβάζαμε Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

3β.
Έχει σημασία που δεν δημιουργήθηκε για video games; Δεν υπάρχει πιο εύχρηστο εργαλείο από το ποντίκι τελεία και παύλα, για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιείται. Εξάλλου κάποτε δεν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας να παίζουμε με keypads, αυτά ήταν για κοπάνια, το tomahawk joystick ήταν κάποτε το χέρι του θεού ή το πιο κοντινό σε αυτό.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γνωστή διαφήμιση της Cosmote με τα λουκάνικα. Το χρησιμοποιεί όποιος είναι κολλημένος με κάτι και δεν θέλει με τίποτα να αλλάξει γνώμη. Συχνά συνοδεύεται και από την φράση «ρε φίλε».

  1. - Στο sex προφυλακτικό βάζεις;
    - Αλλοιώνει την γεύση ρε φίλε.

  2. - Στο Football Manager πήρα για επίθεση τον Pato της Milan και τον Kleber της Porto.
    - Κάνα Lukaku δεν θα πάρεις;
    - Αλλοιώνει την γεύση ρε φίλε!

(από HardcoreGR, 22/02/12)(από HardcoreGR, 22/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμμένο υπόλειμμα. Σπανιότερα το απομεινάρι, το κατακάθι, το κουκούδι.

Διεκδικεί τη θέση του στο σλανγκρ, λόγω τοπικότητας του ιδιωματισμού για λόγους καταγραφής και μόνο. Δεν το ‘χω ακούσει πουθενά πλην της ιδιαίτερης πατρίδας μου (Γκάτζλαντ) και γίνεται πολλαπλή αναφορά σε Πασχαλινά τραπεζώματα κατά τα οποία συγγενείς συναγωνίζονται στις επιστημονικές γνώσεις τους για το ορθό ψήσιμο του οβελία, σπληνάντερου κλπ.

Ψάχνοντας την από νέτι προέλευση της λέξης, ο Κακάτσης είναι πατριδωνυμικό επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης, ο καταγόμενος από το Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας (εδώ).

Ακόμα από νέτι: χάλα χάλα, Ποντιακός Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη). (εδώ).

  1. Βγάλτο συμπέθερε απ’ τη σούβλα, κατσίκι θα φάμε ή κακάτσι;

  2. Κακάτσι το ‘κανες γυναίκα το φαΐ, άχρηστη σα τη μάνα σου κι εσύ.

  3. Σταμάτα να βγάζεις κακάτσια απ’ τη μύτη σου, θα σου πέσει.

(από VAG, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω λιανά κάτι, το εξηγώ αναλυτικά ώστε να το καταλάβει ο άλλος, ειδικά αν πρόκειται για στόκο. Βλέπε επίσης το κάνω πενηνταράκια. Προέρχεται απ' τον προγενέστερο ορισμό της λέξης «νιανιά», δηλαδή του φαγητού που το αλέθουμε για να το καταπιεί ο άλλος πιο εύκολα.

Την έκφραση χρησιμοποιεί συχνά ο τρισμέγιστος Γιώργος Γεωργίου.

- Γιώργο βλέπεις να κάνουμε τίποτα φέτος στην Ευρώπη;
- Με αυτή την ομάδα; Παπάρια μάντολες.
- Γιατί ρε Γιώργο;
- Για να στο κάνω νιανιά να το καταλάβεις, άμα δεν πάρεις δύο πλάγιους να τρέχουν σα σκυλιά στον ασβέστη, δε πρόκειται να παίξεις μπάλα.

(από HardcoreGR, 06/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχασμένη (και ουχί αδίκως) εϊτίλα, παρόμοια με το «χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσ(ι)ο», καθώς και με το περίφημο παρεμφερές στιχάκι «φύσα αγέρα φύσα, να στεγνώσουνε τα χύσ(ι)α» ή «φύσα αγέρα φύσα, για να στάξουνε τα χύσ(ι)α» (το οποίο, κατ' εμέ, δεν βγάζει νόημα), κλπ.

Από αυτά που λέγονταν κάποτε είτε στα τσοντάδικα ή, πιο διαδεδομένα, για να δείξουμε και καλά ότι τολμάμε να μιλάμε πρόστυχα.

  1. Στα τσοντάδικα είκοσι χρόνια πριν και βάλε. {ΑΛΑΣΚΑ,ΟΜΟΝΟΙΑ,ΑΡΙΩΝ,ΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑ κτλ...} εν μέσω κάπνας, σκοτάδι, και τα πουσταριά να περιφέρονται και «Κοκ τοστ,εκλέρ, σάμαλι στο διάλειμα!»
    Εκτός από το βάλε ΦΩΣ ρε μαλάκα.....κάρβουνο! ακούγονταν και τα εξής.
    Χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσιο!
    Χύσε Κώστα να φτιάξουμε κομπόστα!
    Χύσε Σωκράτη να πλημηυρήσει το Παγκράτι!
    Παλιές ωραίες καταστάσεις! ;D

  2. Με λένε Κώστα.
    Όσοι είναι συνονόματοι σίγουρα θα έχουν ακούσει εκατοντάδες φορές την κρυάδα “Χύσε Κώστα Να Κάνουμε Κομπόστα”. (για λόγους που δεν έχω καταλάβει, η παραπάνω ρίμα σε κάποιους φαίνεται αστεία και την επαναλαμβάνουν συχνά).

(αμφοτεροτερότερα από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σε σπάσω στο ξυλο, θα σε δείρω, θα σε διαλύσω. Γενικά θα πάθεις μεγάλο κακό από μένα.

Εναλλακτικά: «θα σου φάω την τυρόπιτα».

Παλιομαλάκα, αν ξαναπείς τίποτα για μένα θα σου φάω το τοστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν φράση αργκό δεν λέγεται τόσο συχνά, παρ' όλα αυτά υπάρχει σαν φράση-φόρος τιμής, στο homemade χιουμοριστικό βιντεάκι που προβλήθηκε στην εκπομπή ΑΜΑΝ, στο επεισόδιο όπου προβαλλόταν μόνο ερασιτεχνικά βίντεο από fans. Το συγκεκριμένο έδειχνε έναν χοντρούλη τύπο που πήγε και καλά σε ινστιτούτο αδυνατίσματος, και μετά καταλήγει να γίνεται ακόμα πιο χοντρός και δήλωνε «πριν πάω στα βόδι-Line ήμουν τάδε κιλά, τώρα κοιτάξτε πως έγινα, γαμώ τα σάντουιτς του Αλέκο». Άγνωστο παραμένει μέχρι και σήμερα, ποιος είναι τελικά ο Αλέκος στον οποίο αναφέρεται, παρ' όλα αυτά βγάζουμε το συμπέρασμα ότι κάνει / έκανε καλό μεν, λιπαρό δε, σάντουιτς.

  1. - Ρε πώς έγινε έτσι το Μαράκι;
    - Γαμώ τα σάντουιτς του Αλέκο.

  2. Έχω λιώσει στο γυμναστήριο 2 μήνες και κιλά δεν χάνω. Γαμώ τα σάντουιτς του Αλέκο (αυτοσαρκασμός).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρηχός και φαρδύς ξύλινος δίσκος, στον οποίο τοποθετούνται, στολίζονται και μεταφέρονται στην εκκλησία τα κόλλυβα. Επίσης κάθε είδους ρηχή και φαρδιά πιατέλα, στην οποία το φαγητό μπορεί να απλωθεί.

Η λέξη απαντάται στη Δυτική Ελλάδα και τα Επτάνησα ως απλάδενα, εκ του απλώνω. Για πλήρη ετυμολόγηση βλ. εδώ.

  1. Κένωσε το φαγητό στην απλάδενα και είπε: -Κοπιάστε.

  2. (...) ελεγα να στειλω με κουριερ δυομιση κιλα κολυβα μαζι με την πλαδενα στολισμενη με κεινα το ασημι κουφετακια ( από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified