Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.

  1. Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.

  2. Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω.

Την επήδαγε, την επήδαγε ώσπου χυσεντερίστηκε και πήγε στο διάολο (από μνήμης οτι θυμάμαι από κάποιο μυθιστόρημα του Ν.Καζαζντάκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.

Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.

Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και

α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].

Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).

Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........

  1. - Μωρή χαρχάλα, και το Μανώλη και το Στρατή και το Μανούσο....δεν έχεις αφήσει άντρα για άντρα...

2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.

από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει με μεγάλη όρεξη, βουρ στον πατσά, γιούργια στον νταμπλά με τα κουλούργια κλπ αλλά κυρίως για σεξουαλικές επιθέσεις. Επίσης αφορά στο ξερογλείψιμο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κάποιου όταν είναι έτοιμος για το συγκεκριμένο ντου (βλ. και το παρεμφερές θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει). Η φράση προέρχεται από τον τρόπο που οι σκύλες κωλοτρίβονται σε παλούκια (=καζίκια) και λοιπά αιχμηρά όταν έχουν οίστρο. Από Κρήτη.

- Την είδες ρε την ψώλα τη Βάσω, μόλις είδε το τουτού, άρχισε τα σάλια. Και πριν τον είχε στο κλάσιμο το γυαλαμπούκα...
- Σαν τη σκύλα στο καζίκι! Ου να μου χαθεί...

(από xalikoutis, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει μουνί, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ κοπέλλα, κορίτσι, γυναῖκα. Εἰδικῶς αὐτὴ ἡ λέξις τῆς Καστρινῆς ἔχει καὶ εὐρύτερη ἀπήχησι στὴν Ἥπειρο.

Ἐτυμολογικῶς, προκαλεῖ ἐντύπωσι ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν πραγματικὰ «βαρειὰ» λέξι pachocho, ἡ ὁποία σημαίνει στὰ ἰταλικά, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τοπολαλιὰ τῆς Σαρδηνίας, προστυχόμουνο, βρωμόμουνο, παληόμουνο.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

- Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφ(λ)ωμα

Τουτέστιν:

- Ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και η θάλασσα είναι οι μήτρες της ζωής. Ωσεκτουτού, εμείς οι Έλληνες με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή και αιώνες ναυτικής παράδοσης είμεθα κατ εξοχήν έθνος θαλασσόκαβλων. Η Ελλάδα μας είναι η γης όπου για πρώτη φορά έβερ μουνί έσυρε καράβι (και συνεχίζει να το πράττει).

Σαν λαός γνωρίζουμε καλά ότι το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι· με φουσκοθαλασσιές στο παντελονόψαρο ψωλαρμενίζουμε την πουτάνα τη θάλασσα και βουτάμε ως αφρο-δύτες στα βαθειά με καμάκι ανά χείρας εις άγραν θαλάσσιας μουνίδας.

Οι πιο τυχεροί θα βγάλουν καμιά χταποδιάρα, οι λιγότερο θα μπλέξουν στα δίχτυα κάποιας φαρμακομούνας μύδουσας. Άλλοι πάλι θα πάρουν τον λούτσο, τρώγοντας μυδοπίλαφο από κάποια λείψυδρη στρειδομούνα και θα μείνουν σαν μια πούτσα στο Αιγαίο. Οι πιο φρόνιμοι θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο: δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν την θαλασσινή μας μουνοπαράδοση με το μικρό αυτό θαλασσομουναπάνθισμα:

♪♫ Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει
πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη ♪♫

(Τζιπάκος)

() *Πηγή: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified