Further tags

Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.

- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντελόνι που έχεις αφήσει ξεκούμπωτο, συνήθως από βιασύνη.

Και καλά όταν είσαι μόνος ... όταν είσαι όμως με παρέα ... κάποιος, λοιπόν, από την παρέα αναλαμβάνει να σου χτυπήσει το καμπανάκι αναφερόμενος στα μαγαζιά σου που ξέχασες να κλείσεις.

Ο Πάνος πάει προς νερού του και επιστρέφει στην παρέα τινάζοντας τα χέρια του. Όλων τα μάτια καρφώνονται στα κουμπιά του παντελονιού του που έχει ξεχάσει να κουμπώσει και φαίνεται το χρώμα από το εσώρουχο. Ο κολλητός του τότε του λέει: «Φίλε, δεν πήρες χαμπάρι οτι η ώρα πέρασε και τα μαγαζιά έχουν κλείσει; Τα δικά σου διανυκτερεύουν;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο κωλοειδής σχηματισμός που παρατηρείται στους βαριά εύχοντρους στη μπροστινή μεριά του παντελονιού. Το παντελόνι χωρίζει την τεράστια κοιλιά στη μέση σχηματίζοντας 2 κοιλιακούς: τον άνω κοιλιακό, που παίζει τον ρόλο της κοιλιάς, και τον κάτω, που σχηματίζει τον μπροστινό κώλο.

(από εδώ)
«- Το γιωτόμπαλο… [...]
Στις ατελείωτες ουρές τις κατάταξης, ξεχωρίζει από χιλιόμετρα. Είναι κοντός, μπουνταλάς με “μπροστινό κώλο” και φοράει χοντρά κοκάλινα γυαλιά. Στο χέρι κρατάει μια ακτινογραφία, δύο αξονικές, ένα αερολίν, τέσσερις ιατρικές γνωματεύσεις, τα σχετικά αποκόμματα από εφημερίδες και μονίμως αγχώνεται για το πότε θα γίνει η επόμενη ιατρική εξέταση.»

  1. (από εδώ)
    «8.ΤΑ ΤΣΟΥΤΣΕΚΙΑ ΞΕΘΑΡΕΞΑΝ ΩΡΕ!!! Ο κάθε ποκοπίκος, μπουνταλάς, ασβός, αρούγκαλος, με μπροστινό κώλο, ρανταπλάν, κλασοπόμολος που στο λύκειο τον δούλευαν όλοι...ο τύπος με τη μπανάνα στη μέση, το πλαστικό shaker του φραπέ στο χέρι και ένα τάπερ με κεφταδάκια απτο σπίτι στην τσάντα του, με τη βερμούδα πάνω απο τον αφαλό που φτάνει στα βυζιά κ μέχρι τον αστράγαλο και άσπρες κάλτσες με μαύρα ποδοσφαιρικά παπούτσια που τα φοράει από το 5Χ5 μεχρι το villa mercedes υπάρχει ακόμα...ΝΑΙ ΝΑΙ δεν εξαφανίστικε μετά το λύκειο, απλά στο παίζει ιστορία στο καρλόβασι.......»

ΜΠΡΑΦ: στο 6:38 ο μπροστινός κώλος. (από Cunning Linguist, 13/05/12)(από Cunning Linguist, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος τζάκετ, πανωφοριού δηλαδή. Από το flight jacket, που αναφέρεται σε αρκετές παραλλαγές του ενδύματος.

Στα ελληνικά σημαίνει κάτι τέτοιο: Κοντό, με λάστιχο στην μέση, συνθετικό, γυαλιστερό σαν φόδρα μέσα κι έξω, εξωτερικά μαύρο ή λαδί, εσωτερικά φωτεινό πορτοκαλί, με σχεδόν ανύπαρκτο γιακά. Τσέπες με φερμουάρ και θήκες για στυλό (όπου έμπαιναν φυσίγγια, για εφέ) ψηλά στα μανίκια, στο ύψος του μπράτσου και τσέπες χαμηλά για να μην κρυώνουν τα χέρια. Ντουμπλ-φας (φοριέται και το μέσα έξω) και αντιανεμικό, ανάλογα βέβαια με την ποιότητα της κατασκευής.

Κάποτε πολύ της μόδας, μετά υποβιβάστηκε σε πιο καγκούρικη επιλογή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αρχές ενενήντα. Έως τα μέσα των 90's, απ' όσο θυμάμαι, είχε περιπέσει πια σε ανυποληψία ή έστω, σε χρήση ως το μπουφάν των μαστόρων πάνω στο γιαπί.

Ξεχωριστή ιστορία έχει το φλάι για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ (π.χ. βλ. εδώ). Στην θύρα 4 όσοι είχαν φλάι το φορούσαν ανάποδα, με το πορτοκαλί του απ' έξω. Ήταν μια περίοδος που στην Βόρεια Ελλάδα το φλάι ανάποδα είχε φτάσει να σημαίνει για τον καυλοπιτσιρικά την στολή της οποιασδήποτε ιδιαίτερης περίστασης με χαρακτήρα καταδρομικής: κατάληψη, πενταήμερη, τσαμπουκάδες με άλλα σχολεία και τέτοια.

  1. Από εδώ:

Δηλωνω δημοσιως οτι μετανιωνω οικτρα για οσες φορες εχω χλευασει τα φλαϊ και αυτους που τα φορανε. Σημερα ειδα το This is it κι ο Μαϊκολ φοραγε ολη την ωρα ενα φλαϊ. Κανονικο. Πορτοκαλι απο μεσα και με τα ολα του.

  1. Από εδώ:

θυμάμαι κερκιδα παοκ να φορανε ολοι fly.. και στα γκολ τα γυρναγανε στα πορτοκαλι ολοι :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.

Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.

Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.

  • Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα.

    Συνώνυμα:

  1. τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
  • Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό.

    1. τέζα
  • Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω.

    1. βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
  • Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω;

    1. σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
  1. Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι.

  2. Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης.

Helllllllo, big boy! (από Vrastaman, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified