Further tags

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Got a better definition? Add it!

Published

Πηδάω αργά, μακρόσυρτα και βασανιστικά, όπως είναι η απαγγελία των δώδεκα ευαγγελίων τη Μεγάλη Πέμπτη. Από Αχαΐα.

Εγώ τον άντρα τον θέλω δυνατό! Να με βάζει κάτω να μου ξηγάει τα δώδεκα ευαγγέλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η τσίχλα που πετάει σαν γεράκι; είναι το γεράκι που μασάει τσίχλα; είναι είδος πουλιού με μπερδεμένο DNA; είναι απειλούμενο είδος πτηνού;

Τίποτα από τα άνω. Λέγεται ο καριόλης που κατάφερε να κλέψει το πορτοφόλι σου από το μετρό χωρίς να το πάρεις χαμπάρι...

- Τάσοοοοομμ μι κλέψαν του πορτουφόλ απου του μετρού. - αχχχχ Τασούλαμμμ, τσιχλουγέρακου ου τίπουςςς τσιχλουγέρακούυυυυυ...

Το δόκιμο τσιχλογέρακο (αν δεν απατώμαι) (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έίναι συνώνυμα της φάπας, της σφαλιάρας. Ακούγεται συχνά στην σειρά Πάτερ Ημών του Αντέννα. Συνηθίζεται στην Μακεδονία αντί για την σφαλιάρα, θυμάμαι που το έλεγαν τα ξαδέλφια μου στην Καβάλα.

Κάτσε καλά μην φας καμιά σμέρλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε να είναι η κοτόπιτα. Όσο κάποιοι αδυνατούν να καταλάβουν πως μπουγάτσα είναι ένα είδος φύλλου πουστην καμία δεν έχει να κάνει με το περιεχόμενο (βλέπε κρέμα, τυρί, σπανάκι, κιμάς) ή αλλιώς γέμιση (ξαναβλέπε κρέμα, τυρί, σπανάκι, κιμάς) της πίτας, θα συνεχίζουμε την ακατάσχετη βλακειογραφία εις ένδειξη του χούμορ μας...

- Να σου πάρω γλυκιά;
- Θέλω μπουγάτσα με λειρί, μήπως μου πέσει το φλουρί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καρφιτσάκι με το φιογκάκι και το σταυρουδάκι που βάζουμε στο γιακαδάκι όταν βαφτίζεται ένα μωράκι. Κρητικό.

Προφ ιταλιάνικης προέλευσης. Δεν βλέπω κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον σάντολο, εκτός αν πρόκειται για αναγραμματισμό από παραφθορά της λέξης. Ας μας πει κάποιος κρητικοκριτικός...

Βρήκα μια σολοντία χάμω στον δρόμο και τη μάζεψα να τη δώσω στη θεία μου που κάνει συλλογή.

(από Galadriel, 04/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(σαμοθρακίτικο) Ένας άντρας που τον κάνουν ότι θέλουν οι γυναίκες.

Οι γυναίκες παιδί μου όλο ψέμα είναι... Βρίσκουν κάτι πατσκανάριες ίσα για να τους κάνουν τα ψώνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς, ο ευτραφής, ο μπουλούκος στο αρκαδικό ιδίωμα.

Πάσα (Δ.Π.): GeorgeGreek.

Το σκόρ στο κάτς των δύο χοντρών του Δήμου σε απασχολεί. Ωραίες υπηρεσίες προσφέρεις στους συμπολίτες σου. Με την ευκαιρία με πληροφορούν πως υπάρχει και άλλος χοντρός. Στην Άνοιξη. Ας προσέχει μη τον μπλέξει και αυτόν η κοκκινοσκουφίτσα στο πρωτάθλημα του κάτς. Οχι τίποτε άλλο γιατί όπως μου λένε είναι και έγκομος. (Διονυσοσκουφίτσα).

Got a better definition? Add it!

Published

Κύριο όνομα, διαδεδομένο κυρίως στη Ρόδο από την Παναγία την Τσαμπίκα, προσωνύμιο μιας εικόνας που έβγαζε σπίθες, φωτιές ή αλλιώς τσάμπες (και καλά... λέμε τώρα).

Από τότε όποιον και να ρωτήσεις στη Ρόδο «πως σε λένε;» ή Τσαμπίκο θα πει ή Τσαμπίκα.

Και γενικά όταν αναφερόμαστε σε Ροδίτες λέμε οι Τσαμπίκοι.

- Το ονοματάκι σας μανδάμ;
- Τσαμπίκα...
- Παρδόν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified