(Πάτρα): φιλική προσφώνηση αγοριού, ιδίως από ανθρώπους άνω των -ήντα.
-(Γέρων) Χρηστάκο μου, λεβεντάκο μου, τί μου κάνεις; Καλά μου 'σαι ;
-Δε μας γαμείς ρε μπάρμπα...
(Πάτρα): φιλική προσφώνηση αγοριού, ιδίως από ανθρώπους άνω των -ήντα.
-(Γέρων) Χρηστάκο μου, λεβεντάκο μου, τί μου κάνεις; Καλά μου 'σαι ;
-Δε μας γαμείς ρε μπάρμπα...
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)
Got a better definition? Add it!
Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί. Υφίσταται και επώνυμο Μπιτχαβάς / Μπετιχαβάς = λουτσαράς.
Ο μπιτχάς μου έγινε χότζας = έβαλα γάζες (σαρίκι) στο λούτσο μου ένεκα νοσήματος.
Got a better definition? Add it!
(Πάτρα) Σωματώδης τύπος, σφίχτης, σφίχτερμαν, Σίνης ο πιτυοκάμπτης (βλ. ημίζ).
Εκ του body (αγγλ.) Να μην συγχέεται με το χωρίον Μπονταΐικα Ηλείας, ούτε με τους κοτσικορέους, που είναι περισσότερο βίαιοι παρά σωματώδεις.
-Τί έγινε εχτές στο μαγαζί ;
-Άσε, ένας ετράβηξε ζόρι για κάτι πιπίνια και επλακώσανε κάτι μπονταίοι του μαγαζού απο την Ταραμπούρα και τον εκάνανε δάπεδο ...
-Ωχ !
Βλ. και μποντιμπιλντεράς, πρησμένος, σβάρτσος, κορμαρίων, Κ.Δ.Ο.Α.
Got a better definition? Add it!
(Πάτρα): Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είναι αφηρημένος και δεν προσέχει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία.
Στη Νάουσα Ημαθίας: Κατ' τον ντοίχο το χορό
Εύστοχα αμερικανιστί: You don 't know what the score is, buddy.
μερικώς εφαρμόσιμο βρετανιστί: You 've lost the plot mate.
-Ρε σείς, πάμε το βράδυ Ωδείο, που παίζουνε οι Suicidal Tendencies;
-Ναι αμέ!
-(αφηρημένος) Ρε αυτοί δεν είναι που λένε το «και μαζί και μόνος»;
-Καλά, αγόρι μου, στον Πύργο λειτουργάνε !
Got a better definition? Add it!
(Νάουσα Ημαθίας) Έκφραση που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είτε δεν καταλαβαίνει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία, είτε είναι αφηρημένος και δεν προσέχει. Bλ. και στον Πύργο λειτουργάνε.
Στην κυριολεξία, αναφέρεται σε κυκλικό δημοτικό χορό, κατά τον οποίο, κάποιος αφηρημένος χορευτής, δεν ακολουθεί τον βηματισμό των υπολοίπων και τραβάει κατά τον τοίχο μόνος του...
Μεταφρασμένο, βλάχικης ή ντόπιας (μακεδονίτικης) προελεύσεως.
- Κατέβηκα Σαλονίκη και είδα το Στόκα στο Μύλο. Πολλά γούστα φιλαράκι!
- Καλά ρε συ, σίγουρα πήγες ή μας παραμυθιάζεις; Αφού ο Μύλος έχει κλείσει για επισκευές για. Ρε μήπως ήσουνα στη Λαζαριστών; Ήταν σε ύψωμα ή κοντά στη θάλασσα;
- Ωχ! καλά που με το είπες, εκεί ήμουνα.
- Καααλά. Κατ' τον ντοίχο το χορό είσαι, με φαίνεται.
Got a better definition? Add it!
(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.
Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).
Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.
Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.
Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα
Got a better definition? Add it!
(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.
Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.
Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα
Got a better definition? Add it!
(Κρήτη) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα γκαρλιά(ν)γκος.
-Με πονεί ο τζάρουχάς μου τσαι κρούβομαι.
-Γιάντα δεν παίρνεις μωρέ κανένα καλαμπαλίκι ;
-Επήρα τσαι δεν κάμει πράμα, θεμά τσι ζιατρούς.
Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα
Got a better definition? Add it!