Further tags

Αμμοχάλικο: Αδρανές υλικό που χρησιμοποιείται κυρίως στην οικοδομική τέχνη. Σχετικά: χαλίκι, λατύπη, ψαμμίαση, γαρμπίλι. Το αμμοχάλικο είναι στερεό μίγμα που διακρίνεται σε χονδρόκοκκο και λεπτόκοκκο ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων από τους οποίους αποτελείται.

Σλαγκικά: Χρησιμοποιείται ως εμφατικό στην απειλητική έκφραση «θα σε γαμήσω», οπότε και η έκφραση παίρνει την μορφή «θα σε γαμήσω με αμμοχάλικο».

Βοηθητικά υλικά κατά την διείσδυση - κατάταξη:

Προς διευκόλυνση / μεγιστοποίηση της απόλαυσης: Ως γνωστόν σε περιπτώσεις διείσδυσης του πέους στο αιδοίο ή τον πρωκτό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν βοηθητικά μέσα (κρέμες, ζελέ ή η κλασική βαζελίνη) με σκοπό την ελάττωση της τριβής κατά την είσοδο, ώστε να αποφευχθούν οδυνηρά φαινόμενα που θα εμπόδιζαν τον δέκτη να συγκεντρωθεί στο απολαυστικό τμήμα της διαδικασίας. Με την βοήθεια της κρεμούλας, αυτός που τον τρώει τον ευχαριστιέται περισσότερο.

Προς πρόκληση δυσχέρειας / μεγιστοποίηση του πόνου: Αντιθέτως με τα προηγούμενα, στην περίπτωση χρήσης αμμοχάλικου, το επιδιωκόμενο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση της τραχύτητας και της σχετικής τριβής, με συνεπακόλουθο την κορύφωση της αντίστοιχης οδύνης και την πρόκληση του μέγιστου πόνου στον αποδέκτη του καβλιού που απειλεί.

Άλλα υλικά με τα ίδια αποτελέσματα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυριολεκτικά ή να χρησιμοποιηθούν αντιστοίχως σε απειλή: γρέζια, σκλήθρες, γυαλόχαρτο.

Συνοψίζοντας, η προσθήκη του «με αμμοχάλικο» στην απειλή «θα σε γαμήσω» καθιστά ενήμερο τον αποδέκτη της φράσης ότι, όχι μόνο θα τον φάει, αλλά θα τον τσούξει, θα τον ματώσει, θα τον σκίσει, θα, θα, θα και γενικώς θα τον πονέσει όσο δεν παίρνει άλλο.

Και δεν το θέλουμε αυτό, δεν το θέλουμε α-α.

-Μου πήδηξες την γκόμενα ρε καριόλη; Το παραδέχεσαι έτσι ξερά; Θα σε γαμήσω, ρε σκατόπουστα, με αμμοχάλικο θα σε γαμήσω!!! Θα πεθάνεις ουρλιάζοντας και θα χέσω στον τάφο σου μετά ρε!!! (αρασέ / ζετέ / μπουκετέ / σάπισμα μέχρι να προλάβει ο ελεεινός να φύγει τρέχοντας κουτσαίνοντας για να μάθει να σέβεται)

Πού ξέρει κανείς τί κρύβεται πίσω από ένα αθώο πρόσωπο. Αυτουνού δεν του πονάει το εργαλείο ούτε με αμμοχάλικο. (από Galadriel, 28/02/09)To Λίλιαν με αμμοχάλικο (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.

- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατ' εξοχήν μουνάκιας, ο άντρας που δείχνει τη λατρεία και την αφοσίωσή του στο μουνί με το να το προσκυνάει (με την καυλή έννοια), να το γλείφει και να το περιποιείται με μεράκι.

Στις θετικές συνδηλώσεις το ότι ευχαριστιέται με το που ευχαριστιέται η γυναίκα και το ότι έχει έναν ενθουσιασμό για το μουνί. Γιατί γλειφομούνι μπορεί να κάνουνε πολλοί, αλλά δεν είναι όλοι γλειφομουνάκηδες. Για το τελευταίο χρειάζεται ενθουσιασμός, know how και διάδραση με την παρτενέρ. Ο γλειφομουνάκιας τρόπον τινά κληρονομεί γλωσσικώς τα ιδιώματα του β΄ συστατικού του, του μουνάκια. Για να το θέσω καντιανά τε και cunt-ιανά (καλό, ε;), ο γλειφο-μουνάκιας είναι ο άντρας που θα αντιμετωπίσει το μουνί πάντοτε ως σκοπό και ουδέποτε ως μέσο, λ.χ. ως μέσο για να πηδηχτεί τε και επιδειχτεί, εκτονωθεί, νιώσει άντρας κ.τ.λ. Ο γλειφο-μουνάκιας είναι πέραν ακόμη και του σεξουαλικού αλτρουισμού, καθότι η ηδονή του ταυτίζεται με το μουνί και την ηδονή του μουνιού ως αυτοσκοπό. Από τον μουνάκια έχει πάρει επίσης την εκλέπτυνση, καθώς, το λέει κι η λέξη, έχει εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, και την επισφαλή ισορροπία συνδυασμού ευαισθησίας και ανδρισμού.

Στα caveat το να μη μετατραπεί το πάθος σε μουνοδουλίαση, καθώς γενικά στις αντρικές παρέες του γλειφο-μουνάκια θα αιωρείται πάντα η υποψία μήπως εντέλει αυτός έχει διαβεί τον μουνορουβίκωνα κι έχει ήδη καταστεί μουνοείλωτας, εξάλλου ο γλειφομουνάκιας δεν προσαρμόζεται ακριβώς στο σεξιστικά προσδιορισμένο ανδρικό ιδεώδες του μπήχτη/ γαμίκου κ.τ.ό., δίχως όμως και να αποκλείεται να συνδυάζει τα χαρακτηριστικά αυτά.

  1. Δεν ξέρω τι έχω πάθει τελευταία. Μου φαίνεται πως έχω σεληνιαστεί! Όσο μπόι μου λείπει τόση καύλα περισσεύει... Σιχάθηκα την κωλοπολιτική. Ακούω «αυτοδιοικητικά» και βγάζω φλύκταινες. Δεν αντέχω άλλο τα μπιμπερά και τα κωλόπανα! Και προπαντώς βαρέθηκα τη γυναίκα μου! Θέλω να πετάξω τα δασκαλίστικα σακάκια και να χωθώ βαθιά στη λάσπη. Γουστάρω με τρέλα να γίνω ελεεινός γλειφομουνάκιας! [...] Προχθές καμάκωσα μια τύπισσα άπαιχτη. Κλασική περίπτωση ανεμώνας. Μουνάρα όσο τη βλέπεις, χωρίς να την έχεις. Κι άμα πας να την πιάσεις γίνεται μπουχός. Εγώ, όμως, την κρεβάτωσα! Μεγάλη μου μαγκιά! [...] Κατά της μία το πρωί, κει που την είχα ξεθεώσει στ’ αεροπλανικά, έπαθε υπογλυκαιμία και με ρώτησα τι γλυκά έχω σπίτι. [...] Γμτ μου, τι φταίω που η μανούλα μου μ’ έκανε φαρμακοτσούτσουνο κι όχι γλυκοτσούτσουνο; (Απ' το κρυφό ημερολόγιο του Δείμου).
  2. INE KATI ALLO NA LES TIS EGLIPSA TO MUNAKI KE MU ARESE TRELATHIKA KE KATI ALO NA LES OLES AFTES TIS MALAKIES PU IPE. EGO IME DILOMENOS GLIFOMUNAKIAS KE TO MONO PU ME ENDIAFERI INE NA PERNAO KALA ME TA MUNAKIA STI GLOSA MU KE AN TIHI KATI PARAPANO KALOS NA TIHI, MUNAKIDES EHO GLIPSI TO MUNAKI TIS Α. KE TIS K. ALLA KE TIS S. PIO PALIA KE TO KORITSI KAVLONI KE HINI MIA HARA. (Από σάη για ενήλικες).
  3. Συνεργασία με ΠΑΣΟΚ δεν είναι μια... «νέα Βάρκιζα»! Τεταμένη ήταν η κατάσταση κατά τη διήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το κρισιμότατο θέμα των συμμαχιών του κόμματος.
    Σχόλιο: καλα χαλασμενα φαρμακα εχει παρει αυτος και ολο το συναφι των 300 γελοιων? τυμβορυχοι ειναι? τι εχει να μας πει για την αποκατασταση της εθνικης αντιστασης? τι εχει να μας πει για τους παλαιολογους? τι εχει να μας πει για τους 300 του λεωνιδα? (αν του επιτρεψει ο γλυφομουνακιας ο αδωνις). (Από το ksipnistere).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική ιαχή των οπαδών του Ολυμπιακού, ιδίως σε γκολ, νίκες, και σε αγώνες που εξελίσσονται σε πορνόσφαιρο.

Από εκεί μεταφέρθηκε και στα γαμησιάτικα μπινελίκια, ως συμπλήρωμα των «τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα», «πες μου πού κάθεσαι μάνα μου» κι άλλων παρόμοιων εκφράσεων που αναπέμπουν τα αρσενικά στα θηλυκά την ώρα του ζευγαρώματος (ελπίζω να μην με ακούει η Μες και χαλάσω την ωραία εντύπωση που έδωσα με το ροντάρω).

Ο Χάρρυ Κλυνν το «λογόκρινε» ως «έτσι αγαπάει ο Πειραιάς» κι έμεινε. Επίσης, μπορεί να αλλάξει πόλη, λ.χ. «έτσι γαμάει το Τορίνο», αν νικήσει η Ίντερ κ.ο.κ.

Μένιος, κατά την διάρκεια διασπερμάτευσης με την Λάουρα: - Στα αυτιά ρε Λαουράκι, αφού έτσι αγαπάει ο Πειραιάς!
Λάουρα: - Γιατί Πειραιώτης είσαι;
Μένιος: - Όχι, αλλά κάνε τον σλανγκισμό και ρίξ' τον στον Γιαλόμ.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο της συσώρευσης, συγκέντρωσης, συστράτευσης μορίων αέρα στην ευαίσθητη περιοχή της μήτρας μέσω του εμβόλου του αντρός (πέος). Το σχήμα του μπαργαλάτσου είναι το πλέον ιδανικό για αυτή τη δουλειά. Η αεροστεγής εφαρμογή του πέους στα τοιχώματα της μήτρας καθιστά το φαινόμενο πολύ συχνό. Έχει σίγουρα συμβεί σε όλους αλλά ακόμη και να μην έχει συμβεί όλοι θα παραδεχτούν ότι συνέβη από φόβο μήπως κάνουν κάτι λάθος στον σημαντικότερο τομέα της ζωής ή λόγω του απλού και ευγενούς συναισθήματος της ντροπής. Αν και όταν συμβεί γεμίζει αμηχανία τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό (ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν αποτελεί τον μόνο αλλά το λήμμα αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτόν λόγω απλά ετυμολογίας και μόνο) αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει.

Αποτελεί και αυτό φυσιολογική ανθρώπινη λειτουργία για την οποία μάλιστα δεν ευθύνεται κανένα από τα δύο μέρη που πραγματοποιούν τη συνουσία. Καλό θα ήταν τέτοιου είδους συμβάντα να ακολουθούνται από κλισέ εκφράσεις που προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατάσταση: «Δεν πειράζει αγάπη μου», «Συμβαίνει συχνά (από ό, τι έχω ακούσει)», και σε περίπτωση που σας ταλαιπωρεί πολύ καιρό κρατώντας κλειστή την «πίσω πόρτα»: «Καλά μωρή, στο κλάσιμο με έχεις; Τώρα θα στην βουλώσω να μάθεις».

(Ο Βύρωνας επιτέλους μετά από πολύ καιρό καταφέρνει να ρίξει την Έμυ στο κρεβάτι. Όλα είναι έτοιμα για μια τέλεια βραδιά: Το κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα, σαμπάνιες παντού κι έτσι. Πάνω που αρχίζει η διείσδυση αρχίζει να ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Στο μυαλό του Βύρωνα ήρθε κατευθείαν η στιγμή που του κόλλησαν το παρατσούκλι βρωμύλος. Ξανά το ίδιο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως δεν το προκαλούσε αυτός. Τότε ρωτάει την Έμυ τι ήταν αυτό, μόνο και μόνο για να λάβει μια παγερή σιωπή. Προσπαθεί ακόμη μια φορά χωρίς αποτέλεσμα και στην τέταρτη προσπάθεια εκείνη γυρνάει, του ρίχνει μια θανατερή ματιά χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι είναι τόσο στόκος και με βλοσυρό ύφος του απαντά)

- Μουνοκλάνι.

(από pavleas, 22/01/09)Παίζει το μουνοκλάνι στα δάχτυλά τις!  (από PUNKELISD, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή παραδοξολογία που η σκοπιμότητά της παραμένει αβέβαιη.

Μερικές υποθέσεις:
1. Ίσως λέγεται από ανθρώπους πολύ απαιτητικούς που δεν καταδέχονται να σαβουρογαμήσουν και θεωρούν τίποτα λιγότερο απ' το Λίλιαν ως άξιο για την πούτσα τους. Οπότε ξέρουν ότι η επόμενη φορά που θα γαμήσουν θα είναι του Αγίου Πούτσου ανήμερα και μέχρι τότε η Λίλιαν θα αποτελεί ονείρωξη όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά και μάλιστα σε όνειρο που ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Αυτό το πνεύμα εκφράζει κι ο Σταμάτης Κραουνάκης στο μνημειώδες αριστούργημά του (βλέπε παράδειγμα): Πρέπει να διαφυλαχτεί το γαμήσι, για κάτι που θα σε συγκλονίσει (τι ρίμες πετυχαίνω σήμερα ο πούστης!) και μέχρι τότε είναι προτιμότερος ο κόσμος της ντροπής. Με λίγα λόγια πρόκειται για τον τύπο: Κάλλιο Λίλιαν και καρτέρει, παρά Καυλάουρα και στο χέρι...

  1. Η φράση είναι η παρηγοριά ή παραμυθία/παραμύθιασμα του μαλάκα, όπως η φράση παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι είναι η παρηγοριά αυτού που έχει μόλις φάει χυλόπιτα.

  2. Για χάρη, πάντως, της αντικειμενικότητας και μόνο, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μια μαλακία να είναι εξαιρετικά εμπνευσμένη, με καλό σενάριο, πρωταγωνίστριες για Όσκαρ Α' και Β' γυναικείου ρόλου (λ.χ. να φαντασιώνεσαι ένα ντούο Σαρλίζ Θερόν - Μόνικα Μπελούτσι), κατάλληλη μουσική υπόκρουση, εντυπωσιακά σπέσιαλ εφέκτς και τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα. Ενώ αντιστρόφως ένα γαμήσι να είναι τελείως ξενερουά...

Γενικά:
Τα πλεονεκτήματα του γαμησιού έναντι της μαλακίας είναι προφανή κι αστασίαστα. Σχεδόν κοινότοπα...

Οπότε θα επικεντρώσω στα πλεονεκτήματα της μαλακίας, για να προβώ σ' ένα «Μαλακίας εγκώμιον».

  1. Η μαλακία είναι σεξ με κάποιον που αγαπάς, όπως είπε ο πολύς Woody Allen, (δηλονότι τον εαυτό σου), κάτι που για το γαμήσι δεν είναι αυτονόητο.

  2. Η μαλακία είναι με διαφορά η καλύτερη αντισυλληπτική μέθοδος. (Κάτσε να σου τύχει καμιά ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και θα πεις: «Στερνή μου μαλακία να σε τράβαγα πρώτα!»).

  3. Η μαλακία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να αποφύγεις AIDS και αφροδίσια νοσήματα. Εδώ οι γνώμες διίστανται. Ο Γιάννης Ζουγανέλης έγειρε ως αντι-AIDS σύνθημα το τραγούδι «Για να μείνεις εκτός νόσου, μοναχός σου εκτονώσου, μπες στο μπάνιο και κλειδώσου κ.τ.λ.». Όμως ο Λάκης Λαζόπουλος εύλογα αντέτεινε πως «δεν μπορείς να κάνεις τον μαλάκα σημαία μιας καμπάνιας»!

Τελικά, πρέπει να το παραδεχτώ: Το εγκώμιον της μαλακίας είναι ένα αυτοηττώμενο εγχείρημα! Πράξτε κατά συνείδησιν!

Το κλασικό παράδειγμα είναι απ' το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη, διασκευασμένο απ' τα Ημισκούμπρια.

«Και θυμάμαι τη νονά μου την φοράδα,
που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα,
είπε «το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας,
θα γίνει ντιγκιντάγκας,
θα γίνει ένας ντιντής»!

Όμως εγώ το είχα αποφασίσει,
σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι
κι ως να 'ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει,
θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής».

Το γνωστό τραγούδι με την φράση, εδώ σε διασκευή των Ημισκουμπρίων (από Hank, 08/01/09)(από xalikoutis, 16/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόγαλα είναι αυτό που λέμε αλλιώς «γυναικείο σπέρμα», κάτι διαφορετικό από τα υγρά του κόλπου, το οποίο ακόμα και οι γυναίκες αγνοούν ότι υπάρχει. Η λέξη σπέρμα αντιστοιχεί στον τρόπο με τον οποίον αυτό εκσφενδονίζεται και εννοείται ότι, όχι μόνο δεν είναι γόνιμο, αλλά δεν είναι καν λευκό ή πηχτό. Είναι σαν νερό. Η γυναίκα που θα το πάθει για πρώτη φορά θα νομίσει, αν δεν το έχει ξανακούσει, ότι κατουρήθηκε. Ο δε άντρας, δεν χρειάζεται να περιγράψουμε... (βλ. παράδειγμα)

Ο Αντρέας Εμπειρίκος, μέσα από την πρωτοποριακή του σεξουαλική διαπαιδαγώγηση (τον περίφημο Μεγάλο Ανατολικό) ανέφερε βεβαίως και αυτό. Και μάλλον αυτός το βάφτισε, επισήμως τουλάχιστον, έτσι.

Για της ιστορίας το αληθές, ιδού τι λένε

α. Η Βικιπαίδεια (λήμμα «αιδιοίο»)
Ο πρόδρομος του κολεού αποτελεί την περιοχή που περικλείεται από τα μικρά χείλη του αιδοίου. (...) Οι μείζονες αδένες του προδρόμου είναι δύο μικροί αδένες που βρίσκονται στο οπισθοπλάγιο τοίχωμα του κολεού. Το έκκριμα των αδένων χρησιμεύει στην εφύγρανση του προδρόμου ώστε να διευκολύνει την είσοδο του πέους στον κολεό. Το έκκριμα κατά την συνουσία εξακοντίζεται κατά ώσεις (δίκην σπέρματος) και μερικές φορές είναι ικανής ποσότητας ώστε να δικαιολογεί τον όρο «γυναικείο σπέρμα».

και

β. η ιστοσελίδα http://www.inastros.gr/content/view/34/31/ η οποία έχει ένα εκτενέστατο σχετικό άρθρο:

Το υγρό μοιάζει πολύ με το προστατικό υγρό. Συνήθως είναι διάφανο ή γαλακτώδες και με πυκνότητα νερού. Δεν έχει την όψη, την μυρωδιά ή τη γεύση των ούρων. Είναι σχεδόν άοσμο. Η γεύση ποικίλει, εξαρτώμενη από την ημέρα του μήνα και το διαιτολόγιο όπως και από κάποιους άλλους παράγοντες -εδώ να θυμίσω και το καμένο ντουί- συνεχίζει λοιπόν το άρθρο: (...) Αν και εκσπερματίζεται από την ουρήθρα, δεν είναι σχεδόν ποτέ ούρα. Είναι απολύτως αδύνατο να ουρήσει κατά τη διάρκεια του οργασμού εκτός και αν έχει αδύναμο μυ. (...) Τα υγρά της εκσπερμάτωσης μπορεί να είναι πολλά! Σε σύγκριση με του άνδρα, μοιάζει με κανόνι νερού αντί με νεροπίστολο.


βράστα, ελπίζω να σε έβγαλα ασπροπρόσωπο. Μερσώ για το λήμμαν.

βλ. και μουνόγαλα, μουνόγαλο, συντριβάνι.

- Πώς πήγε χθες με την Αλίκη;
- Γάμησέ τα μεγάλε, πηδηχτήκαμε στο κρεβάτι των γονιών μου και η μαλάκω κατουρήθηκε...
- Με δουλεύεις!
- Μά τη Μπαναγία σου λέω! και σα δε φτάνει αυτό, προσπαθούσε να με πείσει, η κωλολέσβω, ότι δεν ήταν τσίσα, ήτανε λέει γυναικείο σπέρμα μυγαμήσω, μουνόγαλα λέει, γάμησέ τα φίλε μου, έπλενα σεντόνια όλη νύχτα, τι να σου λέω...
- Πω πω!!! Πάλι καλά που δε σ' έκλασε κι από πάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).

- 4 βάλαμε στο βάζελο χθες.....
- Ναι ρε μεγάλε... τους γαυρίσαμε!

Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεολειχία στὴ ντούρα λιάρντα.

Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸ μόνο σημεῖο ὅπου ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος δὲν εἶναι ἀκριβής, μεταφράζοντάς το ὡς αἰδοιολειχία. Πιστεύω ὅτι πρόκειται περὶ κεκτημένης ταχύτητος ἢ τυπογραφικοῦ παροράματος, μιᾶς καὶ τὸ ἁπλὸ πομπόν (ἢ πονπὸν) ἦταν σὲ εὐρεῖα καλιαρντοχρῆσι μὲ τὴ σημασία τῆς αἰδοιολειχίας (μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ αἰδοίου, ἐννοουμένου ἀποκλειστικῶς ὡς ὀργάνου τοῦ θήλεος, ἐνῷ παλαιότερα τὰ αἰδοῖα ἐσήμαιναν τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἐν γένει).

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει δύο πιθανὲς ἐτυμολογήσεις γιὰ τὸ πομπὸν ἢ πὸν-πὸν (καὶ κατ´ ἐπέκτασιν γιὰ τὸ ὑπ´ ὄψιν λῆμμα):

  • Τὸ γαλλικὸ bonbon (ζαχαρωτό), προφανῶς συνειρμικῶς, διότι αὐτὸ πιπιλίζεται ἢ γλείφεται.
  • Τὸ ἐπίσης γαλλικὸ pompon (κρωσσός, φοῦντα), συνειρμικῶς ἐκ τοῦ τριχωτοῦ τοῦ ἐφηβαίου, [ἄλλο τώρα ἂν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σπανίζει τὴν σήμερον, κατ´ ἐπιταγὴν τῆς διεθνοῦς τῶν ὁμοφιλοφίλων μοδίστρων, ποὺ προωθεῖ τὰ νεκροφιλικὰ καὶ ἀφυλετικὰ (asexuel) πρότυπα γιὰ σερνικοὺς καὶ γιὰ θηλυκούς].

Μεταξὺ τῶν δύο θὰ ἔκλινα ὑπὲρ τοῦ πρώτου ἐτύμου, διότι παριστάνει πολὺ καλὰ τὴν πρᾶξι καθαυτήν, ἐνῷ τὸ δεύτερο παριστάνει μόνο τὸ ἀντικείμενο (τοῦ πόθου), καὶ εἶναι γι´ αὐτὸ λιγότερο παραστατικό. Ὅμως θὰ ἄξιζε νὰ δοῦμε καὶ μιὰ τρίτη ἐκδοχή, αὐτὴν τῆς γαλλικῆς λέξεως pompe (ρῆμα pomper), ποὺ σημαίνει:

  • Πομπή, παράταξις (δὲν μᾶς κάνει).
  • Ἀντλία, τρόμπα, ποὺ μᾶς κάνει μιὰ χαρά, ἰδίως μὲ τὴ δική μας χρῆσι τοῦ φραπέ.
  • Μάταιες ἡδονές (ἀπηρχαιωμένη σημασία: Vanités, faux plaisirs mondains qui distraient le chrétien de ses devoirs religieux), ἡ ὁποία μᾶς κάνει κατὰ σκανδαλώδη τρόπον.

Ἡ λέξις πομπίνο μοιάζει ψευδοϊταλικὸ ὑποκοριστικὸ τοῦ πομπόν. Δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ bonbon, καὶ ἀκόμη λιγότερο ἀπὸ τὸ pompon. Συμβατὴ μὲ τὴν ἐτυμολόγησι α. τοῦ Πετροπούλου καὶ τὴ β. δική μου εἶναι καὶ ἡ λέξις πομποτάμπακο, ποὺ σημαίνει τσιμποῦκι (τοῦ καπνίσματος), εἴτε διότι καὶ αὐτὸ γλείφεται, εἴται διότι ρουφιέται, ἀντλεῖται.

Σημειωτέον ὅτι τὸ γλείψιμο λέγεται ροντοσόλ καὶ ροσολιμαντέ (<ροσόλω=γλῶσσα)· τὸ δεύτερο χρησιμοποιεῖται περισσότερο ὡς ἐπίρρημα. Τὸ γλειφιτζοῦρι, ζαχαρωτὸ λέγεται κοντυλομπομπόνι (bonbon).

Καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ ἡ Γεωργία καὶ τοῦ μπενά μποὺτ σουκρατζέ:

- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Χορχόριασα γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Γαλλικός φραπέ Πομπαντούρ... για τον Λουδοβίκο ΙΕ και όχι μόνο (από GATZMAN, 20/05/11)Τελευταίος φραπέ στην Πομπηία (από GATZMAN, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified