Further tags

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφ στη Bόνιτσα λέγεται η πάχνη, η παγωμένη υγρασία που σκεπάζει σαν πέπλο τη φύση τα κρύα πρωινά του χειμώνα. Αφήνω την βουκολική παπαροποίηση που δε μου πάει κι όλας και το πάω σούμπιτο στα ξίδια, που μου πάνε καλύτερα.

Οι τύποι εκεί έχουν το συνήθειο να πίνουν τη μπύρα κάνα-δυο βαθμούς πάνω από το σημείο πήξης της, οπότε όταν βγαίνει το μπουκάλι απ' το ψυγείο έχει πάνω πάχνη, με αποτέλεσμα δικαίως να χαρακτηρίζεται τσαφωμένη η μπύρα, για να διακριθεί από την απλώς κρύα.

- Πιάση ρη Μήτσου μια πράσινj τσαφουμένj!

- κρύο το μπυρόνι; -γαμάει!! (από BuBis, 21/09/09)Κατίγκω, οι τσαφουμένες είναι χάμου-χάμου... (από BuBis, 21/09/09)

Βλέπε και ιδρωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιαρά στην Κρήτη είναι τα ανωφελή ζωύφια, το ζούδια, κατεξοχήν τα έντομα, αλλά και γενικά τα μικρά ζώα μέχρι το μέγεθος και της νυφίτσας (κρητικές ονομασίες για τα συναφή ζώα: ζουρίδα, καλογιαννού) στις πιο διασταλτικές χρήσεις του όρου (ο άρκαλος λ.χ. είναι υπερβολικά μεγάλος για μιαρό, ο σκαντζόχοιρος -ή κατσόχοιρος- όμως όχι). Εξαιρούνται σαλιγκάρια, πουλιά, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, περιλαμβάνονται τα μικρά φίδια, οι σαύρες και τα αμφίβια (αν συνεχίσω την κατηγοριοποίηση θα θυμίσει μάλλον το Celestial Emporium of Benevolent Knowledge).

Ειδική περίπτωση το σαμιαμίδι ή σαμάμιθας, το οποίο αν και μιαρό (όπως αναφέρει και ο Χότζας) είναι επωφελές σε παραλίμνιες, παραποτάμιες και ελώδεις περιοχές (ως πιτσιρικάς σε επίσκεψη σε χωριό κοντά στη λίμνη του Κουρνά είχα εντυπωσιαστεί από την άνεση με την οποία οι ντόπιοι αντιμετώπιζαν τη σαμαμιθοπαρέλαση στο ταβάνι του σπιτιού).

Μεταφορικώς μιαρό είναι το προπετές νιάνιαρο, το μαλακιστήρι, το σκατό, το βλαμμένο παιδάκι...

Σπανίως ο μπασμένος ενήλικας, η μισοριξιά, η γρουσουζά ή μαγαρισά όπως λένε στην Κρήτη - όπου και πάλι το μικρό μέγεθος αποδίδεται μέσα από την έννοια της βρωμιάς, της μιαρότητας, της ύπαρξης που δεν υφίσταται παρά μόνο ως σπίλος προς κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο, που μπορεί να είναι και η οικουμένη όλη, για την οποία ο μπασμένος πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ανώφελος, σε αντίθεση με το υψηλο- και μεγαλόσωμο άνθρωπο, για τον οποίο ο όγκος του και μόνο τον καθιστά χρηστό, μέχρι αποδείξεως τουναντίου («κρίμα στο μπόι σου» και λοιπά).

Από το αρχαίο «μιαρός»: ο σωματικά, θρησκευτικά, ηθικά μολυσμένος, βδελυρός, ακάθαρτος, απόβλητος, άσχημος.

  1. - Να' θώ κι εγώ, να' θώ κι εγώ;...
    - Ίντα φωνιάζεις μωρέ τροζό, γαμώ τον Τίμιό σου γαμώ... ανε μας ακούσεις ο θείος θα μας-ε κλείσει μέσα... - Εγώ θα το πω....
    - Μιαρό, αν-ε μ-πεις πράμα στο λόγο μου θα σε μισερώσω....

  2. - Ίντα μιαρό 'ναι μωρέ κείνος ο Χριστόφορος.... είμαι άτιμος α-δεν είναι η θυγατερα μου βαρύτερη...
    - Καλό κοπέλι και μερακλής μα δεν του βοηθά καθόλου το μπόι ντου του κακομοίρη...
    - Αυτός πρέπει να χει μεγάλο κόμπλεξι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εκείνος που, με τις ενέργειές του, τη συμπεριφορά του, τα λόγια του, το ντύσιμό του, προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να πείσει τον κόσμο (και μαζί τον εαυτό του) ότι είναι πολύ καλύτερος - ομορφότερος - εξυπνότερος - ικανότερος από ό,τι πραγματικά είναι...

- Λίλιαν, σου αρέσει ο Ερνέστος; Κοίτα τι όμορφα που ντύνεται!
- Αν σου αρέσει Λάουρα, να τον πάρεις εσύ. Ο Βαγγέλας μου είναι πολύ πιο προικισμένος από αυτό το νιοράντε. Δεν τον βλέπεις; Μόλις δει καθρέφτη τσεκάρει τα μούτρα του να δει μην του χάλασε το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κεφάλι-μυαλό κάποιου. Συνώνυμο και με την γκλάβα.

Άκου να δεις τι κατέβασε η κούτρα του.

Ο τραγουδιστής Γιάννης Κούτρας (από allivegp, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαρφαλώνω, γραπώνομαι με κόπο, γαντζώνομαι, αγκομαχώντας, τρώγοντας νύχια, ματώνοντας πόδια, ιδρώτας με τους κουβάδες, τα χέρια μου έχουν βγάλει βεντούζες à la Spiderman ένα πράμα, το σώμα μου έγινε ένα με το βράχο, τα μάτια μου καθηλωμένα εκεί πάνω, θα ξοδέψω και την τελευταία σταγόνα ενέργειας και την τελευταία μου ανάσα, όσο πάει. Και να κατρακυλάω πίσω, δεν καταλαβαίνω Χριστό, συνεχίζω με περισσότερη ορμή.

Ο μαρτυριάρης Σίσυφος πρωταθλητής στο σπορ.

Τα αγριμάκια του Ψηλορείτη επιδίδονται με απαράμιλλο στυλ. Η φύσις γαρ...

Το' χω ακούσει και καρκατζαλώνομαι μάλλον για να μοιάζει με το γραπώνομαι που περιγράφει περισσότερο το φύλλινγκ του υποκειμένου (καρκατζάλωμα ή πιθανώς καρκάτζαλο).

Godfather: o Αυτοκτώ, η αφεντομουτσουνάρα μου κι ένας φίλο.

Άσε ρε Μπάμπουρα, είπα να κάτσω να δω τα exit polls 2009 στο σπίτι αλλά παπάρια Μήτσου τα δίδυμα καρκατζαλώνονταν συνέχεια πάνω μου και που... Ούτε πίτσες ούτε μπύρες.

(από gaidouragathos, 04/10/09)κι άλλο στυλάτο καρκατζάλωμα (από gaidouragathos, 04/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδειοδότηση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών στην Ελλάδα σήμανε την ίδρυση πλήθους σχετικών μαγαζακίων ανά την επικράτεια σε πόλεις και πολίχνες. Άλλωστε η τοπική αυτοδιοίκηση είχε παίξει μεγάλο ρόλο ως παράγων πίεσης στο άνοιγμα των συχνοτήτων στο δεύτερο μισό των ογδόνταζ, είτε με αμιγώς βλαχοδημαρχικά - αποκεντρωτικά κίνητρα τύπου Αλή Πασά της κακιάς ώρας, είτε ως δούρειοι ίπποι ντόπιων οικονομικών συμφερόντων, είτε και τα δυο και άλλα τόσα, άλλωστε η ήττα είναι πολυπαραγοντική και η δράση πολύμορφη.

Όχι ότι δε θα μπορούσαν τα μικρά μέσα ενημέρωσης να παίξουν ρόλο θετικό στις τοπικές κοινωνίες, αλλά στην Ελλάδα ήμασταν, που σημαίνει ότι τα τοπικά μέσα, ιδιωτικά και αυτοδιοικητικά, απ΄ αρχής υπήρξαν φτηνές απομιμήσεις των μεγάλων καναλιών, οχήματα μωροφιλοδοξιών, λαμογείωσης με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, εκφραστές κομματικών βάσεων, προβολείς τοπικής βλαχογκλαμουριάς και γενικά επαρχιώτικου πολιτισμικού ζόφου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, και όσο τα λαϊκίστικα ογδόνταζ απομακρύνονταν, τα περισσότερα και τα πιο φτηνά τοπικά ΜΜΕ άρχισαν να αντιμετωπίζονται γενικά με κυνισμό και κοροϊδία, και να περνάνε στην κατηγορία του καλτ, η επιρροή τους, ωστόσο, θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και χωρίς υπεραπλουστεύσεις, γιατί η κοροϊδία από πλευράς των τηλεθεατών δε σημαίνει απουσία ισχύος του αντικειμένου της κοροϊδίας.

Η καρναβαλική παρονοματολόγια των καναλιών - αντικείμενο λαογραφίας του μέλλοντος το δίχως άλλο - έχει κι αυτή το γούστο της. Άλλα τα έλεγαν με το όνομα του ιδιοκτήτη τους, διάφορα ονόματα με λατινικούς χαρακτήρες διαβάζονταν λάθος, κλπ.

Το πιο ωραίο που έχω ακούσει είναι το κ΄ταβ΄ για το Καρπενήσι TV ή Κ-TV, κανάλι για το οποίο δυστυχώς δε βρήκα περισσότερες πληροφορίες. Ο Δήμος Καρπενησίου ακόμα το παλεύει με ένα είδος web tv.

Δε θα ήθελα να κακοποιήσω μια διάλεχτο που αγνοώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη η παλιά αυτή λέξη (απαντά και σε ριζίτικα κ.λπ.) η οποία ακόμη και σήμερα ακούγεται και από τη νεολαία ακόμα, σπάνια βέβαια, και με συνειδητή επίγνωση ότι αποτελεί γλωσσικό πλούτο.

«Αναμαζωξιάρης» είναι ο ξένος, αυτός που μας ανεμαζωχτήκενε, για την ακρίβεια αυτός «που-δε-γατέω-ίντα-διαόλους-μας-ανεμαζώχτηκενε-απού-να-μην-τονε-πω-πράμα-γι΄-αναμαζωξιάρηδες». Είναι αυτός που μας κουβαλήθηκε, που μας φορτώθηκε, ο ανεπιθύμητος ξενομπάτης ή ξενομερίτης. Είναι ουσιαστικά ο πρόσφυγας ή, όπως λεγόταν στα Χανιά ο *πρόσφυγκας******.

Αναμαζωξιάρικα ήταν και τα έκθετα κι έπειτα υιοθετημένα παιδιά, ενώ ακόμη και σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς τις μανάδες στα Σφακιά να φωνάζουν το βράδυ στα παιδιά που παίζουν στο δρόμο «αναμαζωχτείτε επιτέλους», μαζευτείτε, δηλαδή, και βρείτε καταφύγιο στο σπίτι μας.

Είναι πολύ υποτιμητικός όρος, ο πιο υποτιμητικός από τους υπόλοιπους για τους μέτοικους. Αναμαζωξιάρης σημαίνει και κουρελής, φτωχομπινές.

*****Τα οποία Χανιά μόλις πριν λίγες βδομάδες έφτιαξαν επιτέλους μνημείο για το σημαντικό προσφυγικό τους μικρασιάτικο πληθυσμό (κυρίως από την περιοχή Σμύρνης) που κατοίκησε τα Τουρκοπροάστια της πόλης (Μουρνιές, Περβόλια, Πασακάκι). Με την ευκαιρία συζητήθηκε και ένα άρθρο των Χανιώτικων Νέων που σιχυριζόταν ότι ένα 40% της πόλεως των Χανίων έχουν πρόσφυγα πρόγονο (και Κινέζο ξάδερφο)... Για τους Χανιώτες που μάλλον όλοι θέλουνε να Σφακιανοφέρνουν παρά να προσφυγοφέρνουν (πλην όσων έχουν προσφυγικό επίθετο και περηφάνια) ήταν ένα πλήγμα...

Ετερόκλητα παραδείγματα:

  1. Άμε μρε να βάλεις ένα ποκάμισο κι είσαι σαν τον αναμαζωξιάρη....

  2. Σ’ ένα τέτοιο μακελειό ο μπάρμπα Γιάννης ο Σισανές, ξερακιανός άντρας, μακρές, στιβαρός, με μεγάλη καρδιά μέσα ντου, όντενε εμακελεύανε μια τουρκική φαμελιά, του παντήχνει ένα τουρκάκι πέντε-έξι χρονών. Το μαχαίρι ντου έσταζενε το αίμα των Οικολογιών του και το κοπέλι έτρεμενε σύγκορμο χλωμιασμένο σαν τα κίτρινα φάδια. Το λυπήθηκενε και το πρεμάζωξενε στο κονάκι ντου και το ανάθρεφενε μαζί με τα δικά του κοπέλια. Τα ξεδιαφωτίσματα ο μπάρμπα Γιάννης έπαιρνενε το τουρκάκι στα οζά και το ‘χενε ουλημέρα κοντά ντου και έτρωενε ε’να κομμάτι ψωμί μαζί με τα δικά ντου στο μιτάτο… Τ’ αποσπέρας που απόσωνε στο σπιτικό ντου τ’ αποχύνεντονε η γυναίκα ντου για το αναμαζωξιάρικο: “Είντα μου τ’ αναμάζωξες, για να με ταραχάς, καεί η ψυχή ντου. Ανάθεμα τσι και δεν μπορώ να τσι θωρώ μπλιο τσ’ αναθεματισμένους”.

από δω.

  1. Μάς έχει φάει ο διάλογος με κάθε αναμαζωξιάρη σατανιστή, απο παπικό μέχρι μουσουλμάνο ... Το οτι έχουμε σχήσμα στο σώμα της εκκλησίας μας , πληγη αιμοραγούσα δεν είναι πρωτο Θέμα;

από δω με την ορίτζιναλ ορθογραφία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified