Η λέξη μας έρχεται από τα αγγλικάνικα. Πρόκειται για μια σεξουαλική πρακτική κατά την οποία βάζεις κατά το δυνατόν όλη τη σφιγμένη παλάμη του χεριού σου μέσα στο αιδοίο ή τον πρωκτό του/της συντρόφου, όχι δηλαδή απλώς ένα δάχτυλο, και μάλιστα είτε σε σχήμα γροθιάς, ή τέσπα κάπως ίσιο. Μια μορφή φίστινγκ ας πούμε είναι όταν κάνεις τα δάχτυλά σου σαν κεφάλι πάπιας.

Μέρα όμορφη, τις πάπιες ταίσαμε

Όπως μαθαίνουμε στις Λοξές Σπουδές εδώ, το φίστινγκ είναι η μοναδική σεξουαλική πρακτική που δεν υπήρχε στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, αλλά η ανθρωπότητα τη χρωστάει στην εφευρετικότητα του 20ου αιώνα! Ούτε στην Πομπηία, ούτε στο Κάμα Σούτρα, ούτε στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ δεν θα βρείτε φίστινγκ, από ό,τι μας λένε. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις, καθώς όταν οι κουτόφραγκοι δέχονταν την ιεραποστολή του καθολικού κλήρου, εμείς οι Ρωμηοί είχαμε ήδη τη λέξη φουκτοκωλοτρυπάτος τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι η επίνοια έστω του φίστινγκ ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς μια χιλιετία πριν γίνει κουλ από τους γκέουλες του Σαν Φρανσίσκο.

Στη νεωτερικότητα, πάντως, όπως μαθαίνουμε από τη Βικούλα, εφευρέθηκε ή ανακαλύφθηκε, όπως προτιμάει κανείς, πρώτα από την γκέι κοινότητα και μετά μεταφέρθηκε και στις γυναίκες, σύμφωνα με την αρχή ότι αν η τέχνη αντιγράφει τη φύση, εβέντσουαλι η φύση θα αντιγράψει την τέχνη, όπως αντιστοίχως πλέον οι γυναίκες αντιγράφουν τους γκέι και όχι το αντίστροφο. Στα εβδομήνταζ υπήρχαν κλαμπζ στο Σαν Φρανσίσκο με "ειδικότητα" στο φίστινγκ, όπως το Catacombs κ.ά. Το φίστινγκ υποχώρησε για λίγο λόγω της σύνδεσής του με τον ιό του AIDS στα ογδόνταζ και ξανά προς τη δόξα τραβά στις ημέρες μας διαδιδόμενο μέσα από την κουλτούρα της τσόντας...

...ενίοτε και της μπάλας

...οπότε δίνονται και οι ανάλογες συμβουλές του κώλου:

Για παράδειγμα, μπορεί να νιώσουμε δυσφορία ή πόνους στο στομάχι αν είμαστε δυσκοίλιοι, αν μας πηδάνε (ή μας κάνουν φίστινγκ). Επίσης, καμία φορά λίγο μετά αφού φάμε μπορεί να θελήσουμε να ενεργηθούμε. (Δέκα τοις εκατό).

Κι επειδή εδώ μας ενδιαφέρουν κυρίως τα γλωσσικά σημεία και λιγότερο τα αντικείμενα αναφοράς, ένα χαρακτηριστικό του φίστινγκ είναι ότι μπορούν να το κάνουν όλοι σε όλους από φύλα λ.χ.

-με τη γυναίκα μου μου το κανουμε χρονια. Η σειρα εχει ως εξης. Πρωτα στραπο μετα φιστινγκ και υστερα (οχι και τοσο ευκολα) η πατουσα μεχρι τη φτερνα. Απλα τελειο.
- το σωστο footjob ειναι αυτο που η γυναικα χωνει το μεγαλο δαχτυλο του ποδιου της στην τρυπα του αντρα. Ολα τα αλλα ειναι ημιμετρα. Δοκιμαστε το για να καταλαβετε τι θα πει υπερτατη ηδονη (Από το greekfoot)

και είναι και πολύ άγριο, άργκιουαμπλι πιο σκληρό από πρωκτογάμευσιν, οπότε είναι ό,τι πρέπει για μεταφορές, όπου κάποιος ή κάποια μας γαμάει την ψυχολογία, μας στραπονιάζει ψυχοπνευματικά (χωρίς να αποκλείεται και κυριολεκτικά), μας κάνει ακραίο μπούλινγκ, μας βιάζει συναισθηματικά (χωρίς όλα αυτά να έχουν οπωσδήποτε όλες τις συνδηλώσεις που έχει το κωλομπάρεμα), βλ.

  1. Συναισθηματικό φίστινγκ. (Εδώ).
  2. Ενδεχομένως για τη Γερμανία ένα δάχτυλο να είναι πολύ λίγο και μπορεί στην πραγματικότητα αυτό που της αξίζει να είναι ένα ξεγυρισμένο φίστινγκ αλλά, επειδή μπορεί να το έχετε ξεχάσει, σας θυμίζω πως ο άνθρωπος που έκανε όλα τα παραπάνω δεν είναι παρουσιαστής κάποιας χιουμοριστικής εκπομπής αλλά Υπουργός Οικονομικών. (Εδώ).

Γενικά χρησιμεύει ως μια μεταφορά για μεταφορικό γαμήσι και πρόστιμο, τσο και λο κ.τ.ό.

Την οργή για το πολιτικό σύστημα να την βάλετε υπόθετο στον κώλο σας μαζί με φιστινγκ από δύο χέρια. (Πολιτικός σχολιασμός από σόσιαλ μήδεια).

Με την ένταξη της λέξης στη ζωή μας βέβαια δεν λείπουν οι παρεξηγήσεις:

-Θα φας φιστινγκ;
- ΦΙΣΤΙΚΣ ΡΕ ΓΙΑΓΙΑΑ, ΦΙΣΤΙΚΣ! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε να σας ενημερώσω ότι:

Τα γκόρτσα είναι τα φρούτα του δένδρου Αγκορτσιά (ή αλλιώς Γκορτσιά). Η Αγκορτσιά είναι ένα είδος αγριαχλαδιάς. Κατά βάση λοιπόν τα γκόρτσα είναι κάτι σαν αχλάδια ένα πράγμα.

Πάμε τώρα στον καθεαυτό ορισμό. Ορισμούς μάλλον, γιατί η έκφραση είναι πολυσήμαντη.

  1. Η φράση μου τίναξες τα γκόρτσα σημαίνει με κούρασες πάρα πολύ, με ξεθέωσες, με ξεπάτωσες, με ξεκώλωσες, με ξέκανες, με ξέσκισες, με ξεμούνιασες, μου έδωσες το μουνί στο χέρι, με πέθανες, με εξουθένωσες, με έφτασες στα όρια της φυσικής μου αντοχής. Όλα αυτά, το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί.

  2. Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει η δεύτερη σημασία της έκφρασης. Ένας άντρας μπορεί να χρησιμοποιήσει την έκφραση αυτή για να παινέψει τον εαυτό του σχετικά με την μεγάλη του αντοχή κατά τη διάρκεια του σεξ, καθώς και για την ποσότητα και την ποιότητα των οργασμών, της ευχαρίστησης και της ηδονής που μπορεί να προσφέρει στη σύντροφό του.

  3. Τέλος το τινάζω τα γκόρτσα σημαίνει δέρνω, πλακώνω στο ξύλο, αρχίζω στα μπουνίδια, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα είμαι ο αδιαμφισβήτητος νικητής του όλου διαπληκτισμού. Γενικεύοντας, σημαίνει ότι υπερνικώ με διαφορά τους αντιπάλους μου, ότι επιβάλλομαι δυναμικά, ότι είμαι ο καλύτερος με διαφορά.

Ετυμολογικά θα πρέπει να υποθέσω ότι το τίναγμα της Αγκορτσιάς για να μαζέψουμε τα φρούτα της θα πρέπει να είναι πάρα πολύ σκληρή και κουραστική εργασία. Γιαυτό και η έκφραση έμεινε υποδηλωτική μιας τέτοιας κατάστασης.

  1. - Σήμερα στο γραφείο έπεσε πολύ δουλειά. Μας τίναξαν τα γκόρτσα!!!!

  2. Νάρα: - Τάκηηηηη, θέλω κι άλλο... Τάκης: - Πας καλά μωρή; Μου τίναξες τα γκόρτσα και θες κι άλλο; Την πέφτω για ύπνο, κάνε παρτούζα μόνη σου... (Όπως είχε πει και ο Παπακωνσταντίνου: δεν πάει άλλο, μ' έχεις ξεκάνει κι από πάνω θέλεις κι άλλο!)

  3. Τάκης: - Νάρα, πάμε μωρό μου στο κρεβάτι να πηδηχτούμε, να σου τινάξω τα γκόρτσα!!!
    Νάρα: - Αχχχχχ Τάκη μου, τέτοια μου κάνεις και με τρελαίνεις!!!!!

  4. Τάκης: - Άσε ρε Μάκη χτες πλακώθηκα με τον πούστη τον Λάκη!!!!
    Μάκης: - Και, τι έγινε, ποιος τις έφαγε;
    Τάκης: - Του τίναξα τα γκόρτσα. Ένα με το δάπεδο τον έκανα. Αλοιφή τον έκανα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, γαμάω. Ειδικότερα, γαμάω μέχρις εξαντλήσεως κάποια σχετικά άβγαλτη ψωλίτσα ή, συνηθέστερα, ένα τεκνό που αφελώς νόμιζε ότι θα σπρώξει και μετά έμεινε να μονολογάει «αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». (Παραδείγματα 1 & 2)

Νομίζω ότι η φόρτιση της λέξης έχει μια αντίφαση. Από τη μια, το πούπουλο παραπέμπει σε κάτι ανάλαφρο, έως και παιχνιδιάρικο. Από την άλλη, το πρόθεμα ξε- εδώ είναι, θα έλεγα, και στερητικό και επιτατικό - βγάζω τα πούπουλα ένα-ένα μέχρι και το τελευταίο - και, βέβαια, η ίδια η αναφορά στο πουλί (κοτόπουλο;) παραπέμπει σε κάτι αδύναμο, σε άθυρμα και στην κατά κράτος επιβολή.

Όμως, και γιατί ντε και καλά αντίφαση; Έχω ακουστά ότι στην συνεύρεση η άσκηση εξουσίας δεν αποκλείει απαραίτητα το παιχνίδι.

Άλλες μεταφορικές σημασίες της λέξης έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη και στερούνται αργκοτικού ενδιαφέροντος. Π.χ. ξεπουπουλιάζω σημαίνει και εξαντλώ κάποιον οικονομικά, του τα τρώω μέχρι μίας. (Παρ. 3 & 4) Είναι επίσης και ενα μπανάλ και εύκολο κλισέ των αθλητικογράφων όταν αναφέρονται σε ευρεία ήττα μιας ομάδας που έχει κάτι φτερωτό στο όνομα ή στα σύμβολά της - λ.χ. οι δικέφαλοι αετοί ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, οι Πετεινοί της Τότεναμ, το Περιστέρι στο μπάσκετ κ.ο.κ. (Παρ. 5)

  1. Το Λιτσάκι; Το ξεπουπούλιασα, προχτές. Το κωλαράκι τσούζει ακόμα...

  2. Και λοιπόν, είμαστε με τη Νικόλ στο Αύτανδρο ψες και μπαίνουνε δυο τεκνά... έτσι, βλαχαδερά ήτανε αλλά μπάνικα, με δυο γκιόσες, αρραβωνιάρες ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, να κόψουνε κίνηση θέλανε και καλά, και αρχίζει η Νικόλ το παιχνίδι και να μη στα πολυλογώ, σε μισή ώρα φύγανε, σε μια ώρα νατα πάλι τα τεκνά χωρίς τα βρωμόμουνα και να κεράσουμε ποτό μας λένε, να κεράστε παιδιά... ε, να μη στα πολυλογώ, κατάλαβες, αυτή η περιέργεια τα έφαγε, πήγαμε πάνω στο σπίτι και τα ξεπουπουλιάσαμε, σου λέω, τα ξεπουπουλιάσαμε, σταμάτα μωρή λυσσάρα, της λέω της Νικόλ, άστα τα παιδιά, πρώτη φορά είναι, αλλά αυτή κρατημό δεν είχε, κρατημό...

  3. Aσπρομάλλης γέροντας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, εξομολογείται ότι παντρεύτηκε μια Oυκρανέζα, που αφού τον ξεπουπούλιασε, «βρήκε έναν γκόμενο» και τον άφησε στους πέντε δρόμους. (από εδώ)

  4. Με τον ΟΤΕ τα έχω από τότε που άλλαξε τον τρόπο τιμολόγησης (κάπου το 1998/1999) και μας ξεπουπούλιασε... Δεν ξεχνάω πόσα μας πήρε τότε με το νταβατζιλίκι του και περιμένω να τον γειώσω με την πρώτη ευκαιρία (ήδη τον έχω γειώσει μερικώς με εναλλακτικό φορέα και φραγή σε μερικά σταθερά). (από εδώ)

5α. Πάλι το ξεπουπουλιάσαμε το δικέφαλο κοτόπουλο. (από εδώ, Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-0)

5β. Με στόφα πρωταθλήτριας η Μάντσεστερ... ξεπουπούλιασε τους «πετεινούς». (από εδώ, Μαν.Γ-Τότεναμ 5-2)

5γ. Ο Ολυμπιακός ξεπουπούλιασε τους «Αετούς» της Λισαβόνας. (από εδώ, Ολυμπιακός-Μπενφίκα 5-1)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτη λέξη προέρχεται παρά του κλασσικού ανεκδότου (απαράδεκτον δια πράκτορας εάν δεν γιγνώσκεται παρά τα μέλη του σλανγκ.γρ) και υποδηλεί το ξαφνικό και επίπονο πρωκτικό σεξ ή μεταφορικώς την ξαφνική απειλή. Συνδυάζεται δε μετά της σχετικής χειρονομίας η οποία τελείται ως εξής: ο ομιλητής σφίξει γροθιά το αριστερό του χέρι και το κρούει με την δεξιά του παλάμη ίνα ακουσθεί ο γνωστός ήχος «πλατς!».

Α' Ανέκδοτο:

Δεγαμίων: Ω Ρουφοκώλων, πες μου, μετά της γυναικός σου πράττεται όλες τας στάσεις;
Ρουφοκώλων: Βέβαια!
Δεγαμίων: Ακομα και την «κεμπάπ»;
Ρουφοκώλων: Όχι, πως πράτεται ούτη;
Δ.: Λες της γυναικός σου να γδυθεί και στηθεί εις τα τέσσερα, βαίνεις σιγά-σιγά από πίσω της ίνα μη σε αντιληφθεί, και μπάπ!

Β' Πραγματικότις

Καυλαγόρας: Ήλθον το αφεντικό μου ύστερον από τας εκλογάς και φόρτωσέ με πλείστη εργασίας άνευ λόγου και αιτίας! Φαίδων: Αντελήφθην... κεμπάπ!

Λογοπαίγνιο «και μπάαααπ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιππεύω βίαια κάποια, την ξεμουνιάζω. Η προέλευση του είναι απο την έκφραση «μου 'μεινε στο χέρι», όταν κάτι χαλάει, ενώ είναι στα χέρια μας.

Πήρα βιάγκρα χτες και την έσκισα την Λωλότα. Της έδωσα το μουνί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «sax and violins», το οποίο αποτελεί λογοπαίγνιο του επίσης αγγλικού «sex and violence» (ήτοι «σεξ και βία», το οποίο χρησιμοποιείται και στη γλώσσα μας).

Λέγεται σε περιπτώσεις όπου θέλουμε να αναφερθούμε σε μια ανάλογη της έκφρασης κατάσταση, ή να απειλήσουμε κάποιον, αλλά υφίσταται ανάγκη κωδικοποιημένης διατύπωσης λόγου.

Λέγεται ότι ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον David Byrne των Talking Heads στο ομώνυμο τραγούδι (βλ. μήδι).

- Ιεροκλή, ακόμα μου χρωστάς εκείνα τα εκατό. Θες να σε αρχίσω στο σαξόφωνο και τα βιολιά δηλαδή;

(από Jonas, 25/05/09)(από jesus, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμμοχάλικο: Αδρανές υλικό που χρησιμοποιείται κυρίως στην οικοδομική τέχνη. Σχετικά: χαλίκι, λατύπη, ψαμμίαση, γαρμπίλι. Το αμμοχάλικο είναι στερεό μίγμα που διακρίνεται σε χονδρόκοκκο και λεπτόκοκκο ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων από τους οποίους αποτελείται.

Σλαγκικά: Χρησιμοποιείται ως εμφατικό στην απειλητική έκφραση «θα σε γαμήσω», οπότε και η έκφραση παίρνει την μορφή «θα σε γαμήσω με αμμοχάλικο».

Βοηθητικά υλικά κατά την διείσδυση - κατάταξη:

Προς διευκόλυνση / μεγιστοποίηση της απόλαυσης: Ως γνωστόν σε περιπτώσεις διείσδυσης του πέους στο αιδοίο ή τον πρωκτό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν βοηθητικά μέσα (κρέμες, ζελέ ή η κλασική βαζελίνη) με σκοπό την ελάττωση της τριβής κατά την είσοδο, ώστε να αποφευχθούν οδυνηρά φαινόμενα που θα εμπόδιζαν τον δέκτη να συγκεντρωθεί στο απολαυστικό τμήμα της διαδικασίας. Με την βοήθεια της κρεμούλας, αυτός που τον τρώει τον ευχαριστιέται περισσότερο.

Προς πρόκληση δυσχέρειας / μεγιστοποίηση του πόνου: Αντιθέτως με τα προηγούμενα, στην περίπτωση χρήσης αμμοχάλικου, το επιδιωκόμενο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση της τραχύτητας και της σχετικής τριβής, με συνεπακόλουθο την κορύφωση της αντίστοιχης οδύνης και την πρόκληση του μέγιστου πόνου στον αποδέκτη του καβλιού που απειλεί.

Άλλα υλικά με τα ίδια αποτελέσματα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυριολεκτικά ή να χρησιμοποιηθούν αντιστοίχως σε απειλή: γρέζια, σκλήθρες, γυαλόχαρτο.

Συνοψίζοντας, η προσθήκη του «με αμμοχάλικο» στην απειλή «θα σε γαμήσω» καθιστά ενήμερο τον αποδέκτη της φράσης ότι, όχι μόνο θα τον φάει, αλλά θα τον τσούξει, θα τον ματώσει, θα τον σκίσει, θα, θα, θα και γενικώς θα τον πονέσει όσο δεν παίρνει άλλο.

Και δεν το θέλουμε αυτό, δεν το θέλουμε α-α.

-Μου πήδηξες την γκόμενα ρε καριόλη; Το παραδέχεσαι έτσι ξερά; Θα σε γαμήσω, ρε σκατόπουστα, με αμμοχάλικο θα σε γαμήσω!!! Θα πεθάνεις ουρλιάζοντας και θα χέσω στον τάφο σου μετά ρε!!! (αρασέ / ζετέ / μπουκετέ / σάπισμα μέχρι να προλάβει ο ελεεινός να φύγει τρέχοντας κουτσαίνοντας για να μάθει να σέβεται)

Πού ξέρει κανείς τί κρύβεται πίσω από ένα αθώο πρόσωπο. Αυτουνού δεν του πονάει το εργαλείο ούτε με αμμοχάλικο. (από Galadriel, 28/02/09)To Λίλιαν με αμμοχάλικο (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.

-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή καλτ φιγούρας ελληνικού πορνό σινεμά. Συνήθης σύνταξη με το τροπικό ΕΕΕΕΕΤΣΙ....

Χρήση: ποικίλλει από συνθήκες σεξ μέχρι την παρουσία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. Και όλα τα ενδιάμεσα.

ΠΕΝΤΑΡΑ ΠΑΛΙ;;;;;ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΤΣΙ ΒΕΝΤΟΥΖΑ ΒΕΝΤΟΥΖΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified