Selected tags

Further tags

Γρήγορο και εύκολο κέρδος προερχόμενο είτε από προχειροδουλειά, είτε από αρπαγή / κλοπή.

Η πρώτη περίπτωση αρπαχτής περιλαμβάνει το φτωχομπινεδιάρικο και ευκαιριακό γδάρσιμο εύκολης λείας (πχ αισχροκέρδεια από ταρίφες σε ανυποψίαστους τουρίστες). Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

Στη δεύτερη (και πιο σοβαρή) εκδοχή της, η αρπαχτή επιτυγχάνεται χάρη στην άλωση των νόμων και θεσμών μέσω προσωπικών σχέσεων και διαπλοκών. Πρόκειται για οικονομικές αλλαξοκωλιές όπου η αρπαχτή διαπράττεται από δύο ή περισσότερους συνεργούς και πάντα σε βάρος του κερασφόρου φορολογούμενου πολίτη. Πρόσφατες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τα Ολυμπιακά έργα και την υπόθεση Μονής Βατοπεδίου.

Δεν έχουν τα κότσια να κάνουν μια μήνυση στην μαμά-SIEMENS για τις αρπαχτές της. Τώρα θα μου πείτε ποιοι να κάμουν την μήνυση; Αυτοί που συμμετείχαν στην αρπαχτή ως μικροί άρπαγες;; (Από blog)

Βλ. και σχετικό λήμμα μίζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.

- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε. - Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι λέει. Γυναικείο στήθος που βελτιώθηκε (;;;) - συνήθως μεγάλωσε - μετά από παρέμβαση πλαστικού χειρουργού.

Ως είδος, ανεβαίνει όλο και ψηλότερα στη λίστα δώρων για επέτειο γάμου.

Δες και φο-βυζού.

- Ωρρραίο βυζί ... πεπονάτο ...
- Μη μασάς ... αγοραστό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στην Ξερή. Ο διενεργών το καμάντσο κρατάει στο χέρι του βαλέ και άλλο χαρτί. Ο αντίπαλος έχει το ίδιο χαρτί διπλό. Αντί ο μάγκας να κόψει με το ίδιο χαρτί και να κρατήσει τον βαλέ για να κόψει ξανά, κόβει με τον βαλέ αρχικά, ώστε να δημιουργήσει την εντύπωση στον αντίπαλο ότι είναι ασφαλές να παίξει πάλι το ίδιο χαρτί, στην οποία περίπτωση γίνεται κατά πάσα πιθανότητα ξερή. Ωραία πράματα...

Ετυμολογικά το θέμα τελεί υπό διερεύνηση, όμως μια εκδοχή υποστηρίζει ότι είναι παράφραση του αγγλικού come on, το οποίο εκφυλίσθηκε σε καμάν και τελικά σε καμάντσο, υπονοώντας ότι ο διενεργών προτρέπει τον αντίπαλο να πέσει στη λούμπα.

- Εφτά κούπα Αβράμη.
- Βαλές, να τα πάρω αυτά.
- Κι άλλο εφτά Αβράμη.
- Βρε, βρε, βρε. Κι άλλο εφταράκι βρε παιδάκι μου; Να κι εγώ άλλο ένα. Ξερή! Για διε!
- Ω, τον κωλόφαρδο. (σ.σ. ο αδαής δεν την έχει πάρει πρέφα τη δουλειά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν πληρώνει στα μαγαζιά.

Πρόσεξέ τον γιατί είναι ο Μπίλι δε Κιντ, θα μας αφήσει κουστουμάκι!

Βλ. και πιστολιάζω, πιστόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν πληρώνεις σε μαγαζί.

- Μαλάκα λέω να την κάνουμε πιστόλα.

Βλ. και πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρακαδόρος τσιγάρων.

Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.

Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified