Ο χαζός, ο βλάκας...
Μα τι ντογάνι είναι αυτός ρε μαλάκα; Με έπαιρνε τηλέφωνο 3 η ώρα το πρωί και με ρωτούσε τι ώρα είναι...
Ο χαζός, ο βλάκας...
Μα τι ντογάνι είναι αυτός ρε μαλάκα; Με έπαιρνε τηλέφωνο 3 η ώρα το πρωί και με ρωτούσε τι ώρα είναι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το «σουρώνω» στα Υδραίικα.
- Αυτό το καβλιτσέκι στην καφετιέρα τη ρόλο βαράει;
- Έλα μωρε καρδούλιζα, το μπατάς και ο καφές καλουμάρεται, νιονιό θέλει;
Got a better definition? Add it!
Είναι θλιβερό γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγνοούσαμε την βουκολική αυτή λέξη μέχρις ότου ο ευφραδής Βύρων Πολύδωρας (επινοητής του Στρατηγού Ανέμου και της ασύμμετρης απειλής) αποφάσισε να μας την υπενθυμίσει και να της δώσει νέα διάσταση με μια εξαίσια αγόρευσή του στη Βουλή από την οποία το μόνο νόημα που βγαίνει είναι πως γράνα θα πει υδραγωγός. Όλα τα υπόλοιπα λεγόμενά του μάλλον σε χαζό τριπάκι φέρνουν και η αποκρυπτογράφησή τους χωρίς τη λήψη ναρκωτικών είναι μάταιη και ουτοπική.
Η λέξη γράνα λοιπόν είναι σλαβικής προέλευσης, ενσωματώθηκε στην ελληνική γλώσσα στα μεσαιωνικά χρόνια, χρησιμοποιείται ιδιωματικά και όντως θα πει υδραγωγός, αλλά και χαντάκι.
Η εν λόγω αγόρευση/διδασκαλία του Πολύδωρα έγινε αυτό που λέμε instant classic και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της καλτ κληρονομιάς μας μαζί με την επική τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το άσμα «Άντε σπάσε ρε μαλάκα» από την ταινία «Καμικάζι αγάπη μου», τον παράγοντα Εδεσσαϊκού και τα τόσα άλλα μνημεία του νεοελληνικού πολιτισμού.
Ας τα διαφυλάξουμε γιατί, εν τέλει, «γι' αυτά πολεμήσαμε»!
«Σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ότι πάσχουμε... ως κράτος... ως κοινωνία... ως διοικητική δομή... από τους εργάτες -εντός εισαγωγικών- του πεδίου!
Ποιος θα δει την κομμένη γράνα; Γράνα! Που σημαίνει υδ-ρα-γω-γός! Που καταστρέφει το νερό! Τοοο.. έδαφος! Και ύστερα γλείφει και κόβει την άσφαλτο! Και θα έρθουμε εμείς ύστερα... οι Συβαρίτες πολιτικοί της μαλθακότητας και της τρυφηλότητας και των σχεδιασμάτων... έχασαν... έχασαν από τον Κρότωνα... Θα έρθουν οι Συβαρίτες πολιτικοί να πουν: εδώ, τα δισεκατομμύρια... στην Τσακώνα πρέπει να καταβληθούν τάχιστα! Γιατί ο δρόμος Τριπόλεως-Καλαμάτας κάνει εξ' αιτίας της διακοπής απ' το νερό... Αλλά και στη Μαλακάσα το ίδιο έγινε!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως γνωστόν οι ονομαζόμενοι Βλάχοι αυτοαποκαλούνται Armani, έτσι λοιπόν στα βλάχικα το λήμμα σημαίνει κυριολεκτικά από το εμπόριο/μαγαζί (τα βλάχικα βρίθουν ελληνικών δανείων) των Βλάχων.
Δεδομένου ότι και ιστορικά πολλοί Βλάχοι διεκρίθησαν ως έμποροι (σε Βιέννη, Τεργέστη, Οδησσό κτλ.) από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, το λήμμα αποκτά και μία ιστορική υπόσταση.
Τώρα, για το πραγματικό Emporio Armani μην γλείφεστε οι έχοντες, και το Γιωργιό μάλλον θκο μας παιδί ήτανε (ναι, αλλά τίνος;)
Συναφή: Artisti Gargaliani, Χαρμάνι, Μπιτσιάνι
- Εεε ι ααα, α; (=άτσα κουστουμιά ο ανάπηρος!)
- Αρι χαμένε, Emporio d' Armani είν΄δεν το τράς;
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
α) Σπιρουνίζω το άλογο.
β) Βάζω μπρος τη μηχανή, ανάβω τη μίζα.
Προέρχεται από το τσακμάκι (αναπτήρα που βγάζει σπίθα από τσακμακόπετρα και ίσκα=φιτίλι).
Ραψανιώτικη έκφραση.
Got a better definition? Add it!
Το glitter που βάζουν οι γυναίκες στα χείλη ή και αλλού για να προσδώσει λάμψη (σημαίνει λάμψη στα αγγλικά) προφέρεται γκλjίτερ με χαρακτηριστική πελοποννjησιακή προφορά για μεγαλjύτερο χαβαλέ.
Βλ. και «Αντζελjίνα Τζόλjι», «η αλjήθεια αλjήθεια», μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee κ.ο.κ. (λήμμα γραμμένο από προσωπική εμπειρία).
- Ου να μου χαθείς, που μου θες και γκλjίτερ! Έχεις δει τη μούρη σου στο facebook;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λαρισινή παροιμία που λέγεται όταν κάποιος άθελά του αποκαλύπτει μυστικό.
- Άσε, ήμουν σε μεγάλη παρέα και μου ξέφυγε μία.... Τί να κάνω, λέω στο γιο μου:
«Κωστάκη, τί έκανες μπροστά στον ξένο κόσμο;»
«Όχι εγώ μπαμπά, εσύ την αμόλησες...»
Κρύψ' και βρόντα δηλαδή...
(από πραγματικό περιστατικό!)
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.
Εκ του Κυπριακού σσιήστος («μουνί») > σχιστό > σχισμή.
Διάλογος Α’
Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;
Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!
Διάλογος B’
Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!
Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!
Got a better definition? Add it!
Τ' αρχίδια. Τρικαλινή έκφραση. Ενδεχομένως προέρχεται από τα πετσάκια, με αποβολή της αρχικής συλλαβής.
Got a better definition? Add it!
Υβριστικός χαρακτηρισμός από Δυτική Κρήτη, μάλλον. Η λέξη Τζουγκρί σημαίνει απόκρημνος και αιχμηρός βράχος, στην πλαγιά ή την κορυφή βουνού
(υπάρχει και το ριζίτικο: Τ’ αγρίμι στέκει στο τζουγκρί κι οι σκύλοι στ’ς αλυσίδες / κι’ ο Μυργιολής χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα...).
Στην κούργιαλο - σλανγκ τζούγκρος είναι ένας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός: σημαίνει βλάκας, άσχετος, ξεροκέφαλος, ατζούμπαλος, ψωροπερήφανος, ιδιότροπος, γκαφατζής, άνιωθος και άχρηστος άνθρωπος.
Παρ' όλ' αυτά δεν είναι και πολύ δυνατή βρισιά και μπορεί να λέγεται απλά αντικαθιστώντας το μαλάκας ή και το γρόθος.
Πέρα από το ότι είναι λέξη που γεμίζει κάργα το στόμα, η αντίληψη για το τζουγκρί ως κάτι το αρχέγονο, ακλόνητο, αλλά και ακαλλιέργητο και αφιλόξενο, ευθύνεται μάλλον για τη μεταφορική αυτή χρήση του τζούγκρου.
- Σούζες κάνετε;
- Εγώ δεν κάνω γιατί είμαι τζούγκρος...
- Τι είσαι λέει
(από τούτο το μοτο-φόρουμ).
- Μωρέ τζούγκρε, το ρούφηξες πάλι το τόνερ; Δε σου δείξα μωρέ απροχθές ίντα να πατείς;
- Δε γατέω εγώ τέθοια, το πράσινο πατώ κι ό,τι βγει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified