Further tags

Με τι το έχετε (το τραπέζι);
Τι φαγητό έχετε;
Περιοχή: Μεσσηνία.

- Άντε Νίτσα, σε κλείνω, μάνα μου. Θα μου κολλήσει και το φαγητό...
- Με τι το 'χουτε;
- Με κόκκορα. Πάω να βάλω και τις χυλοπίτες.
- Να κάνουτε και κείνο το κουνελάκι που σας έστειλα. Άντε, μάνα μου, καλή όρεξη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση, που χρησιμοποιείται προς άντρες και γυναίκες, προς μεγαλύτερους και μικρότερους, σε συγκεκριμένες περιοχές της Λακωνίας, όπως το μάνα μου, το καμάρι μου και το κορώνα μου.

Ετυμ.: (υποτίθεται αλλά δεν το βρίσκω) από το αρχ. λώος=καλός, αγαθός.

- Λο θεία, άνοιξε και χτυπάω μισή ώρα!
- Έλα λο, δεν άκουγα καμάρι μου, είχε ο Ντούλης τέρμα το ράδιο.

(από GATZMAN, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση, συνήθως προς μικρότερους. Χρησιμοποιείται πολύ έντονα σε χωριά του Πάρνωνα (Λακωνία και Αρκαδία). Επίσης καμάρι, καμαράκι.

Βλ. έλα μάνα μου, κορώνα μου, λο για τις προσφωνήσεις στη ν. Πελοπόννησο.

  1. Κάτσε καμαράκι να πιάνεις τη μπάλα και θα σου πάρω παγωτό μετά τον αγώνα, εντάξει; Μπράβο το καμάρι μου...
  2. Έλα καμάρι μου, η θεία η Τούλα είμαι! Είναι εκεί η μαμά σου να της μιλήσω;
  3. Ήρθες, καμάρι; Κάτσε να φας κουραμπιέ και πάω να φωνάξω το Ντούλη να παίξετε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Νόστιμο ψάρι που μοιάζει με τον τόνο και την παλαμίδα με επιστημονική ονομασία auxis. Το είδος auxis thazard ζει σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο. Παρεμπιπτόντως, έχουν βρεθεί απολιθωμένα λείψανά τους σε στρώματα του ολιγόκαινου και του μειόκαινου, σε περιοχές της Αυστρίας και της βόρειας Βαλκανικής.

2. Χοντρό ροπαλοειδές (κι όχι μόνο) κομμάτι ξύλου, ο γνωστός κόπανος, στο ουδέτερό του.

3. Το αρχίδι, κατά Λευκάδα μεριά. Οπότε και μειωτικός χαρακτηρισμός προς άτομα με απαράδεκτη συμπεριφορά, βλάκες, ύπουλους, μοχθηρούς και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό όπως βεβαιώνεται κι εδώ.

1.
Έχω πιάσει μόνο δυο φορές με λαστιχάκι ψαρεύοντας τονάκια (κοπάνια) τα οποία πιάνονται εύκολα με αυτό οπότε σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος το λαστιχάκι για παλαμίδες.

2α.
Η δε επεξεργασία του χώματος ήταν μια μεγάλη διαδικασία, Το χώμα αυτό το κοπανούσαν με ένα ξύλο, το «κοπάνι», το οποίο το έπαιρνε χοντρό από το δάσος ο Παναγιώτης ο Κοζανίτης και το πελεκούσε. Μ’ αυτό χτυπούσε το χώμα μέχρι να γίνει σαν πούδρα.
(Περιγράφει την επεξεργασία χώματος με σκοπό τη δημιουργία κεραμικών).

2β.
Το νερό θέτει σε περιστροφική κίνηση εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινεί παλινδρομικά ράβδους (κοπάνια), οι οποίες συνθλίβουν τις πρώτες ύλες του μπαρουτιού σε λεπτή σκόνη. (Περιγράφει τη λειτουργία ενός μπαρουτόμυλου στην Αρκαδία -βλ. 2ο μήδι).

3α.
Το παιδί είχε μοίρα λαμπρή. Καλά-καλά!!! Το δέχτηκε η γειτονιά ως φυσιολογικό και γνήσιο. Το δέχτηκαν οι Βλάχοι, οι γύφτοι, οι λούμπεν, οι χλιδάτοι, οι μοδάτοι, οι λεφτάδες, οι παπάδες, οι σοφοί, οι κουτοί, οι χαζοί, οι κουζουλοί, οι πονηροί, οι χωριάτες, οι εργάτες, τα κοπάνια, τα τσογλάνια, οι λεβέντες, οι χαφιέδες και γενικώς το εδέχθησαν άπαντες οι μαλακισμένοι της κοινωνίας ( μεταξύ αυτών και εγώ αρχικώς) γιατί το παιδί έγραφε στην ούγια ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΟΥΖΑ και εμείς διαβάζαμε Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

3β.
Έχει σημασία που δεν δημιουργήθηκε για video games; Δεν υπάρχει πιο εύχρηστο εργαλείο από το ποντίκι τελεία και παύλα, για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιείται. Εξάλλου κάποτε δεν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας να παίζουμε με keypads, αυτά ήταν για κοπάνια, το tomahawk joystick ήταν κάποτε το χέρι του θεού ή το πιο κοντινό σε αυτό.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστο, παλιομοδίτικο και πολυσήμαντο ρήμα που απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πλέον, τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Κάνα δυο σύγχρονες, αθηναϊκές χρήσεις του ρήματος, τις οποίες εντόπισα στο νέτι, μου φάνηκαν πολύ ντεμεκιές, στυλάκι αναβίωση και καλούα, για να τις πάρω στα σοβαρά.

Το ενδοσαμουραϊκό μαδομούνι που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο, πριν από 13 αιώνες, του Fujiwara no Kusumaro επαέ με άφησε παγερά αδιάφορο .

Στα καθ' ημάς, το ρήμα κουσουμάρω είχε/έχει τις εξής έννοιες, κάποιες από τις οποίες ίσως να μην ήταν/είναι και τόσο αργκοτικές:

  1. Φέρω πάνω μου, τραβάω, επιδεικνύω, χρησιμοποιώ (όπλο).
    Με αυτήν την έννοια εμφανίζεται στο παλιό ρεμπέτικο που, κατά Πετρόπουλο, είχε ηχογραφήσει στην Αμερική ο Γ. Κατσαρός και ξαναχτύπησε σε δίσκο εδώ ο Δελιάς. «Βρε μάγκα το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή καρδιά για να το βγάλεις».

  2. Δένω σιγά-σιγά μια σάλτσα. Στο νέτι αυτή του η χρήση εντοπίζεται στην Κεφαλλονιά ως κουζινικός ιδιωματισμός.

  3. Ζυγίζω, εκτιμώ με το μάτι. Με αυτή τη σημασία έχει πλειστάκις χρησιμοποιηθεί από τον Τσιφόρο.

  4. Πάντα στο νέτι, αναφέρεται και με τη σημασία χρησιμοποιώ επιδέξια.

  5. Ετυμολογικώς, βλέπουμε το φως το αληθινό κατά Κέρκυρα μεριά, όπου το ρήμα χρησιμοποιείται με τις έννοιες «φέρω εις πέρας», «καταναλώνω» και ανάγεται φυσικά στο ιταλικό consumare.

Βλ. τα παραδείγματα για τρεις διαφορετικές έννοιες (κατανάλωση, χρήση, οπλοφορία) της λέξης σε ένα τόπο.

Ήτονε δύο τα είδη του καπνού που εκουσουμέραμε : «Βραχόρι» και «Φέτα».

«No, signore maresciallo μου, io no' κουσουμέρω δυναμίτες !»

Όσοι εθέλα, εβγαίνα και περίπουλο. Όσοι δεν εθέλα, είχα ντα όπλα τους φυλαμένα, αλλά απαγορευγότανε να κουσουμάρουν όπλο αυτοί.

(Μανόλης Μαυρολέων «Να σου κάμω την ιστορία μου...»
εκδ. Κέδρος). Πρόκειται για απομνημονεύματα Δωδεκανήσιου θαλασσινού.

"Βρε μάγκα το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις." (από Cunning Linguist, 11/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίμνη ή η πεδινή έκταση οποία έχει πλημμυρίσει.

- Αη πάμι να πουτίσουμι του χουράφ'. Α τραβίξουμι νιρό απτ' γκιόλα στου καρανύκτερι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί λέξη από τη Σουφλιώτικη διάλεκτο, είναι πιθανό να 'ναι ηχοποιητική λέξη και σημαίνει μικρή γούρνα με νερό.

= Πρόσιχι Μήτσου μη πέης μι του τρακτέρ μεστ' μπλιούνγκαααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποντιακός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την γνωστή «silent but deadly» -αγγλιστί- πορδή, η οποία αφήνει τον γνωστό υπόηχο «φφφφφφτ». Απορίας άξιο είναι εάν το φουτί (ουδέτερο) προέρχεται από το ρήμα «φουτίζω» ή από το συνηρημένο «φουτάω-ώ». Πιθανότερο το δεύτερο.

(Εν μέσω σιωπής)
«φφφφφτ»
(Χρονική καθυστέρηση, μέχρι να γίνει αντιληπτή η οσμή από τον άλλο, καθώς ο ήχος είναι αντιληπτός μόνο από τον φουτιχτή.)
- Τί έκανες ρε μαλάκα, γαμώ σε;
- ;;;;
- Φούτηξες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάτραχος, συναντάται και τζαμπλιάκι (βατράχι). Προφέρεται και ως τζιάμπλιακας ή και τζιαμπλιάκ' (χωριατιστί).

- Ούι μανούλαμ, πήγα στου πουτάμ' κι έπαιζα μις στου νιρό κι μι κατούρντσι τζάμπλιακας κι έβγαλα μπασταρδίτσα...

(από VAG, 15/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαλονικιώτικη κατάσταση η οποία δηλώνει ετοιμότητα, κάτι το οποίο είναι στο τελικό στάδιο προετοιμασίας...

Δυο Σαλονικιοί, ο ένας περιμένει τον άλλον κάτω απ' το σπίτι του να πάνε για φραπέ. Χτυπάει θυροτηλέφωνο :
- Άντε ρε μαλλλλάκα, τελλλλλείωνε και κατέβα, ούτε γκόμενα νά σουνα.
- Ναι ντε, κατεβαίνω ρε καντάση, με τις κολώνιες είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified