Further tags

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επαγγελματίες του σεξ έχουν σχετισθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο κυρίως με τα είδη κιγκαλερίας και δη με το γνωστό σε όλους μας κάγκελο, κάτι που ο yabihten έχει επαρκέστατα καταγράψει.

Παρά ταύτα, ο σύνθετος κόσμος του αγοραίου έρωτα έχει δημιουργήσει και άλλες συνδέσεις με εντελώς διαφορετικά αντικείμενα, ένα εκ των οποίων περιγράφεται παρακάτω, υποδηλώνοντας πάντα κοσμοσυρροή και μία γενικότερη κατάσταση πανικού από την πολυκοσμία.

Ιστορικά λοιπόν, τα μπουρδέλα στεγάζονται σε παλιά, πολλές φορές ετοιμόρροπα κτίρια, των οποίων η θέρμανση δεν εξασφαλίζετο κεντρικά ή μέσω σύγχρονων θερμαντικών σωμάτων, αλλά μέσω του παραδοσιακού μαγκαλιού. Στον χώρο αναμονής το μαγκάλι ήταν τοποθετημένο κεντρικά για να μπορέσει να θερμάνει όσο δυνατόν περισσότερο το χώρο, οπότε, είτε καθαρά για λόγους χωροταξίας είτε για λόγους αποφυγής του κρύου, ήταν το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο περίμεναν οι πελάτες, δημιουργώντας την προαναφερθείσα πολυκοσμία και κοσμοσυρροή.

Συνώνυμο των εκφράσεων αυτών είναι και το γνωστό μας «της πουτάνας το μουνί» ή στην συντετμημένη του μορφή το «πουτανομούνι», το οποίο για ευνόητους λόγους παραπέμπει στη γνωστή κοσμοσυρροή.

- Πήγαμε στο El Pecado την Παρασκευή που είχε opening.
- Πώς ήταν; Είχε κόσμο;
- Τι λε ρε μαλάκα; Τι κόσμο; Της πουτάνας το μαγκάλι γινόταν. Και πού 'σαι... Τίγκα στο αιδοίο μιλάμε. Τα είδα όλα κωλυόμενα.

(από acg, 25/05/08)(από acg, 25/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...

Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.

Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...

Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας

- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...

Ο Λευκορώσσος αμυντικός Alexander Hleb με τη φανέλα της Άρσεναλ. Επί του παρόντος, αγωνίζεται στη Μπουντεσλίγκα με τη Στουτγάρδη. (από allivegp, 23/09/09)χλεμπόν χλεμπόν (από BuBis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό σύστημα επικοινωνίας που είχαν επινοήσει οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές της Κέρκυρας στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, για να συνεννοούνται από κελί σε κελί. Επρόκειτο για την κλασική μέθοδο χτυπημάτων στον τοίχο, τα οποία σήμαιναν κάποιο γράμμα του αλφαβήτου. Η αρχική μορφή του σαντουριού εσυνίστατο στην απόδοση κάθε γράμματος με αριθμό χτυπημάτων ανάλογο της σειράς του στο αλφάβητο. Πχ α= 1 ντουπ, β= 2 ντουπ, κ= 10 ντουπ, χ, ψ, ω= συναυλία κρουστών κλπ.

Σύντομα το σύστημα απλοποιήθηκε μέσω κωδικοποίησης, ενώ αργοτερότερα, με την υιοθέτηση ενός καταλλήλως τροποποιηθέντος μορσικού αλφαβήτου το πράγμα έγινε έτι απλούστερο και ασφαλέστερο.

Άλλο μέσον διαβίβασης πληροφοριών ήταν ο μυστηριώδης ντολμάς, ορολογία που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για διακίνηση σημειωμάτων τυλιγμένων μέσα σε κάτι που δεν κινούσε υποψίες.

Εν παρόδω: Η αργκό των κρατουμένων περιλάμβανε επίσης υπαινικτική χρήση της τυπικής γλώσσας. Όταν πχ ήθελαν να πουν ότι μια συγκεκριμένη καβάτζα δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για το κρύψιμο σημειωμάτων επειδή είχε βάρδια κάποιος υποψιασμένος, σκατόψυχος φύλακας, έλεγαν: Τον Δεκέμβρη (= φύλακας) στη λίμνη Τσάνα (= λεκάνη του νιπτήρα) γίνεται μεγάλη αναταραχή. Έτσι, το μήνα αυτό, απαγορεύεται η ναυσιπλοΐα εκεί (= μην αφήνετε σημειώματα). Πράγμα που θυμίζει στον λημματογράφο οτι ο πατήρ του και άλλοι ανεπιθύμητοι φαντάροι στη Μακρόνησο του 1958 πληροφορήθηκαν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών μέσω γραμμάτων συγγενών που τους ενημέρωναν ότι στο χωριό τσακώθηκαν ο Κώστας (= Καραμανλής) και ο Γιάννης (= Πασαλίδης) για τα πρόβατα, και στο τέλος πήρε ο Κώστας 41 και ο Γιάννης 24. Ή μέσω κάποιων παραπλεόντων μυημένων / μιλημένων / συμπαθούντων καραβοκυραίων οι οποίοι, με ανάλογο αριθμό σφυριγμάτων της μπουρούς, πληροφόρησαν τους παροπλισμένους αριστερούς φαντάρους ότι η ΕΔΑ έλαβε 24%.

Η κρητικιά μήτηρ του λημματογράφου συνέβαλλε στην παρούσα ανάρτηση με την αλληγορική κραυγή τα βούγια στα σπαρτά! με την οποία ενημερωνόταν το χωριό ότι οι ερχόμενοι Γερμανοί (= βόδια) εγκατέλειπαν τη δημοσιά και άρχιζαν κυκλωτική κίνηση μέσα από τα χωράφια για να εγκλωβίσουν αυτούς που φρόντιζαν να κρύβουν / τροφοδοτούν / φυγαδεύουν οι ντόπιοι.

Το νέο σύστημα μετάδοσης, με χωρισμένα σε ομάδες τα γράμματα του αλφαβήτου, το «σαντούρι», όπως το βάφτισαν οι παλαιότεροι στην απομόνωση, κάνει θαύματα.
[...]
Ο «ντολμάς» είναι μέθοδος ανταλλαγής σημειωμάτων.
[...]
Μιά βραδιά ο Ορφέας μου «απάγγειλε», με το σαντούρι, ολόκληρο λυρικό ποίημα που είχε φτιάξει για να τιμήσει την αγαπημένη του.
[...]
Πραγματικά το είχαν παρακάνει οι σύντροφοι με το σαντούρι.

Βασίλη Α. Νεφελούδη «Αχτίνα Θ.» (αναμνήσεις 1930-1940). Εκδ. Ολκός, 1974.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αστυνόμος, ο τροχαίος, ο τηρητής της τάξης και του νόμου, ο κατά κόσμον μπασκίνας.

Τα παράγωγα της λέξης είναι το μπατσικό (περιπολικό) και η μπατσαρία (η αστυνομία σ' ένα γενικότερο) ενώ γνωστό είναι και το κλασικό πλέον σύνθημα μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θέλει να αναφερθεί χαϊδευτικά σ' έναν εκπρόσωπο του είδους, υπάρχει και η εκδοχή μπατσούλης (δέον να χρησιμοποιείται με μέτρο).

Η GLX βερσιόν του μπάτσου είναι ο μπάτσμαν.

- Πέρνα ρε μαλάκα, πορτοκαλί είναι, δηλαδή τι πορτοκαλί, σαν ώριμη ντομάτα...
- Όχι ρε πούστη μου! Μπάτσος! Τι θέλω και σ' ακούω ρε άχρηστε;

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φαίνεται από το δεύτερο παράδειγμα του άλλου ορισμού, σκατοψύχι κυρίως είναι το άγριο βρισίδι που ρίχνεις σε νεκρό, τ. σκατά στον τάφο του, σκατά στην ψυχή του, και αυτό φαίνεται ότι ήταν και η αρχική σημασία του όπως δείχνει ο Νίκος Σαραντάκος εδώ.

Κι εκείνος ο ενανθρωπισμένος Σατανάς;
πανάθλιος όπως ήταν, άθλια είχε τύχη.
ψόφο κακόν εβρήκε, μην τον συχωρνάς,
του γιόμισε ο λαός το λάκκο σκατοψύχι.
(Από το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα Τυραννομάχος για τον Ιωάννη Μεταξά).

Στο ίδιο άρθρο του Νίκου Σαραντάκου, βρίσκουμε μια ειδική σημασία της λέξης, που σήμαινε σε ορισμένα μέρη και την αμοίραστη περιουσία, δηλαδή την περιουσία που άμα δεν μοιραστεί, όπως πρέπει, όσο ζούνε οι κληροδότες ή με μια καθαρή διαθήκη, μετά οι κληρονόμοι θα μπλέξουν τόσο πολύ να την ξεδιαλύνουν, ώστε θα τους σκατοψυχίζουν στον τάφο τους.

Οι άκληροι γονείς δεν αφήνουν σκατοψύχι, όπως λένε την αμοίραστη περιουσία τους. Τη μοιράζουν όλη, να μη την βρούνε οι κληρονόμοι και σκοτωθούν μεταξύ τους. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμείς οι αιμοσταγείς χασάπηδες δε σηκώνουμε και πολλά-πολλά. Λίγα τα λόγια λοιπόν, μη γίνει η σφαγή του Δράμαλη εδώ μέσα:

Τσατίρα είναι το βαρύ μπαλταδάκι / χασαπομάχαιρο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των οστών του σφαγίου και τον τεμαχισμό του σε μπριτζολίκια, κόντρα φιλέτα και λοιπά ορεκτικότατα.

Η γραφή τσατήρα που εντόπισα στο νέτι δικαιολογείται από την προέλευση της λέξης, το ταυτόσημο τουρκικό satır. Αν κάποιος άφρων έχει αντίρρηση, να έρθει με την τσατίρα του να καθαρίσουμε. Εγώ πάντως θα έρθω με αυτό και θα τον σατιρίσω καταλλήλως.

Ιδού

«...άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί»
Μάρκος Βαμβακάρης - Αυτοβιογραφία, Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ. Εκδ. Παπαζήση

Νομίζω ότι πλέον πρέπει να αντικατασταθεί το μαχαίρι με έναν μπαλτά ή μια σατίρα.* Να μην φτάνει στο κόκκαλο. Απλά να το κόβει τελείως.
σατίρα = το εργαλείο που ο χασάπης κόβει τα χοντρά κόκκαλα, βαρύ και αποτελεσματικό.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το γίνομαι Λούης.

Κάνω την πάπια, σφυράω αδιάφορα, κάνω τον παλαβό, τον Κινέζο. Ρετρό σλανγκιά του '30, της οποίας ωστόσο έχει καταγραφεί μια χρήση το 2006 (κρυφοκοιτάξτε στο α' παράδειγμα με προσοχή μη σας έρθει καμιά αδέσποτη).

  1. Ικανοποιώντας ερωτήματα αναγνωστών αναφέρουμε ποιος ήταν ο Μοσκιός, τον οποίο χρησιμοποίησε προχτές η Αλέκα Παπαρήγα, λέγοντας «Η ΝΔ κάνει τον Μοσκιό»: Στις 6/1/1931, στην Καλλιθέα, έγινε ένα φρικιαστικό έγκλημα που συντάραξε το πανελλήνιο. Η Αρτεμις Κάστρου και η κόρη της Φούλα Αθανασοπούλου, με τη βοήθεια του ανιψιού τους Μοσκιού, σκότωσαν τον Μήτσο Αθανασόπουλο, σύζυγο της Φούλας. [...]
    Οι δύο γυναίκες δικάστηκαν [...] Στο δικαστήριο κλήθηκε και ο ανιψιός τους Μοσκιός, που βοήθησε τη Φούλα και την Κάστρου να δολοφονήσουν τον Αθανασόπουλο. Ομως σε όλη τη διάρκεια της δίκης δεν είπε λέξη. Η παροιμιώδης «σιωπή» του στο δικαστήριο, καταγράφηκε στη συνέχεια ως λαϊκή ρήση. «Κάνεις τον Μοσκιό», έλεγε ο κόσμος. εδώ

  2. Το 1932 ο Ιάκωβος Μοντανάρης έγραψε ένα τραγούδι που πούλησε 250.000 δίσκους [...] Ο τίτλος του ήταν "Κακούργα πεθερά" [...] μουσική απόδοση της πιό πολύκροτης αστυνομικής υπόθεσης [...] μιά ολόκληρη χώρα ασχολούνταν επί δύο χρόνια με αυτό το έγκλημα [...] ο μικρός Μοσκιός, ένα παιδάκι μειωμένης αντίληψης [...] γιά πολλά χρόνια η φράση "κάνει τον Μοσκιό" σήμαινε "παριστάνει τον τρελό".

Δημ. Καμπουράκης "Μιά σταγόνα Ιστορία. Μέρος Τρίτο" εκδ. Πατάκη 2013

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης

Τουρκομερίτικη ρεμπετιά που παραπέμπει σε θυμό, αγριάδα, ή και αγύριστο κεφάλι.

♪♫ Ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το σινάχι
Και δεν ανακατεύομαι σινάχη μου
σε ότι κι αν σου λάχει
♪♫
(Μ. Βαμβακάρης, «Ο σινάχης», 1934)

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται ενίοτε κι ως φιλοφρόνηση:

Η προσφώνηση «μπουλασίκι μου» χρησιμοποιείται θετικά, όπως ντερβίση μου, μάγκα μου, κλπ. Τη συναντάμε και στη Δροσούλα του Καζαντζή. (Γεια σου, ρε Βασιλάκη μπουλασίκη μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα…) (εκεί)

Ετυμολογικά, μάλλον ενοχοποιείται το bulaşık / bulaşıcılık που (μεταξύ άλλων) σημαίνει βρωμιάρης, μιαρός, επαίσχυντος, ύποπτος, σκιερός, και παράνομος. Σκεπτόμενoς πάντως εκτός κυτίου o Sarant αναρωτιέται εάν κάποιοι παπαρετυμολογούν τον μπουλασίκη ως είδος υπερθετικού του ασίκης, προφ εκ των bol bol (πολύ) και aşιk (ερωτιάρης).

Σλανγκασίστ: Ξη και Δων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αραχτός, ο ήρεμος, ο τύπος "ζεν" (ενίοτε λόγω ντάγκλας). Ρεμπετιά που μας ήφερε ο πατέρας μας ο Μπάτης από την Σμύρνjη το '22.

Αντώνυμο του τσαμπουκαλή.

♪♫ Μ’ αρέσουν οι ντερβίσηδες
Γιατί ‘ναι μερακλήδες
Είναι πολύ γιαβάσηδες
και λίγο μπελαλήδες
♪♫

"Η Ντερβίσαινα", Κώστας Ρούκουνας

- Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός (εκεί)

Γιαβάσης εκ Γαλατίας μυεί σε τεχνικές υπερβατικού ταρτινάζ

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά (βλ. και γιαβάς-γιαβάς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified