Further tags

Απόδοση από ποντιακά σε ελλαδικά: ο βαρύψωλος γαμάει μια φορά.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος σου φέρεται μπαμπέσικα και προσπαθεί να στην ξαναφορέσει. Αντίστοιχο με το ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.

- Ρε τον μπαγάσα μου ξαναζήτησε δανεικά αλλά ακόμη να μου δώσει αυτά που χρωστάει από πρόπερσι
- Του έδωσες;
- Όχι βέβαια, ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά.

Χαρακτηρισμός που συναντιέται κυρίως στα χωριά της ηπείρου και όχι μόνο. Πολλές φορές έλεγαν έτσι και την μεγαλύτερη γυναίκα στην παρέα.

- Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι…
(παροιμία)

Baba Yaga (από poniroskylo, 09/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελλαδικά του Ποντιακού: «έστνε π’ έστνε έμορφος, έρθες και όντας έβρε».

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μέγεθος της ασχήμιας ενός ανθρώπου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ασχήμια βέβαια προϋπάρχουσα που γιγαντώθηκε όμως για κάποιον λόγο. H χρήση της εν λόγω φράσης εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα σεξουαλικής συνευρέσεως των δύο μερών και προκαλεί άμεση πτώση ηθικού του χαρακτηριζομένου προσώπου

- Καλά Κώστα, σε είδες καμία αλλαγή πάνω μου (σ.ς. πάει γυρεύοντας…)
- Αλλαγή;
- Δε βλέπεις διαφορά στα μαλλιά μου; Κουρεύτηκα!
- Α, ναι, τώρα που το λες!
- Λοιπόν, πώς σου φαίνομαι; (σ.ς. εξακολουθεί να πηγαίνει γυρεύοντας)
- Τι να σου πω, ήσουν που ήσουν όμορφη, ήρθες κ’ όταν έβρεχε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Παλιός (;) σχολικός όρος, για την χάρτινη χειροβομβίδα που περιείχε νερό, η ρίψη της οποίας σηματοδοτούσε το κλείσιμο των σχολείων και την έναρξη των μπουγέλων.

Η χειροβομβίδα αυτή ήταν χειροποίητη-αυτοσχέδια, κρύβονταν και φτιάχνονταν εύκολα, διπλώνοντας μαστόρικα το χαρτί του τετραδίου, περίπου όπως όταν φτιάχνεις καραβάκι ή σαΐτα και διατηρούσε το νερό με σχετική στεγανότητα, έως τη ρίψη.

Οι πιο θρασείς γέμιζαν σακκούλες σκουπιδιών (!) με νερό και τις πετούσαν από ύψος σε κεφάλι ανυποψίαστο, όμοια όπως στο φυλακόβιο «στήσιμο».

Οι πρώτοι στόχοι ήσαν (φυσικά) τα κορίτσια, στα οποία τα αγόρια εξέφραζαν μ’ αυτόν τον τρόπο την προτίμησή τους, (όπως και με άλλους βίαιους/αδέξιους τρόπους π.χ. τράβηγμα μαλλιών-φριτζάρισμα, τσικιτρόνι, σαλαμάκια-πενιές, γαργαλητό, σφίξιμο κλπ), τα οποία κακαρίζανε χαμογελώντας μουσκεμένα, ότι (δήθεν) «θα το πούνε στην κυρία»…

- Τι φτιάχνεις εκεί ρε;
- Νερόμπομπες! Να ρίξουμε στη Μαίρη!

μπουγελόφατσες - the collection (από johnblack, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποντιακή έκφραση υπερηφάνειας για την καταγωγή του λέγοντος. Δηλαδή: Ας είμαι Πόντιος κι ας έχω ένα μόνο μάτι!

Υφίσταται όμως και βορειοελλαδικό τοπικιστικό αντίδοτο, δεδομένης της πρόσφατης αναζωπύρωσης του ρατσισμού κατά των πολύπαθων Ποντίων, προϊούσης της απέχθειας στο πρόσωπο γνωστού νομάρχη-ζορό: «Στη Μακεδονία του παλιού καιρού, τότε που οι Πόντιοι ήτανε αλλού»...

Άρα, το καλό το σαλιγκάρι, ξέρει κι άλλο μονομάτη.

- Ντο εφτάς τεμέτερον (τί κάνεις πατριώτη);
- Πααίνω ες το πανοΰρ ες το κέντρον «Κόρτσοπον», άμον ντο θέλετε, να έρθετεν με τα παιδία σας! Τρανόν μουχαμπέτ’! (Πάω στο πανηγύρι στο κέντρο «Κορίτσι», άμα το θέλετε, να έλθετε με τα παιδιά σας! Μεγάλο γλέντι-μάζωξη!)
- Ζαντός κι είμαι! Θαν έρθομ’! Πόντιος και μόνα ματ’! (Χαζός είμαι; Θα έλθουμε! Πόντιος και μ’ ένα μάτι!)

ντε φτας; (από BuBis, 03/09/09)(από Stravon, 03/09/09)έκλεισα ως πόντιος... (από MXΣ, 09/10/11)(από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωτευουσιάνοι και οι οικολόγοι τις αποκαλούν μέδουσες (τρε μπανάλ)!!! Οι νησιώτες έχουμε γι’ αυτές κοντά στα τριάντα διαφορετικά ονόματα. Αλλά αυτές που τσιμπούν, τις ονομάζουμε τσούχτρες, δηλαδή που τσούζει (πονάει) το τσίμπημα τους. Συνήθως οι τσούχτρες είναι ροζ ή μωβ (άντε τώρα να μην γίνει σλανγκ!). Το τσιμπηματάκι τους δεν είναι θανατηφόρο, αλλά σε τσουρουφλίζει για αρκετή ώρα.

Τσούχτρα στην καθομιλουμένη λοιπόν, πέραν της μέδουσας, μπορεί να ονομαστεί η πεθερά, οι και κάποιες φίλες της γυναίκας μας. Ποια η διαφορά της τσούχτρας από την κομαντατούρ; Απλό απαντάει ο ποιητής. Το τσούξιμο!!! Η κομαντατούρ πεθερά ή φίλη, σου δηλώνει την πολεμική ατμόσφαιρα και παίζει fair play (σε δίνει στεγνά). Η τσούχτρα πεθερά ή φίλη, ηδονίζεται στην ιδέα του εκφοβισμού, με αποτέλεσμα τα συνεχή μικρά τσιμπήματα. Τα τσιμπήματα αυτά είναι υπονοούμενα τα οποία εκτοξεύονται πάντα τις χειρότερες στιγμές, και έχουν να κάνουν με κάτι (αμαρτία, μπαγαποντιά) που έχει υπεισέλθει εις τη γνώση της τσούχτρας, και όχι της γυναίκας μας. Η τσούχτρα προτιμάει από το να τα πει στη γυναίκα μας, να τα κρατήσει για αυτήν (μας κάνει και χάρη), και να μας συνετίσει υπό την απειλή της αποκάλυψης, να μην ξαναπέσουμε στα ολέθρια ατοπήματα.

-(Ελένη τσούχτρα φίλη) Νικολάκη, καλές οι παραλίες της Σάμου;
-Καλές, αλλά κρύα τα νερά...
-Ε, άλλο Βουλιαγμένη, και άλλο Αιγαίο (υπονοούμενο, διότι η συγκεκριμένη με είχε πάρει μάτι να συζητώ με μία βίκινγκ για το σουηδικό μοντέλο στην πλαζ της βουλιαγμένης)!!!
-(Συμβία) Τί ακαταλαβίστικα μιλάτε εσείς;
-Τίποτα αγάπη μου, έλεγα της Ελενίτσας μας, ότι στις διακοπές μας στη Σάμο, μία μέρα είχε κάτι τσούχτρες να!!!
....................................................................
-Τελικά τί έγινε με την Ελένη; Είχαμε διαρροές;
-Όχι, αλλά φαίνεται να το απολαμβάνει η τσούχτρα. Όλο υπονοούμενα πετάει. Και να είχα κάνει και τίποτα. Το μενού έβλεπα από κοντά. Δεν χάλασα την δίαιτα!
-Φάνηκε από το βλέμμα της μόλις, μας είδε. Ένα χαμόγελο φαρμακερό!!! Καλά ξεμπερδέματα....

(από GATZMAN, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

....όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. (H συνέχεια της φράσης, διότι δεν θα ήταν λήμμα αυτό, θα ήταν έπος).

Σλανγκιά (;) αγρότη νίντζα, που θυμίζει βουκολικό δράμα. Την παραπάνω φράση τσάκωσε μορφή της πιάτσας (σε πλατεία χωριού), και την διέδωσε σε όλο το νησί (το νησί της μαστίχας), εν είδει ιστορίας. Και βεβαίως έμεινε ως έκφραση (συνήθως το κομμάτι που είναι στο λήμμα), που χαρακτηρίζει την ακατάσχετη σεξουαλική ορμή, παρούσα σε όλα τα νεοερωτευμένα και πεινασμένα για σεξ ζευγάρια. Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση του ΑΕΠ.

  1. -Ακούς κόρη μου, τι έπαθε η Υπατία;
    -Ήντα 'παθε μαρή.
    -Η κόρη της τα ταίριαξενε με το γιο του Παναή.
    -Μια χαρά παιδί εν είναι;
    -Είναι, αλλά τώρα είναι κι οι εγιές. Και ο Γιος του Παναή, την είχενε και τηνε εδιασκέδαζενε όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. Και η καμμένη η Υπατία εν εμπορούσε μόνη της να φέρει βόλτα τα πανέρια.

  2. -Ο Μάκης την παράτησε τη Ρούλα.
    -Τι μου λες; Συνταρακτικά νέα. Την είχενε και τήνε διασκέδαζενε και τώρα την παράτησε ο μαλάκας; Άντε να βρει άλλη που να τον αντέχει ο μαλάκας!!!

(από electron, 07/09/09)(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική έκφραση από την Ήπειρο. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει δυο άτομα αρσενικού γένους με τα εξής χαρακτηριστικά: είναι αδαείς, ατσούμπαλοι και ατζαμήδες. Οι πράξεις τους είναι εκτός τόπου και χρόνου και οι χειρισμοί τους ακυρώνουν οποιαδήποτε πιθανότητα είχαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Ενδιαφέρουσα η δυναμική που αναπτύσσεται όταν, όχι ένας, αλλά δυο ατζαμήδες συγχρόνως αφήνουν τις δεξιότητές τους ελεύθερες να αναπτυχθούν, με απρόβλεπτες συνέπειες επί δικαίων και αδίκων.

Η έκφραση είναι σχεδόν αποκλειστικά δηλωτική της κινήσεως ή της αφίξεως. Η ετυμολογία της άγνωστη, προφανής όμως η εθνική προέλευση των ηρώων της, Yusouf και Jamal. Συνειρμικά οι δυο τους παραπέμπουν στον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ ή ακόμα στον τέντζερη και το καπάκι του.

Το «Τζ» του Τζαμαλή ασφαλώς δασύ, ηπειρώτικο.

  1. Ξεκινήσανε οι δυο τους Κυριακάτικα, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή, να πάνε στην Εφορία να καταθέσουν τη Δήλωση.

  2. Τι μου 'ρθατε πρωινιάτικα επίσκεψη, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή; Δεν βλέπετε που 'χω δουλειά;

(από nord, 09/09/09)(από nord, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποια ορεινά χωριά είτε λόγω φτώχειας είτε λόγω έλλειψης κεντρικής θέρμανσης, παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Οι γυναίκες για να ζεσταθούν προσαρμόζουν ένα μαγκάλι ανάμεσα από τα πόδια τους, το οποίο και σκεπάζουν με την ποδιά τους. Ο χώρος φυσικά δεν ζεσταίνεται, θερμαίνεται όμως κάτι άλλο...

Ο σύζυγος το βράδυ:
- Ωι!!! τι ζεστή που είναι η μουνάρα σου, καψομούνα μου!!!

(από Stravon, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άγριο μορφασμό ή απειλητική στάση σώματος που επιδεικνύει ένα ζώο όταν δυσανασχετεί και βρίσκεται στα πρόθυρα επίθεσης. Είναι πάντα φρόνιμο να απομακρύνεται κάποιος από ζώο που τσουρώνει.

Πιθανότατα εκ του σουρώνω.

Η έκφραση ακούστηκε στην ορεινή Αρκαδία.

- Vrastagirl: Γιαγιάκα, να χαϊδέψω το μουλαράκι σας;
- Νίντζα: Όχι κόρη μου, δεν βλέπεις, έχει τσουρώσει!
- Εγώ: Τείπες τώρα, γιαγιά!
- Αστειάτωρ τοπικός ήρωας προς υποφαινόμενο: Μην περνάς ποτέ πίσω από μουλάρι και μπροστά από καλόγερο!
(Διαδραματίστηκε χθες έξω από την Μονή Προδρόμου στην Δημητσάνα )

(από GATZMAN, 13/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified