Further tags

Μεγάλο φλιτζάνι, κούπα.

Θα νετάρεις με αυτόν τον καφέ σήμερα, που γιόμισες μια κίκαρη απάνου κι απάνου!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάω απ' το φαΐ.

- Ουφ! Είχαμε μουσακά σήμερα και δεν αντιστάθηκα... Πέντε κομμάτια έφαγα... Και από πάνω και δύο μπάλες παγωτό... Μπακάφιασα! Θα σκάσω!
- Φαίνεται...

Πιθανά συμφυρμός από το μπάκα και το μπαφιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην Λακωνική διάλεκτο σημαίνει μούσκεμα, βρεγμένος ως το κόκαλο, παπί.

  2. Στην Κουμιώτικη διάλεκτο σημαίνει γυμνός.

  1. «Πώς μπλαματσάς μέσ' στ'αυλάκι κι είσαι τσουπλί το ξέρει η μαμά;» από εδώ

  2. Στέκονταν «τσουπλί», όπως λένε στην Κουμιώτικη γλώσσα, δηλαδή μαδαρές (γυμνές) και ολοτσούπωτες (ολόγυμνες) για να ιδούν τον καλό τους.
    Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουβάς (Λακωνική διάλεκτος).

Αρχικά σήμαινε την ταΐστρα των ζώων, τον τορβά, και γι αυτό ίσως ετυμολογείται από το ιταλικό testa = κεφάλι.

(αθηναία που μόλις έμαθε τρεις καινούργιες λέξεις και κατάφερε να τις βάλει σε μία πρόταση)
- Μού 'χει κατσικωθεί να πάρω την τέστα και να σε κάνω τσουπλί.

(από salina, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή ξεφεύγει από τα αθλητικά. Όπως ήδη ειπώθηκε, την αναφέρει ο ένας ομιλητής στον άλλο για να δείξει ότι το μείζον είναι το ότι είσαι ΠΑΟΚ και ότι δεν θα πρέπει να ασχολείσαι με τον εκάστοτε προβληματισμό σου, ήτοι το έλαττον - ακόμα και αν αυτός είναι ότι απολυθηκες και έχεις πέντε στόματα να θρέψεις. ΠΑΟΚ είσαι και αυτό αρκεί - δηλαδή, περηφάνια, τιμή, καμάρι κλπ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει ότι εμπεριέχεται μια δόση κλάιν στην όλη μανούρα. Σωστόστ εν μέρει, διότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, θα πρέπει να χαλαρώσεις, να πιεις την φράπα σου και βλέπουμε απο τον άλλο μήνα τί θα κάνουμε με το πρόβλημά σου.

Η ουσιώδης διάφορα όμως, είναι ότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, πονάνε τα μυαλά σου, είσαι οργανωμένος, αφήνεις τα λαρύγγια σου στο πέταλο κ.ο.κ., άρα είσαι φουλ δραστήριος και ενεργοποιημένος, συμπεριφορά που σαφώς αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσοφία του κλάιν, η οποία θέλει πολύωρο ύπνο και όσο το δυνατόν λιγότερους χτύπους καρδιάς την ημέρα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: η φράση χρησιμοποιείται επιτυχώς μόνο σαν σχολιασμός - απάντηση στη συμφορά του συνομιλητή μας και ΠΑΝΤΑ με αυτή την σειρά των λέξεων, ΠΟΤΕ δεν λέμε δηλαδή: είσαι ΠΑΟΚ. Χάθηκε όλη η ουσία της φράσης...

- Φίλε, είμαι χάλια. Με παράτησε το μωρό για έναν άλλο μπουρτζόβλαχο και κοντεύω να τρελαθώ. Τί θα κάνω;;
- ΠΑΟΚ είσαι, δεν σε πιάνει τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραμολί.

Πρέπει να πεταχτώ απέναντι, έχω να κοιτάξω το κούσαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίκος κρητιστί. Μάλλον από το ιταλικό becco (=ράμφος) > η μύτη ενός αιχμηρού αντικειμένου, η μπίκα.

Ο όρος αυτός αφορά το σεχ και όχι τον άντρα, αντίθετα με τον όρο μπήκας -βλ. και σχόλια.

Ασίστ: nick

Κρήτη, 2010, μέγα συμβούλιο περί δια μπάτσελορ πάρτυ:
Α: - Πού θα το βοrτάρουμε το γαμπρουrάκι μας απόψε;*
Β: - Χανιά, Χανιά!
Γ: - Εκειά μόνο θα τονε 'γγίζει. Επά πέρα στο Ρέθυμνο θα ρίξει και κανα μπίκο...

*βλ. σχόλιό μου στο άρτζι μπούρτζι και ρουλάς

(Μ) πίκος απίκος εκ Φρουτοπίας (από GATZMAN, 03/10/10)

βλ. και μπίκας, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κρητικό ιδιωματισμό που χρησιμοποιείται για αρνητικό χαρακτηρισμό κάποιου. Σύνθετη λέξη (παρά + ώρα). Σημαίνει άκυρος, παρά την ώρα του, χαζούλης, ανεπιθύμητος.

- Δεν θα πιστέυεις τι έγινε σήμερα...!
- Τί;
- Εκεί που ετοιμαζόμουν να πάω για ψώνια, συνάντησα στον δρόμο εκείνη την παράωρη και μου έπιασε κουβέντα και άργησα στις δουλειές μου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς Καλαματιανή έκφραση που δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά μόνο «πάμε».

- Πάμετε σιγά-σιγά, ξύλιασα 'δω χάμου.
- Κάτσε λιγάκι μάνα μου, θα φύγουμε σε λίγο.

ΠΑΜΕΤΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ (από PUNKELISD, 09/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό κιόρ, που σημαίνει κυριολεκτικά ο τυφλός ο αόμματος. Απαντάται και ως «κιόρι».

Έτσι προσφωνείται απαξιωτικά έως υβριστικά ο απρόσεκτος. Ευρέως διαδεδομένο στη Β. Ελλάδα.

Πού πας βρε κιόρι;! Ολόκληρο STOP μπροστά σου και δεν το βλέπεις;

(από iwn, 17/10/10)(από jesus, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified