Η οδική μεταφορά με στρατιωτικό όχημα για τα εφόδια του λόχου (τρόφιμα, κονσέρβες, ψωμιά κ.λπ.).
— Σήμερα ποιός οδηγός είναι να πάει για ώνια;
— Ο Δημητρίου.
Η οδική μεταφορά με στρατιωτικό όχημα για τα εφόδια του λόχου (τρόφιμα, κονσέρβες, ψωμιά κ.λπ.).
— Σήμερα ποιός οδηγός είναι να πάει για ώνια;
— Ο Δημητρίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.
Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.
- Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.
- Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.
- Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!
Got a better definition? Add it!
Ο ψωλίστας, πουτσιστής, λουφαδόρος. Αυτός που ασκεί την πανάρχαια τέχνη του ψώλινγκ (ψωλάρει), δηλαδή αποφεύγει τεχνηέντως πάσης μορφής εργασία.
Για τις απανταχού Σουσούδες, προφέρεται psoleur, γαλλιστί (όπως βαλέρ, ντονέρ κτλ).
Στρατέικη έκφραση.
-Πού' ναι ρε ο Γιάννης;
-Ξέρω γω; Κάπου θα την πέφτει πάλι.
-Ωραία. Εμείς εδώ έχουμε πήξει κι αυτός πούθεν. Μέγας ψωλέρ αυτό το παιδί.
Got a better definition? Add it!
Ο ψυχολογικός πόλεμος (ΨΠ). Στρατιωτική ορολογία. Η απομείωση του διανοητικού και ηθικού δυναμικού του εχθρού, με χρήση προπαγάνδας ή, υπό ευρεία έννοια, οποιουδήποτε μέσου, με απώτερο σκοπό την υποστήριξη του αγώνα. Διεξάγεται και σε κατάσταση πολέμου αλλά και (τυπικής) ειρήνης.
Στην καθομιλουμένη, η σημασία είναι πιο περιορισμένη: οι συστηματικές ενέργειες για να πλήξουμε την ψυχολογία κάποιου ανθρώπου, ιδίως για να κάμψουμε την αντίστασή του σε κάτι, με ευθέως επιθετικές ψυχολογικές τεχνικές ή τουλάχιστον με ένα σκέλος ευθέος πλήγματος. Άλλου είδους τεχνικές χειραγώγησης (π.χ. εξαπάτηση, φούσκωμα αρχιδιών κλπ) δεν θα τις πεις ψιπί.
Για παράδειγμα, το να βάλεις κάποιον να χτυπάει τα κουδούνια του αντιδίκου σου στις τέσσερις η ώρα το πρωί πριν την δίκη είναι ψιπί. Το να τον πείσεις ότι θα ζητήσεις αναβολή στο δικαστήριο ώστε αυτός να έρθει χαλαρός και τότε να του πάρεις τα σώβρακα είναι άλλη φάση - ο στρατός θα το έλεγε ψιπί αλλά στην καθομιλουμένη θα λέγαμε απλώς (ακόμα και με θαυμασμό) ότι «τού 'παιξε φοβερή πουστιά ο δικός σου».
Από το Δημόσιο Πρόχειρο (vikar).
- ΫΓ:Ο συγκεκριμενος ιδιοκτητης του σπιτιου ήθελε να δηλωσει στο συμβολαιο 100 ευρω λιγοτερα απο οτι θα του εδινα!!!!
- Μπορείς εναλλακτικά να του πεις ότι δέχεσαι να μπει στο συμβόλαιο το 1/3 του ενοικίου... και μετά να του πληρώνεις όσα γράφει το συμβόλαιο Αν αντέχεις άγριο ψιπι, είναι ότι καλύτερο μπορείς να του κάνεις.
Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Επιστρέφοντας σπίτι μου μετά από την πρώτη ολιγόωρη διανομή, όπου ουκ ολίγα βιβλιοπωλεία είχαν αρνηθεί να το πάρουν, άκουσα από τον αυτόματο τηλεφωνητή μου όχι μία αλλά τρεις απειλές κατά της ζωής μου! Τρόμαξα ομολογώ, ήμουν και άπειρος τότε από... Ψι Πι –ήτοι Ψυχολογικό Πόλεμο-, ωστόσο συνέχισα κανονικά [...]
Got a better definition? Add it!
Στον στρατό ψηλός λέγεται ο ψαράς, ο νεοσύλλεκτος, και μάλιστα αποτελεί δείγμα ψαρά το ότι δεν ξέρει τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός όταν τον αποκαλούν έτσι οι άλλοι και χαίρεται.
- Ψηλέ, πιάσε την τσουγκράνα και έλα από εδώ γιατί γίνεται αποψίλωση!
Got a better definition? Add it!
Η φυλακή στα μόρτικα. Λεγόταν έτσι από τους ρεμπέτες ίσως και παλαιότερα.
-Ορμήσαν οι πολισμάνοι στον τεκέ, τους μπουζουριάσανε και τους χώσαν στην ψειρού...
βλ. και στενή, καγκελλαρία, κάγκελο, πλεχτό
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει άνετο ύφος και επιβλητικό χαρακτήρα, συνήθως όμως σκόπιμα για να πειράξει κάποιον.
Βγήκε ο μαλάκας ο δόκιμος με μαύρο γυαλί όλο μούρη για να το παίξει ψαρωτικός.
Βλ. και ψαρ~
Got a better definition? Add it!
Γαλλοπρεπής ντεμεκιά για ψαρωτικά άτομα η φάσεις, εκ του psarotique.
Παίζει και ως ερζάτς αγγλικούρα (ψαρώτικ).
- Χθες κατεβαινα απο τη Θεσσαλονικη προς Αθηνα.Στη μεγαλη ευθεια πριν τα πρωτα διοδια της Πιεριας και ενω κινουμουν με 172χλμ (συμφωνα τελικα με την μετρηση του πιστολιου του οργανου), βγαινει ο μπατσινιλας στη μεσαια λωριδα να με σταματησει. Τυπικα, χωρις δραματα, βγαζω φλας και μπαινω στο παρκιν που ηταν σταθμευμενα ολα τα στρουμφ] (4 περιπολικα παρακαλω). Ο ''αρχηγος'', με υποδεχεται με ψαρωτικ στυλ και τσιγαρο στο χερι:
-''Πολυ θορυβο κανεις''
-''Ετσι κανει οταν ζεσταινεται''
-''Αδεια, διπλωμα, ασφαλεια, ταυτοτητα κι ακολουθα με''
(εδώ)
- Αυτο που με χαλαει ειναι το πλαστικο κουτακι, μου κανει πολυ ακαλαισθητο. Θα προτιμουσα χαλαρα ενα απο φυλλα αλουμινιου με διακοπτη αεροπορικου τυπου και κανα ψαρωτικ λεντακι επανω, και οχι τετοιυς γκουμουτσοειδεις συνδεσμους.
(εκεί)
- Oφειλω να ομολογησω οτι η ιδεα του Darkspawn Chronicles ειναι πολυ πρωτοτυπη για παιχνιδι του ειδους. Και μονο η δυνατοτητα του να μπορεις να αντιστρεψεις το ρου της ιστοριας και να ανατρεψεις την κυριαρχια των Grey Wardens, παρακολουθωντας την ανελιξη των δυναμεων του archdemon, ακουγεται πολυ ψαρωτικ...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.
- Φύγε ρε ψαροκασσέλα που θες και το μονό κρεββάτι στο θάλαμο!
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, νέοπας, νέοψ, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέραν της μπόχας που αποκτούν τα ρούχα ενός φαντάρου που κάνουν λάντζα σε μέρες που έχει ψάρι για φαγητό, είναι και μια πολύ ευχάριστη οσμή που επικρατεί στον αέρα ενός στρατοπέδου όταν έρχονται ψάρια, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνον από τους παρευρισκομένους, φαντάρους, καραβανάδες και αξιωματικούς.
- Ρε σειρά, δε σου μυρίζει... Ψαρίλα;
- Ναι ρε! Επιτέλους!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified