Further tags

Η σεξουαλική πράξη κατά την οποία η γυναίκα κρατά ενωμένα τα στήθη της ενώ ο άντρας μετακινεί παλινδρομικά το πέος του ανάμεσά τους. Η στάση αυτή μπορεί να εκτελεστεί μόνο όταν τα γυναικεία στήθη είναι αρκούντως ευμεγέθη.

Συνώνυμα: ισπανικό, ισπανική μαλακία, ισπανική πίπα.

- Του Μήτσου του αρέσει πολύ η βυζομαλακία: γι' αυτό τα φτιάχνει μόνο με βυζαρούδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονομημένο το τέλος όχι ακριβώς ανεκδότου αλλά σύγχρονου νακλιού (εύθυμης αφήγησης) από την Κρήτη, στην οποία και η φράση γνωρίζει μια σχετική διάδοση (αν δεν κάνω λάθος, την είχε διηγηθεί κάποιος κρητικός αστειάτορας στο ραδιόφωνο).

Η όλη φράση είναι Μανώλη ο πίνακας, βγάζει σπίθες, φλόγες! και βρίσκει χρήσεις σε ένα ασαφές πεδίο περιστάσεων, καλύπτοντας ένα εξίσου ασαφές φάσμα νοηματικών αναγκών.

Κατά κύριο λόγο είναι μια λοιδορία προς πανικοβλαμμένα άτομα που χαώνονται σε όχι και τόσο απαιτητικές καταστάσεις, την ίδια στιγμή όμως η προέλευση της φράσης έχει βαθιά σεξουαλική/σεξιστική φαιδρότητα που διαρκώς υπονομεύει την όποια σταθερή χρήση της - ανήκει δηλαδή στην ευρεία αλλά δύσκολα ορίσιμη κατηγορία των χαβαλεδενεργικών σαχλαμαρισμών, που ανακύπτουν σε αντροπαρέες (και προχώ μικτές) που αφηγούνται σεξουαλικές τους εμπειρίες.

Αντλεί την αστεία της διάσταση από την ίδια πηγή με φράσεις όπως «το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι», κάηκε το μουνί μας, πήρε φωτιά ο κώλος μας και άλλες που εντοπίζουν στα ευαίσθητα γενετήσια φωτιές, καύλας ή όχι.

Τη μνημειώδη φράση με κρητική τσιριχτή ηρακλειώτικη προφορά (όπως και προφέρεται) λέγεται ότι είπε κάποτε στο μέσο της σεξουαλικής πράξης κάποια κοπελιά σε κάποιο Μανώλη:

- ααααχχ, ααααχχχ... μμμ, μμμ...ΜΜΜανώλjηη... Μανώλjηη, Μανώλjηη, ο πίνακας...!!
- μβρχημμμγκχμμμ...
- Μανώλjη, ο πίνακας...!!!
- Μμβρχημμμγκχμμμρρρντα θες;
- Μανώλjη, ο πίνακαας...! Βγάζει σπίθες, φλόγες!

Είχε πάθει βραχυκύκλωμα ο ηλεκτρικός πίνακας στον απέναντι τοίχο κι έκανε εκρήξεις αλλά ο Μανώλης, αφοσιωμένος και σε ιεραποστολική στάση, δεν είχε πάρει χαμπάρι...

  1. - Ώχου, αυτό δε μπορώ να το κάνω ρε φίλε....
    - Μανώλjη, ο πίνακας! Μα τι λούλης πού 'σαι....

  2. - ... και μου λέει, ενοχλημένη και καλά, «αυτός να βάλει το παντελόνι του, γιατί ντρέπομαι» και της λέει ο Σπύρος «εσύ να μην με κοιτάς γιατί κι εγώ ντρέπομαι» ουυυυχαχαχααα....
    - Μανώλjη, ο πίνακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει στάση του σώματος κατά την οποία τα οπίσθια προτείνονται προς χρήση. Είναι το αποτέλεσμα του ρήματος τουρλώνω, όταν βέβαια αναφέρεται στα οπίσθια (βλ. κώλος). Ορθόκωλα μπορεί να βρεθεί κάποιος / κάποια, είτε ηθελημένα (σεξουαλική στάση), είτε παρά τη θέλησή του (κωλονοσκόπηση, μπρρρρ !!!!).

  1. Καλά ρε φίλε, όλο τον ιεραπόστολο παίζεις; Βάλε ρε κανένα μαξιλάρι και στήσε την ορθόκωλα να πει τον δεσπότη Παναγιώτη.

  2. Πανάγος: - Καλημέρα Μήτσο. Πώς πάει η σπορά;
    Μήτσος: - Καλά ρε Παναγή. Με βοηθάει και η γυναίκα μου.
    Πανάγος: - Είναι εδώ ρε; Και πού έχει πάει;
    Μήτσος: - Δεν την βλέπεις; Ορθόκωλα στο χωράφι, μαζεύει χόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάθε φαγητό-γεύμα που περιέχει κρέας. Λέγεται υποτιμητικά από ντεμέκ ζωόφιλους ημιχορτοφάγους (τους βετζετέριαν εννοώ) και λοιπούς υγιεινιστές.

  2. Γυναίκα που δεν έχει φαντασία στο κρεβάτι και περιμένει να τα κάνει όλα ο γαμιάς.

  1. - Πάλι ψοφίμι θα φάμε σήμερα;
    - Σκάσε και τρώγε μούλικο, που θα μου πεις ψοφίμι το στιφάδο μου.

  2. - Πώς πήγε με τη Σούλα;
    - Πολύ ψοφίμι μάγκα μου. Κόντεψα να κοιμηθώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις χειμωνιάτικες μέρες που έξω βρέχει ή χιονίζει και κάνει κρύο, το ζευγάρι δένεται περισσότερο μέσα στην ζέστη του σπιτιού (όσοι έχουν θέρμανση) και κάνουν διάφορα πράγματα.

- Πάμε κανά σινεμά τσιμπητέ;
- Πού να τρέχουμε μέσα στην καταιγίδα; Θα κάτσουμε μέσα με την Λούλα. Κάνει παγωνιά, καιρός για εξήντα εννιά!

Σχετικοάσχετο (από Khan, 26/01/14)

Καιροί για έρωτες: κάνει κρύο, καιρός για δύο, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, κάνει παγωνιά, καιρός για εξήντα εννιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καλιαρντοκανονιστικότητα, που είναι το αντίστροφο της ετεροκανονιστικότητας, το νορμάλ είναι η σεξουαλική στάση σε ομοφυλοφιλικό έρωτα, όπου ο ερώμενος είναι μπρούμυτα και ο ερών από πίσω, ένα ομοφυλοφιλικό σκυλίσιο ή ντόγκι στάιλ (doggystyle) δηλαδή. Το αντίθετο του νορμάλ, είναι το ηρακλωτά, δηλαδή το ιεραποστολικό, όπου ο "παθητικός" ερώμενος κάθεται ανάσκελα και είναι τρόπον τινά σαν να μιμείται τη γυναίκα, την ηράκλω (εκ του rakli, rakhli, λέξη της ρομανί για τη γυναίκα).

-Αντε γαμησου μωρη τραβελογεννημενη σουφρα.
- Ηρακλωτα ή νορμάλ; (Από καλιαρντοδιάλογο στο Μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλική πράξη που γίνεται μετά μανίας από τη μεριά του άρρενος (ή του ενεργητικού ατόμου σε περίπτωση ομόφυλης συνουσίας) χωρίς να έχει προειδοποιήσει το ταίρι του.

Και που λες Χρηστάρα μου, πεταχτήκαμε με τη Σοφία τις προάλλες Μεταξουργείο,για ημιδιαμονή...και εκεί που όλα καλά όλα ωραία και κάναμε τα δικά μας,βαράω κάτι φρίκες και τρώει το Σοφάκι μια θεόπουτσα άλλο πράμα! Το λυπήθηκα το καημένο ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για τη γκόμενα που πάνω στη σεξουαλική πράξη μένει αμέτοχη και δε κάνει απολύτως τίποτα, παρά το να ανοίγει χέρια και πόδια σε πλήρη έκταση έτσι που να μοιάζει με αστερία. Αυτή η συμπεριφορά προκαλεί αμηχανία και ξενέρωμα στον παρτενέρ της.

Διάλογος: -Τι έγινε ρε το έσπρωξες τελικά το γκομενάκι χθες βράδυ;

-Ναι ρε μαλάκα αλλά που να σου λέω τι έπαθα..

-Τι έγινε ρε;;;

-Άσε φίλε..Ήταν γκόμενα αστερίας!

Got a better definition? Add it!

Published