Further tags

Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.

Πατρινής προέλευσης.

Καλά ρε μαλάκα, εσύ είσαι εντελώς μινάρας.

Atletico Mineiro (από patsis, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Όντρια είναι ένας ορεινός όγκος του όρους Βοΐου που βρίσκεται στο σύνορο των νομών Κοζάνης και Καστοριάς.

Καθώς είναι μέρος δυσπρόσιτο και απομονωμένο, η απόδοση καταγωγής/προέλευσης από τη συγκεκριμένη περιοχή σε ένα πρόσωπο, έχει καταστεί συνώνυμο του ορεσίβιου, άξεστου και ακαλλιέργητου χαρακτήρα που δεν έχει προλάβει ακόμη να εξοικειωθεί με τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου.

Ασίστ: Δαφνουλίνι

- Καλά, είναι δυνατό να κάνεις σεχ φορώντας κάλτσες; Απ' τα Όντρια κατέβηκες;

(από Khan, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαστήρ –εκ του Συνδρόμου Π**ολλαπλής **Αυτομπαγαποντοδοτικής Στήριξης (Σ.Π.Α.Στηρ.)– αποκαλείται η νεοδιαγνωσθείσα μετάλλαξη του κλασσικού μπαγαποντοδοτισμού, με έντονα όμως στοιχεία σπασαρχιδισμού και σπαμαρχιδισμού.

Οι σπαστήρες συνήθως χαρακτηρίζονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

1. Εγγράφονται με δύο ή περισσότερους κωδικούς,

2. Οι πολλαπλές τους περσόνες πρωτοεμφανίζονται την ίδια μέρα και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα,

3. Ανταλλάσουν σπέκια, φιλοφρονήσεις και μπαγαποντοδοτούν υπέρ αλλήλων,

4. Συχνά αποκαλύπτονται, μέσα στον ενθουσιασμό τους, καθώς ταυτόχρονα βάζουν το ίδιο λήμμα με πανομοιότυπο σχεδόν ορισμό.

Η βιβλιογραφία αναφέρεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες σπαστήρων:

1. Οι Ψυχοσπαστήρες:
Αυτοί πάσχουν από παραλλαγή του συνδρόμου MPD (Multiple Pagapontic Disorder). Zούνε σ’ ένα όνειρο που τρίζει, είναι παντελώς για δέσιμο, αλλά συνήθως δεν είναι επικίνδυνοι παρά μόνο για τον εαυτό τους. Με την πάροδο του χρόνου συνήθως εκφυλίζονται σε τρολ και ωσεκτουτού αποχωρούν από το σάιτ μόλις νοιώσουν την παρατεταμένη περιφρόνηση των θαμώνων.

2. Οι Ξενεροσπαστήρες:
Οι σπαστήρες αυτοί δεν είναι ψυχασθενείς. Ενδέχεται μάλιστα να είναι γνωστοί, ακόμα και διακεκριμένοι λημματοδότες , οι οποίοι για λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν υιοθετούν δύο περσόνες και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα τα οποία πολλές φορές είναι καλά έως και ευφυέστατα. Τα κίνητρα τους είναι λιγότερο αυτονόητα από εκείνα των ψυχοσπαστήρων. Μερικοί έχουν οι ίδιοι πέσει θύματα τραυματικής μπαγαπονοτοδοσίας στα παιδικά τους χρόνια, και βάζουν στοίχημα ότι φορώντας την μάσκα του εκδικητή μπορούν να ανέλθουν στο τοπ 10 της βαθμολογίας σε χρόνο dt, παραδίδοντας μάλιστα και μάθημα σε μερικούς μερικούς. Άλλοι πάλι απλούστατα το κάνουν για πλάκα. Στη τελευταία ανάλυση οι ξενεροσπαστήρες καταφέρνουν να ξενερώνουν τόσο τους ενάρετους θαμώνες του σάιτ, όσο και τον εαυτό τους.

Οι γνώμες των ειδικών διίστανται για την ταξινομία των κρουσμάτων που πρόσφατα (24/11/2008) εκδηλώθηκαν στο σλάνγκ ντοτ τζιάρ. Ωστόσο, όλες οι αποχρώσες ενδείξεις συνηγορούν ότι πρόκειται για ξενεροσπαστήρες.

Είπαν για τους σπαστήρες:

«...μια εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του σάιτ. Ίσως, ίσως μια βόμβα στα ίδια τα θεμέλια του πολιτισμού μας όπως τον ξέρουμε. Τι απέγινε άραγε η Τιμή, η Ειλικρίνεια, τι απέγινε η Αγνότητα, τι απέγινε το πτώμα του Jimmy Hoffa;...»

«....πιστεύω πως (...) πίσω από δαύτους είναι ένας δικός μας...»

«μπορεί νά 'ναι κολλητάρια που παίζουνε μαζί στο σλάνγκ. Μπορεί... Άς το ψάξει ο ρουμάνος

«...τέτοιοι λογαριασμοί αργά ή γρήγορα έστω και ανεπίσημα, γίνονται αντιληπτοί! (...) Πάντως μου έβαλες ψύλλους στ' αφτιά!»

«...αυτός ο πραγματικά προικισμένος νέος θα ασυδοτεί δίχως αντίδραση από μένα τουλάχιστον, λόγω του ότι είναι προικισμένος λημματοδότης... αν όμως αποδειχθεί βραχύβια αυτή του η εποχή της ακμής και συνεχίσει τη λοβιτούρα, θα πέσει πέλεκυς!»

αποκαλύπτουμε! (από xalikoutis, 27/11/08)(από Vrastaman, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ξύλινο παγούρι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:

  1. νεόκοπη έκφραση των νεαρών (από το μπούλης και κούκλος) για τον κούκλο άντρα που είναι όμως και λίγο μπούλης, είναι δηλ. θεός, μουνάρα, αλλά δεν έχει τόση αντρίλα (ακόμα ή ποτέ) και έχει πίσω-πίσω ένα μπουλέ χμου -που οκ, δεν μας χαλούλου.

Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός για τα κορίτσια της τρυφερής ηλικίας των 12-16. Στην ηλικία αυτή οι δροσερές νεαρές δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου (δηλαδή τα στήθη δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα σε μπαλκόνια και η λεκάνη διατηρεί ακόμα μία ίσια γραμμή) και ο σωματότυπός τους δεν διαφέρει και πολύ από τα αγόρια (κοπέλια) της ίδιας ηλικίας. Παρόλα ταύτα τα «τουρναράκια» αποτελούν μια ιδιαίτερα δημοφιλή κατηγορία στις «ατζέντες» των καμακιών, ιδιαίτερα αυτών που ακολουθούν το μότο: «Αν η γυναίκα βγάλει δόντια...».

Τα τουρναράκια έχουν επηρεάσει και τον κρητικό πολιτισμό, αφού έχουν γραφτεί τραγούδια -όπως το ομώνυμο «Τουρναράκια»- που εκθειάζουν το μεγαλείο τους...

[I]Τα κορίτσα σερνικά τα λένε τουρναράκια
και χορό τον είχανε τα ντελικανιδάκια
τουρναράκια τουρναράκια ντου και παλαμάκια...[/I]
(εδώ).

Ο Σήφης με τον Μανωλιό πίνουνε ρακές...
Σήφης: - Πάμε τ' απόγεμα για τουρναράκια;
Μανωλιός: - Κουζουλάθηκες μωρέ;; 30 χρονών μαντράχαλοι τουρναράκια θα κυνηγάμε; Θες να μας κλείσουν μέσα;; Και δεν πάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

100% Σαλονικιά έκφραση. Παλαιάς κοπής και μάλλον παρωχημένη.

Ένα μπακγκράουντ, όσο να 'ναι, χρειάζεται.

Το Ασβεστοχώρι είναι ένα χωριό, προάστιο τώρα, 10 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη σε κοιλάδα στους πρόποδες του Χορτιάτη, σε υψόμετρο 400 μέτρων.

Είχε (δεν έχει) και ασβεστοποιΐες –εξ ων και το όνομα– που γνώρισαν μεγάλη άνθηση σχεδόν έναν αιώνα πριν χάρη στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του '17.

Είχε επίσης (και έχει) εξαιρετικό μικρόκλιμα –ξηρό και ευάερο. Πράγμα σπάνιο για την ευρύτερη περιοχή της Νύμφης όπου μονίμως ξυπνάς με το κεφάλι καζάνι. Και πράγμα ολίγον μυστήριο αν σκεφτεί κανείς ότι το Πανόραμα, δέκα λεπτά απόσταση και επίσης σε ύψωμα, την έχει την υγρασία του.

Τα ασβεστοκάμινα δεν μας αφορούν, το κλίμα τα μάλα. Διότι λόγω του κλίματος χτίστηκε στο Ασβεστοχώρι Σανατόριο το 1925 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1966 οπότε και μετεξελίχθηκε στο σημερινό νοσοκομείο Παπανικολάου.

Ωσεκτουτού, στο μυαλό των μπαγιάτηδων μιας κάποιας ηλικίας το Ασβεστοχώρι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την φυματίωση. Και στην κυριολεξία της η φράση αυτός είναι για τ' Ασβεστοχώρι αναφερόταν κάποτε σ' έναν χτικιάρη που έπρεπε να μπει στο Σανατόριο για καθαρό αέρα, ξεκούραση και καλό φαΐ.

Όχι πια. Μ' έναν σκληρό σαρκασμό –που, νομίζω, βγαίνει πιο πηγαία στους επάνω παρά στους κάτω– η σημασία έχει ανατραπεί πλήρως και το είναι για τ' Ασβεστοχώρι απευθύνεται πλέον σε άτομο που μόνο φθισικός δεν είναι: σε κάποιον σίγουρα καλοζωισμένο και μάλλον κοιλιόδουλο, οπωσδήποτε υπέρβαρο και πιθανώς υποχόνδριο. Χρησιμοποιείται ευθέως, ως προσβολή στα μούτρα, και πλαγίως, ως και καλά διακριτικό σχόλιο για κάποιον τρίτο. Συνήθως ο στόχος είναι άντρας αλλά, κατά πώς λένε, εξαρτάται από τη γυναίκα.

Τι άλλο για το Ασβεστοχώρι; Εκεί γεννήθηκε το '44 ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και, για κάποιον λόγο, είχε πάντα πολλούς Ηρακλειδείς και, μια εποχή, έναν από τους πιο δραστήριους γαλάζιους συνδέσμους. Εννοείται ότι τα μέλη του ΣΦΗ Ασβεστοχωρίου ήταν ευρύτερα γνωστοί ως φυματικές γριές. Χίλια χρόνια.

  1. — Καλά, και τρίτο πιάτο γιουβέτσι θα φας; Και μετά θα πας να την πέσεις κάνα τρίωρο και σιγά και να μην κάνεις καμμιά δουλειά σήμερα. Ήμαρτον, δηλαδή...
    — Έλα, ρε μάνα... νιώθω κομμένος τώρα τελευταία αφού...
    — Εμ, σε βλέπω αγόρι μου, δε σε βλέπω... έχεις ρέψει... για τ' Ασβεστοχώρι είσαι κι εσύ...

  2. — Ε, μη το λες, προσπαθεί η καημένη η Βέτα... και δίαιτα κάνει και γυμναστήριο πάει... πρέπει νάχει πέσει κάτω απ' τα εκατό...
    — Ναι, αλοίμονο, χάλια έχει γίνει... για τ' Ασβεστοχώρι είναι κι αυτή... είχα κατέβει στη Μοδιάνο χτες, στο Σερραϊκόν ήτανε... μια διπλή κιμά είχε χτυπήσει και της έφερνε και μια κρέμα για από πάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified