Ο γαμιάς!
Κρύφτε τις γυνάικες σας! Σκάει ο Κωστάκης ο μέγα χώστης!
Ο γαμιάς!
Κρύφτε τις γυνάικες σας! Σκάει ο Κωστάκης ο μέγα χώστης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.
Got a better definition? Add it!
Πρόταση-ξεκάρφωμα για την ερωτική συνεύρεση πολλών ατόμων την ίδια στιγμή.
- Το βράδυ θα πάω σε ενα πάρτυ με ούζα.
- Θα κακοπεράσεις πάλι κουφάλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.
Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Α.Τ.Μ.
Αφενός είναι το Automated Teller Machine, δηλαδή το ηλεκτρονικό μηχάνημα στις τράπεζες που βγάζει κασέρι και επιτρέπει και άλλες τραπεζικές συναλλαγές.
Αφεδύο είναι αρκτικόλεξο από τον μαγικό κόσμο της τσόντας για το Ass To Mouth. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το πίπα-κώλο κι αυτό είναι το κώλο-πίπα. Όπως περιγράφει γλαφυρά ο slangprof στον σχετικό ορισμό, το κώλο-πίπα (ή Α.Τ.Μ.) έχει μια σπάνια προστυχιά και βρωμιά, γυναίκα που το κάνει "είναι να την πας νύφη στη μάνα σου", σύμφωνα με τον Προφέσορα, καθώς οι καφροσέξουαλ εραστές, που αρέσκονται στα παρόμοια, φαίνεται ότι ηδονjίζονται στη σκέψη ότι κερνάνε στην/ον ερωμένη/ο μεζέ από τον ίδιον αυτής/ού πρωκτό δίκην τσιμπούμεραγκ. (Για τους περισσότερους βέβαια κάτι τέτοιο παραμένει απλώς υγρό όνειρο κατά τη διάρκεια αριστερού ποντικώματος).
Το πίπα-κώλο βεβαίως εδώ και καιρό χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος κυριολεκτικά γαμιέται πολύ άσχημα, την πατάει γερά. Το Α.Τ.Μ. ως κώλο-πίπα είναι ακόμη χειρότερο. Δεν είχε περάσει μαζικώς στην αργκό, παρά ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστό κυρίως στους μύστες του πορνό που το χρησιμοποιούσαν ως σεξουαλική κωδική ονομασία. Πλέον έχει δώσει λαβή για πολλά λολοπαίγνια μετά τα πρόσφατα capital controls, γύρω από τη διενέργεια του ελληνικού δημοψηφίσματος 2015, οπότε οι Έλληνες συνωστίζονται στα ΑΤΜ για να βγάλουν χρήματα, όσο υπάρχουν, μέχρι κάποιο μικρό όριο, λ.χ. 60 Ευρώ ή και λιγότερα. η κατάσταση αυτή βιώνεται από πολλούς ως άγρια τσόντα, με αποτέλεσμα πολλά λολοπαίγνια και υπονοούμενα τ. wink wink nudge nudge, τα οποία με τη σειρά τους κάνουν περισσότερο γνωστό το αγγλικάνικο αρκτικόλεξο ΑΤΜ (Ass To Mouth). Υπάρχουν βεβαίως και πολλοί ψυχανάλατοι συσχετισμοί μεταξύ πρωκτού και χρημάτων, σχετικοί με το πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης, οπότε ήρθε κι έδεσε.
Got a better definition? Add it!
Πάλι με γριές τραβιέται ο Γιαννάκης. Όλοι τον φάγανε ότι σιγά σιγά γίνεται ζιγκολάκιας.
Ο μικρός σε ηλικία ζιγκολό. Ο άνθρωπος που κάνει τα πρώτα του βήματα στο να αποσπάει χρηματικά ποσά από μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες ως αμοιβή για σεξουαλικές πράξεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για να απαντηθεί το ακανθώδες ερώτημα «πόσο χύνει ο μέσος αρσενικός στη ριξιά», κάτι εκατοντάδες συνειδητοποιημένοι και επιπλέον, συστηματικοί μαλάκες με πατέντα, κάθε είδους, για το καλό της επιστήμης, κατέθεταν μετά από κάνα δυο μέρες αυστηρής αγαμίας τα χύσια τους για ικανό διάστημα.
Στο ρεζουμέ· κάτω από 1,5ml δεν δικαιούσαι να λαγνοβοάς «χύνω», αλλά μάλλον «στάζω», ενώ από 5,5ml και πάνω στη ριξιά, ειδικά την πολλαπλή τοιούτη, νταξ… δεν χύνεις και κουβάδες, αλλά επιστημονικώς κρίνεσαι πανάξιος του σλανγκικού όρου «χυσιάρης».
Κι επειδή τα φλόκια απλώνουν όταν δεν καταλήγουν στην καπότα ή στις οπές για τις οποίες προορίζονται, μ’ αποτέλεσμα να ξεγελούν στο ..μάτι· 5ml φουλάρουν άνετα ένα κουταλάκι του γλυκού.
Καρατσεκαρισμένο δε, πως οι χυσιάρηδες είμ είναι σαφώς πιο ...γαμιάδες και καρπεροί.
Για τους μη, σαφώς κι η κατάσταση βελτιώνεται αν κόψεις ξενύχτια και ουσίες, το ρίξεις στα μπίο, στα μπόλικα υγρά πλην τα ξίδια, αφήνεις τις μπαταρίες να γεμίσουν πριν τις ξαναβγάλεις οφ, και προπαντός αν στα προκαταρτικά το παίξεις υπερπαραγωγή.
Αλλά κακά τα ψέματα… Αν δεν σου το ‘χουν τα γονίδια…
1ο
…να γεμίσω το κεφάλι μου με μία και μόνη ιδέα, μια σκέψη υπέροχη όμως, πολύ πιο ισχυρή απ' το θάνατο, κι ότι θα μπορούσα με μόνη την ιδέα μου να χύσω παντού, από ηδονή, ανεμελιά και θάρρος. Ένας χυσιάρης ήρωας. Από θάρρος θα 'χα μπόλικο εγώ. Θα μου ξεχείλαγε μάλιστα από παντού το θάρρος, κι η ζωή η ίδια δεν θα 'ταν πια τίποτε άλλο από μια ολάκερη ιδέα θάρρους που θα 'σπρωχνε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα, απ' τη Γη ως τον Ουρανό. Και επί τη ευκαιρία, θα 'χαμε επιπλέον τόση αγάπη, που ο Θάνατος θα 'μενε κλεισμένος μέσα της, αντάμα με την τρυφερότητα, και θα 'ταν τόσο καλά εντός της, τόσο θαλπερά, που θα το φχαριστιόταν επιτέλους ο μπαγάσας και θα τον γλεντούσε εντέλει τον έρωτα κι αυτός, όπως όλοι. Να τι θα 'ταν ωραίο!
(Απ’ το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», του Louis-Ferdinand Céline (1894-1961) σε μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου σε έκδοση του «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»)
2ο
-Συγχαρητήρια συνάδελφε Vanzel για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του θέματος, που απ' ότι φαίνεται κατέχεις καυλά ;) Αφού ταιριάζουν τα γούστα μας... κι επειδή βγάζω κι εγώ ΠΟΛΥΥΥ πράγμα... τι θα 'λεγες να κανονίζαμε να πάρουμε παρεούλα καμιά πουτανίτσα (πχ Jennifer) και να της ασπρίσουμε την μούρη;
-Κι εγώ είμαι χυσιάρης πολύ. Να κανονίσουμε κάνα bukake αλλά όχι με cg σε ct γιατί δαγκώνουν!
3ο
Κάνε upload δαχτυλάδα στη λότρυπα να την δεις μερακλής και χυσιάρης...
(Συμβουλή προς έχοντα μέγα πρόβλημα χυσίματος)
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιάς κοπής, από τότε που το «χαλώ» αναφερόμενο σε ..κόρη, σήμαινε «ξεπαρθενεύω».
Αντανακλά σαφέστατα τα ήθη μιας ολόκληρης εποχής που ευτυχώς θεωρείται πλέον απ’ την συντριπτική πλειοψηφία οριστικά ξεπερασμένη, τουλάχιστον εδώ στη Δύση.
Η σχέση του ωμέγα με τον κώλο είναι γνωστή απ’ στον Dirty Talking στο σάιτ (εδώ) και χρόνια.
Προφανέστατα λοιπόν η φράση ισοδυναμεί με το «ξεπαρθενεύω κι από πίσω κι από μπρος».
Κατά συνέπεια απομένει στο θήτα ο ρόλος του μουνιού και δη του παρθένου τοιούτου. Κι αν το πεζό ωμέγα αναμφισβήτητα αποτελεί ακριβή οπτική αναπαράσταση του κώλου (..κυριολεκτώ), δεν συμβαίνει το ίδιο με το θήτα που, παρότι δεν είναι παρόμοια όλα τα παρθένα μουνιά, αρκεί να το προφέρει κανείς και γίνεται σαφέστατο πως αποτελεί άψογη αναπαράσταση του συνδυασμού χειλιών και γλώσσας.
Όμως το μουνί τα έχει αμφότερα πακέτο αφού και τα μουνόχειλα παίζουν και για το γλωσσίδι του μέχρι κι άσμα έχει γραφεί!!
Τώρα για το συνέβη ..ετυμολογικά…
-Πώς ξετσούπισε έτσι το Ποπάκι, ρε συ!
- Άμα μπει ο διάολος στο βρακί!
- Και ποιος τη χάλασε;
- … … …
- Χέσε με!!
- Στήσου μαλάκα!! Και το θήτα και το ωμέγα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Νιτσών: Αυτές που βγαίνει από το πουτανίτσα και αυτές που βγαίνει από το μουνίτσα.
Στη δεύτερη περίπτωση, ως νίτσα μπορεί να χαρακτηριστεί νεαρό πιπινοειδές και λολιτοειδές μουνίδιον που είναι στις καύλες του απάνω. Ενίοτε σχηματίζεται πλήρες ονοματεπώνυμο Νίτσα Μουνίτσα, με ένα τσαχπινογαργαλιάρικο ζενεσεκουά, άλλοτε αναφερόμαστε σε κάποια σέξι Ελε-Νίτσα ως νίτσα, άλλοτε λολοπαιγνιωδώς χρησιμοποιούμε μια Γενική Κτητική Νίτσα μου Νίτσα μου, you get the idea. Από την άλλη, μια χρησιμοποιούσα το αρκετά απαρχαιωμένο υποκοριστικό Νίτσα μπορεί να είναι και ηλικιωμένη θειόκα, το οποίο δεν μας αποθαρρύνει, αλλά μάλλον μας παροτρύνει να χρησιμοποιήσουμε και στην περίπτωση της θειας το εν λόγω υπονοούμενο.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω, αβέλω πιασμάν. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το θεωρεί ιταλικής προέλευσης, όπως και το μπράτσο (βλ. braccio, braccietto).
Να τα μπρατελιάσματα, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.
Got a better definition? Add it!