Further tags

Χαρακτηριστική έκφραση της Κύθνου, που σημαίνει πως κάποιος έχει μπει για τα καλά στην εφηβεία. Είναι σαφής ο σεξουαλικός υπαινιγμός. Η έκφραση ήταν σε χρήση τις παλιότερες εποχές. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια (έχω χρόνια να την ακούσω) μιας κι η νεολαία του νησιού "ενηλικιώνεται" πολύ πιο γρήγορα από τις παλιότερες γενιές.

Ρε συ, ούλη την ώρα στο καθρέφτη σε βλέπω και τη κολώνια που σού' φερα από την Αθήνα την κοντεύεις. Μου φαίνεται πως μπήκε ο πεντικός στη μάνικα.

...εχεις ξενυχτησει με τους αλλους,τρεχετε τις κοπελιες εχει αρχισει να περπατει ο πεντικος στη μανικα... από εδώ

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετατροπή του όμικρον σε έψιλον στη λέξη ποντικός => πεντικός. Τί λένε οι ειδικοί επ' αυτού;

Μιας κι αναφερθήκαμε στα όχι και τόσο συμπαθή τρωκτικά ας αναφέρουμε μερικές ακόμα εκφράσεις με πεντικούς:

-Ψωμί πατείς!

Πεντικό μασείς!

Τυπική ανταλλαγή (ομοιοκατάληκτων) φράσεων που οδηγεί σε γείωση, αυτού που ξεκίνησε το διάλογο. Εν τούτοις ο "γειωμένος" έχει πετύχει να βάλει τον άλλον να πει τη "απαγορευμένη" λέξη πεντικός την ημέρα που δεν πρέπει: Την πρώτη του Φλεβάρη, ανήμερα του αγίου Τρύφωνα. Σύμφωνα με κάποια λαϊκή δοξασία-πρόληψη του νησιού, όποιος πει αυτή τη λέξη τη συγκεκριμένη ημέρα θα υποστεί την καθόλου ευπρόσδεκτη επίσκεψη των τρωκτικών στο σπίτι, στην αποθήκη, στη σοδειά του ή όπου αλλού έχει φυλαγμένα τρόφιμα. Αυτή η δοξασία πρέπει να έχει παλιές ρίζες και να σχετίζεται με αντίστοιχες προλήψεις για την Πρωτοχρονιά, αν και προσωπικά δεν γνωρίζω κάποιο ημερολόγιο, που ν' αρχίζει την Πρώτη του Φλεβάρη. Όσον αφορά στη μή αναφορά και/ή στη μετονομασία επιβλαβών ζώων, ασθενειών κλπ. υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας όπως: Εύξεινος Πόντος, Ευλογιά, Cavo d' Oro, παλιοαρρώστια (καρκίνος) κλπ. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά μέρη δεν λένε τη λέξη "ποντίκι" όλο το χρόνο και τα αποκαλούν "κουφά".

... Οξω ψύλλοι πεντικοί, πάρτε όρη και βουνί...

... Όπως λουλουδίζει ο σταυρός να λουλουδίζουνε τα ορνίθια σας.

Απόσπασμα από ένα είδος καλάντων (νομίζω πως αλλού λέγονται χελιδονίσματα) και ευχές που λέγονται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στην Κύθνο υπήρχε ( και σε κάποιο βαθμό διατηρείται) το έθιμο οι νεοι,την ημέρα αυτή, να φτιάχνουν ένα καλαμένιο σταυρό στολισμένο με λουλούδια και να επισκέπτονται τα σπίτια των κοριτσιών που έκαναν μαζί Κούλουμα, όπου λένε αυτά τα "κάλαντα". Εκεί τους φιλεύουν με αυγά. Αυτά τ'αυγά είναι ο "μεζές" για το φαγοπότι που ακολουθεί και το απαραίτητο γλέντι. Για το λόγο αυτό η Κυρική της ορθοδοξίας λέγεται και "Αυγουλού".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνω μπροστά και/η εμποδίζω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμποδίζεται η διέλευση κάποιων ζώων με κινήσεις των χεριών και αντίστοιχα ηχητικά μηνύματα του τύπου: Οοοοόξ! Ξουτ! κττ.

Πάντα Καλλίτσα, πάντα κι ο τράος άκουρος! (εδώ η Καλλίτσα πρέπει να εμποδίσει την "απόδραση" του τράγου, από το χώρο που έχουν στριμωχτεί τα "ζα" για να τα κουρέψουν).

Ετυμολογία από το απαντώ (με την έννοια του αντικρίζω, στέκομαι απέναντι)

Στο επόμενο παράδειγμα, που κυκλοφορεί στο νησί σαν ανέκδοτο, το παντώ δεν αναφέρεται σε ζώα:

Ήντα να κάμω μάνα; Το βρατσί θε να βαστώ, τη ψωλή θε να παντώ; Ώσπου να μπήξω τη φωνή, μου τον έκαμε χωνί!

Το παντώ με την έννοια του συναντώ υπάρχει με την μορφή "μου πάντηξε".

-Μωρέ Μανωλιό, μπας κι είδες το προκομένο το Γιαννούλη;

-Ναι μπάρμπα, μου πάντηξε παραπάνω. Ενούς τσιγάρου δρόμος θά'ναι και δε θά'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέσιμο του μπροστινού ποδιού ενός βοοειδούς (συνήθως ταύρου) μ' ένα κοντό σκοινί, του οποίου η άλλη άκρη δένεται στα κέρατά του ζώου. Με το δέσιμο αυτό, το ζώο μπορεί μεν να περπατήσει αργά, αλλά δεν μπορεί να τρέξει και το κυριότερο να "κουτουλήσει". Χρησιμοποιείται σε άγρια και επιθετικά ζώα. Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Με μια ματιά, δεν την βρήκα στο γούγλη. Αν χρησιμοποιείται κι αλλού, κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη. Ετυμολογία προφανής : πους (πόδι) + κέρας (κέρατο).

Ρήμα: Ποδοκερίζω

Άτιμο ζωντανό αυτός ο ταύρος! Ποδοκερισμένο τον είχα κι είδα κι έπαθα να τονε βγάλω απο το ντάμι!*

*ντάμι: σταύλος (από το τουρκικό dam: δώμα, σταύλος (εδώ). [δώμα-dam, σαν αντιδάνειο μου "μυρίζει". Τι λένε οι πιό ειδικοί;]

Για τα αιγοπρόβατα χρησιμοποιούν την παστούρα: ένα σκοινί μικρού μήκους, που δένουν τα δυό πόδια του ζώου μαζί (μπροστινό-πισινό), έτσι που το ζώο να μπορεί να περπατήσει, αλλά να μήν μπορεί να τρέξει και κυρίως να πηδήξει πάνω από τους μαντρότοιχους.

Συνώνυμα: πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα

Ετυμολογία από το λατινικό pastor: ποιμήν, βοσκός.

Αυτός ο τράος, ο μουσκούρης, διάολος σκέτος. Ούτε παστούρα λοαριάζει, ούτε τίοτα! Σάρταρε το τοίχο, ίσαμ'ένα μπόι, μπήκε στο χωράφι του γείτονα και τού'λασε τσι ζίκες.

μουσκούρης: ξανθοκόκκινος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

ζίκα: η κατσίκα στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Χαρακτηριστική είναι η "εξαφάνιση" κάποιων συμφώνων ανάμεσα σε φωνήεντα, όπως διάολος (λέγεται και σε πολλά άλλα μέρη), αλλά και λοαριάζει (λογαριάζει), τίοτα (τίποτα)

Ρήμα: παστουρώνω (μτχ. παστουρωμένος, αντιθ. ξεπαστούρωτος)

Το ξεπαστούρωτος χρησιμοποιείται μεταφορικά και για ανθρώπους που δεν ανέχονται δεσμεύσεις, που έχουν "ξεφύγει".

Ο Γιώργης; Δε βρίσκεις άκρια με δαύτονε! Ξεπαστούρωτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι βορειοελλαδίτες βάζουν μερικές φορές τον αιτιολογικό σύνδεσμο "γιατί" στο τέλος της δευτερεύουσας πρότασης:

Άντε ξεκίνα, αργήσαμε γιατί.

Ξέρω οτι λέγεται ακόμη σε κάποιο βαθμό σε όλη την Μακεδονία, στο δίχτυ όμως μπόρεσα να βρω μόνο αναφορά για τον νομό Σερρών (Αλιστράτη και Νέο Σούλι):

"Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω)".

Αλιστρατινό λεξιλόγιο

Η σύνταξη αυτή μοιάζει με την αντίστοιχη του αφού και του για, μόνο που τώρα φαίνεται να δικαιώνεται ο συσχετισμός που προτείνει η ironick με το αρχαίο γαρ και να αίρεται η επιφύλαξη του poniroskyloυ, μιας και εδώ έχουμε τον σύνδεσμο 'γιατί' ως ένα ξεκάθαρα αιτιολογικό 'επειδή':

Το αφού στο τέλος, όμως, δεν είναι αιτιολογικό και γι' αυτό νομίζω ότι οι συγκρίσεις με το γαρ δεν είναι εύστοχες, κτγμ. Δεν είναι τιποτε περισσότερο από ένα επιτατικό μόριο, που, ασφαλώς, διατηρεί το στοιχείο της αντίθεσης.

poniroskylo στο λήμμα αφού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).

Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.

Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
αλεποπορδή
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λελέβω, λελεύω

Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).

Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.

Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νταγιάκι, νταγιάκα

Ξύλο, όχι το υλικό, ξυλοδαρμός. Λέξη σε αχρηστία πια αφου οι πρώτες γενιές των προσφύγων και όσοι άλλοι χρησιμοποιούσαν τούρκικες λέξεις, εξέλιπαν.

Εκ του τουρκ. dayak = χτύπημα, ξυλοδαρμός που πήρε ελληνική κατάληξη κι έγινε νταγιάκι (το) και για επίταση νταγιάκα(η).

Μαζευτήκανε στην πλατεία και φωνάζανε κι ύστερα ήρθανε οι χωροφύλακες κι έπεσε νταγιάκι άγριο.

Κάτσε ήσυχα γιατι θα δουλέψει νταγιάκα.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμο του δεκανικιού ίσως επειδή τα πρώτα τέτοια ήταν ιδιοκατασκευές (όπως η μαγκούρα συνώνυμη του ξυλοκοπήμστος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφριά ανεμοριπή, που κάνει τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Την χρησιμοποιούν οι ναυτικοί και οι ψαράδες της Κύθνου. Πιστεύω πως πρέπει να χρησιμοποιείται και αλλού. (Τι λέει ο dry hammer επ' αυτού;) Πιθανή ετυμολογία από το τουρκικό ilkbahar που σημαίνει άνοιξη. (Υπάρχει και το, επίσης τουρκικό, bahriye που σημαίνει ναυτικό(ς), αλλά δεν το θεωρώ πιθανόν. Τι λένε οι τουρκομαθείς επ' αυτού;)

- Βλέπω τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Λες να πετάξει κανέναν αέρα;
- Δεν έχει ανάγκη! Μπαχαρίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ψάρι, που είναι πιό γνωστό με τ'όνομα πεσκαντρίτσα. Αλλες ονομασίες της σκλεμπού, βατραχόψαρο, φανάρι, φλάσκα, σπερκελέτσο.Η επιστημονική ονομασία της είναι Lophius piscatorius, που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, (αυτός που) "ψαρεύει με το λοφίο". Η ονομασία οφείλεται στο ότι, ζεί μισοχωμένη στη λάσπη του βυθού και προσελκύει τα θηράματά της κουνώντας ένα μικρό λοφίο,σαν σκουλήκι, που υπάρχει πάνω από το τεράστιο στόμα της. Μόλις κάποιο από τα πλάσματα του βυθού πλησιάσει για το δελεαστικό μεζέ, γίνεται μεζές το ίδιο! Περισσότερες πληροφορίες εδώ

χλεμπού ή πεσκαντρίτσαχλεμπού ή πεσκαντρίτσα

Στην Κύθνο, από πλευράς ονομασίας, η πεσκαντρίτσα είχε την ίδια αντιμετώπιση με το σαλούβαρδο. Αυτός, εξ αιτίας της ασκήμιας του έγινε σαχλιαμπάκος. Για τον ίδιο λόγο η πεσκαντρίτσα έγινε χλεμπού. Παλιότερα οι ψαράδες τις πετούσαν, επειδή δεν τις αγόραζε κανείς. Σήμερα πουλιούνται, αλλά πρέπει πρώτα να γδαρθούν. Πάντως κάνουν εξαιρετική σούπα.

Αγόρασα μιά χλεμπού σήμερα. Μου την έγδαρε ο ψαράς και την κάναμε βραστή. Λουκούμι!

Όπως και ο σαχλιαμπάκος, χρησιμοποιείται γιά να υποδηλώσει εξαιρετική ασκήμια.

Την είδες τη γυναίκα που πήρε ο Γιώργης; Σκέτη χλεμπού!

Στο σάη υπάρχει το λήμμα πεσκανδρίτσα για γυναίκα που, "παρά την αποκρουστική της ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται στην Κύθνο, αλλά και σ' άλλα νησιά το φυτό πικροδάφνη, ή ροδοδάφνη, ένας αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Nerium oleander) με λογχοειδή σκουροπράσινα φύλλα και ροδαλά άνθη. Όλα τα μέρη της είναι εξαιρετικά δηλητηριώδη. φυλλάδα ή πικροδάφνη Για περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Στα άνυδρα νησιά, όπως είναι οι Κυκλάδες, τις βρίσκουμε στις ρεματιές, όπου ξεχωρίζουν με τα ρόδινα άνθη τους. Εξ αιτίας της πολύ πικρής γεύσης τους το όνομά τους χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ πικρό.

Τι καφές είν' αυτός; Εγώ σου ζήτησα μέτριο κι εσύ τον έκανες φυλλάδα!

Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση πικροφυλλαδιάζομαι, που σημαίνει παίρνω μεγάλη πίκρα.

Ήτανε μωρέ να του πεις τέτοια βαριά κουβέντα; Πικροφυλλαδιάστηκε ο καημένος, μα δε σού'πε τίοτα! Βλέπεις σ' αγαπά που χάνεται!

Τα κλαδιά της είναι ανθεκτικά κι ευλύγιστα και το χτύπημα με αυτά είναι ιδιαίτερα οδυνηρό. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις "θέλει φυλλάδα" ή "δώσ'του φυλλάδα" που υπονοούν "ξυλοδαρμό".

Τι θα πει δεν ακούει; Ξέρεις τι θέλει; Φυλλάδα του Στιφού και μελίχλωρη**!*

*Στιφός: Τοπωνύμιο της Κύθνου.

**μελίχλωρη: Που δεν έχει ξεραθεί (έτσι είναι πιο ευλύγιστη και πονάει περισσότερο).

Επίσης έχω ακούσει στη γειτονική Σέριφο την έκφραση:

"Κάλιο να φας μια μαχαιριά, παρά Σερφιώτη φυλλαδιά!"

Δηλαδή πιό καλά να σε μαχαιρώσουν, παρά να δεχτείς "φυλλαδιά" από Σερφιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified