Further tags

Ο μη Γύφτος στα Γύφτικα, ο μπαλαμός [θηλυκό: ι γκατζί (όχι με ήτα, γιατί αυτό το -ί είναι ινδικής προέλευσης), πληθυντικός για όλα τα γένη: ε γκατζέ]. Το τελικό -ς προστίθεται για τον εξελληνισμό της λέξης στο στόμα ελληνοφώνων. Παρόμοια χρησιμοποιούν οι Γιαπωνέζοι τον όρο gaijin (που μάλλον δεν σχετίζεται ετυμολογικά με το «γκατζό»).

Ήρθαν κάτι γκατζέ (πληθ.) και ρωτάγανε άμα ξέρουμε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καμπανοαπίδια είναι μια ποικιλία αχλαδιών που συναντά κανείς κυρίως στην Αρκαδία και στην Κυνουρία. Πρόκειται για μεγάλα σε μέγεθος αχλάδια, τα οποία σε πολλές περιοχές της Ελλάδος τα λένε και απίδια. Λόγω του σχήματός τους θυμίζουν καμπάνα.

Στις περιοχές αυτές ο όρος καμπανοαπίδια χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να υπογραμμίσει το μέγεθος των αρχιδιών που διαθέτει κάποιος, το οποίο μέγεθος προκύπτει συνήθως όχι από την γνώση του από πρώτο χέρι, αλλά από τις πράξεις του του κατόχου των ...καμπανοαπιδιών.

- Ο Νώντας έχει κάτι καμπανοαπίδια ως απέναντι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάτι βολικό, εύχρηστο (στο ζακυνθινό ιδίωμα). Μάλλον από το ιταλικό mai agevole (= πιο ευκίνητο / ευέλικτο).

- Πάμε με το Χάμερ ή θα πάρουμε το Ζμάρτ;
- Το Ζμαρτάκι, που είναι μαϊτζέβελο!

Βλ. και μανιτζέβελο, ματζόβολο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλληνιακή λέξη που δηλώνει απροσδιόριστο τόπο, καθώς και του διαόλου τη μάνα. Λέγεται με κάπως χαβαλεδιάρικη διάθεση, ιδίως από παλαιότερους.

Μάλλον από το ιταλικό Mongibello, λαϊκή ονομασία του ηφαιστείου Αίτνα, τόπου όπου κατοικούσαν δαίμονες, σύμφωνα με την παράδοση.

- Πάλε εχάθηκε ο Νιόνιος. Τώρα δα εδώ δεν ήτουνε;
- Και πού επήε ωρέ; Στο Μιντζιπέλλο;

Από το Χότζειο σχόλιο (από allivegp, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρασιάτικη έκφραση -σήμερα σπανιότατη- εν είδει αρνητικού επιφωνήματος, με την έννοια «αδύνατον!», «δεν γίνεται!», «με τίποτα!». Από το τουρκικό olmaz (= δεν γίνεται).

Σημ. Το λήμμα «ολμάς» υπάρχει (παραδόξως) και στο ελληνογερμανικό / γερμανοελληνικό λεξικό των εκδόσεων Langenscheidt.

- Θα 'ρθείς το βράδυ να πιούμε κανα κρασάκι;
- Ολμάς! Έχω πει στη Μαρίκα πως θα πάω σπίτι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποιο Αρβανιτοχώρι ο πατέρας έπαιζε χαρτιά στο καφενείο όταν απ' έξω περνούσε ο γιος του, ο πατέρας αμέσως προστάζει τον γιό του να τρέξει σπίτι για να μάθει τι έχει μαγειρέψει η μάνα του για μεσημεριανό. Όταν έφτασε σπίτι και ρώτησε την μάνα του, αυτή τού απήντησε: «θιέρε» (που σημαίνει φακές στα αρβανίτικα). Ο νεαρός τρέχει πίσω στο καφενείο και από την είσοδο αναγγέλει δυνατά στον πατέρα του αυτό που νόμιζε ή θυμόταν ότι είχε ακούσει: «χέρδε μπαμπά, χέρδε» («χέρδε» στα αρβανίτικα είναι οι όρχεις).

Χρησιμοποιείται σαν παραλλαγή τού «άνθρακες ο θησαυρός».

- Τι έγινε ρε μεγάλε, την πήρες την δουλειά που τόσο περίμενες;
- Αρχίδια πατέρα!

(από Μαστουρωμένος Αρχιμανδρίτης, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος (στην πυργιώτικη αργκό).

- Αμάν, σκοτώθηκ' απάνω στη γωνιά του τραπεζού!
- Αφού 'σαι αντούβιανος, μάνα μ', τι περμένεις;

Επίσης και αντούβγαινος και αντούβιανο(ς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος ή αντούβιανος, ο άγαρμπος, χωρίς χάρη και ισορροπία στις κινήσεις του (στην κεφαλλονίτικη slang). Συχνό σε άτομα με «σύνδρομο του Μαρφάν».

Ο όρος μάλλον από το στερητικό α- και το ουσιαστικό (ν)τάρα (= το αντίβαρο).

- Για τήρα το Λέλο, προβατεί και μπουρδουκλώνεται.
- Πούθε πηαίνεις ωρέ άταρεεε; (κράξιμο)

O τίμιος Αbe ξεχωρίζει. (από allivegp, 17/04/10)Τάταρος (από HODJAS, 19/04/10)Και ο Charles Bronson είναι Τάταρος... (από HODJAS, 19/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified