Further tags

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μακρύ μεταλλικό σίδερο που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα της φωτιάς. Το άκρο του είναι ελαφρός γυριστό και κατά περίπτωση μπορεί να υπάρχει και χειρολαβή.

Οι πιο μεγάλες σε ηλικία γυναίκες σε πολλά χωριά της Λευκάδας το χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν το αντρικό γεννητικό μόριο.

  1. Έχασα το σουδαύλι και κάηκα προσπαθώντας να φτιάξω τα ξύλα στη φωτιά.

  2. Αχ αυτή η γυναίκα δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο, όλο το σουδαύλι έχει στο μυαλό της.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, το παλαμάρι. Συχνά αναφέρεται στο καβλί νεότερου σε ηλικία ανδρός.

- Έλα ρε τι έμαθα; Με τη Μαρία, μπαγασάκο; Πώς έγινε;
- Ε, όλο μου τριβόταν και σούξου μούξου. Της πετάω κι εγώ το πιτσιφλίκι και την πήγα πίπα-κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.

  • βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
  • βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
  • γκαφλί (Κοζάνη)%
  • δαυλί (Αρκαδία)%
  • κακαλιά, το δέντρο%
  • καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
  • κολόκα, η κολοκύθα%
  • κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
  • κουκούνα (Εύβοια)%
  • κουμπούρα (Σπάρτη)%
  • κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
  • λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
  • ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
  • μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
  • μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
  • μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
  • μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
  • μπιτχάς (Γιάννενα)%
  • μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
  • μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
  • μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
  • παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
  • παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
  • παύλος (Σφακιά)%
  • πόντσος (Μάνη)%
  • πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
  • πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
  • ράι, η ουρά (Ικαρία)%
  • ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
  • σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
  • σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
  • σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
  • συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
  • σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
  • τζένιο (Κρήτη)%
  • τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
  • τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
  • τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
  • τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
  • ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
  • χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
  • χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
  • χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)

Αρχίδια

  • αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
  • αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
  • αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
  • αμελέτητα%
  • αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
  • αχαμνά%
  • αποκατινά%
  • βαριδάκια, βαρίδια%
  • βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
  • γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
  • δέκαρα%
  • δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
  • ζουβάχια (Κρήτη)%
  • καρύδια%
  • κοκόβια (Χίος)%
  • κούρκουτα (Κρήτη)%
  • λυμπά (Κύπρος)%
  • μπάλες%
  • μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
  • τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
  • τρυφερά, τρυφερούλια%
  • φαμελιά (Κοζάνη)%
  • ψαχνά

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.

So preach us of your willy or John Thomas (από σφυρίζων, 10/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως ρουστίκ εκδοχή της ψωλής. Εκσλάνγκευση του επινοημένου αρχαϊκού ψωλάριον.

  1. Και μονομιάς τον πέταξε καταγής (ολότελα αδιαφορώντας για τον Ντάντε που παραδίπλα κοίταγε κοκαλωμένος) κι έπεσε πάνω του ουρλιάζοντας, χουφτιάζοντας το ορθωμένο το ψωλάρι του

  2. έχεις το ζωνάρι (συγνώμη το ψωλάρι) σου λυμένο για καυγά...

  3. Ρε Χάρη. Κρύβεις στο στόμα σου ένα ψωλάρι;

  4. Μήπως αυτό που έχεις συνέχεια στο μυαλό σου και είναι το «ψωλάριον» του επιβήτορά σου;

(Από το διαδύκτιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική πασπαρτού προτροπή να μην κακομαθαίνουμε τα υποκείμενα της περιφρόνησης μας γυναίκες, χωριάτες, τουρκαλβανά, γουατέβα γιατί μοιραίως θα ανέβουν στο κρεβάτι μας να μάς γαμήσουν.

Η αρχική διατύπωση («τον Τούρκο και τον πούτσο, όσο τον χαϊδεύεις σηκώνεται») αποδίδεται στον Γεώργιο Καραουϊσκάκη.

- Ο χωριάτης είναι σαν τον πούτσο. Όσο τον χαϊδεύεις, τόσο σηκώνεται.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»)

- Η γυναικα ειναι σαν τον Πούτσο ... οσο τη χαιδευεις σηκώνει κεφαλι!!!
(φεησμπουκάκι)

- Οι συνδικαλιστές στην Ελλάδα είναι σαν το πουλί σου. Όσο τους χαϊδεύεις, τόσο σου σηκώνονται.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πουτσοπνιχτών, ενίοτε αλληλεπικαλυπτόμενες:

Ι. Πουτσοπνίχτης ο αυνάνας

Τη μαλακία πολλοί αγάπησαν: σε σκοτεινές στιγμές ένδειας και ελλείψει συντρόφου με εφές πίλσεν στο πνίξιμο κουνελίων, οι λεβέντες πάντα παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους. Άλλωστε, αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι που λένε και στο χωριό μου.

Προσοχή όμως: πουτσοπνίχτες δεν αποκαλούμε τους συμβατικούς εραστές της Μαρίας Παλάμη. Μόνο τους χοντρομαλάκες, αυτούς δηλαδής που βγάζουν ρόζους στα χέρια από το χερογλύκανο.

Για πιο εγκεφαλικούς τύπους που δεν αρκούνται στο κάτω κεφάλι, βλ. πνιχτή.

ΙΙ. Πουτσοπνίχτης ο καίων τη βάτα

Άλλο ένα συνώνυμο του πούστης. Οι πουτσοπνίχτες αυτής της κατηγορίας είναι συχνά και μοντελοπνίχτες, καθ' ότι την πηδάνε τη Μακρυπούλια.

Ασίστ για τον δεύτερο ορισμό: vikar.

- Ευτυχώς που ακούγαμε κανένα «μάζεψε τα φύλλα από τα δέντρα», «η εξάρτυση σου έγινε βυζοθήκη» , «είσαι πουτσοπνίχτης» , «έφαγα μπιφτέκωμα» ,«νιούτον», «νεοστραβούλιακα»,« φίδιασα και δε με μπάνησαν»,«ψαρίλαε βρωμοπόντιξ», «περνάει ο στρατός», «σφίξε μου τον πάπαρο», «ο τάκος στη σέντρα», «ημιανάς», «ξέρετε ποιων είστε απόγονοι» και γελάγαμε. Ευτυχώς που τα πέρασα σε ηλικία 20 ετών και δε με «τσούξανε» τόσο. (εδώ)

- ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΑΜΕ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗ ΤΩΡΑ ΜΑΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑ..ΟΚ..ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ,,ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΤΟ ΛΑΜΟΓΙΟ ;ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗΣ..
(εκεί)

- κομπλεξικε πουτσοπνιχτη κλαψεεεεεεεεεεεε..γαμω το σπιτι σου παλιοπουσταρα..Υ.Γ τα παραπανω τα εγραψα για να σε επιβεβαιωσω μωρη αχορταγη χυσορουφηχτρα..συνεχισε τωρα την κλαψομουνιαση..σε επανασυνδεω με την καραπουτσακλαρα μου,μεχρι να βρεις το θαρρος να ερθεις να μου κλαφτεις μπροστα μου παλιοπεοεπαιτη..
(παραπέρα)

- Το πορτραιτο του Ντοριαν Πεη, Το ρέμα του Πουτσοπνιχτη, Στον Βόλο θα σε πάρω απ τον κώλο, Το σκληρό πουλί της νιότης
(τίτλοι κινηματογραφικών υπερπαραγωγώνε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καδρόνι είναι η σανίδα, και συνήθως αναφέρεται στη σανίδα που μπαίνει πάνω στις σκαλωσιές. Αυτό το κομμάτι του ξύλου έχει την ιδιότητα να είναι γερό (ώστε να αντέχει το βάρος του πτωχού πλην τίμιου οικοδόμου), αλλά και μακρύ για να πατάει στις δύο άκρες της σκαλωσιάς.

Το ρήμα καδρονιάζω, σλανγκικώς αναφέρεται στο ανδρικό μόριο, και στην ικανότητά του να γίνεται ντούρο και μακρύ -ή όχι.

- Ρε μαλάκα, τον τελευταίο καιρό είμαι χάλια...
- Ψυχολογικά;
- Ναι, μιλάμε με παρακαλάνε τα κοριτσάκια, κι εγώ δεν έχω όρεξη να τα συγυρίσω. Τι να πω...
- Σοβαρή κατάσταση. Δλδ δεν σου σηκώνεται;
- Μου σηκώνεται, αλλά...
- Ρε καδρονιάζει το εργαλείο;
- Καδρονιάζει, αλλά θέλει την ώρα του...
- Τότε μπορεί να είναι και θέμα διατροφής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified