Further tags

Δεν είναι σλανγκ αλλά το κρέμασε στο δουπού ο σύσσλανγκος papalaozi οπότε μισή ντροπή δική μου.

Πρόκειται περί κρητικού ιδιωματισμού που σημαίνει νέος, παλληκάρι. Ετυμολογείται από τα τουρκικά deli = τρελός + kan = αίμα + -lι (παραγωγική κατάληξη). Η ταυτόσημη, όσο και παραστατικότατη, λέξη delikanlı (κυριολ. τρελοαίματος) υφίσταται και στα σημερινά τούρκικα βεβαίως βεβαίως. Η εκδοχή ντελικανής προήλθε μέσω απλοποίησης του συμπλέγματος -νλ- που δεν θεωρείται ιδιαιτέρως εύχρηστο για τα φθογγολογικά μας δεδομένα.

(Ρε παιδιά, θα τρελαθούμε τελείως; Πότε ζήσανε Τούρκοι στην Κρήτη;).

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί.
- Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναζαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες.
Απηύθυναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα :
- Είντα κάνεις Μανωλιό; Και του λόγου σου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόϊ;

( Ιωάννη Κονδυλάκη Ο Πατούχας, εκδ. Νεφέλη 1989).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάχαλα: σκουπίδια («Κερκυραϊκές λέξεις»). Mικρά σκουπιδάκια, πετραδάκια, ξυλάκια μέσα στα όσπρια, που πρέπει να τα καθαρίζουμε προσεκτικά πριν τα ψήσουμε («Κρητικό λεξικό»).

Μεταφορικά σαν βρισιά: Τον έκανε τσάχαλο, τον έκανε σκουπίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλιόσπορος, Σερραϊκή διάλεκτος.

Προφανώς λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε ψίχα.

Μια σακούλα μπατίρια πόσο κάνουν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το pop corn, Σερραϊκός ιδιωματισμός.

Σ.ς.: πρωτοφανές, μετέφρασα μια Ελληνική λέξη στα Αγγλικά για να την καταλάβουν οι Έλληνες!

Στο διάλειμμα θα πάρουμε παπαλούτσες από το κυλικείο;

βλ. και παπαδούλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άχρηστα πράματα, σκουπίδια αλλά όχι μόνον.

Τι τα θέλεις τα σιανάφαρα στο κατώι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.

Υποκοριστικό: «λεσίμι».

  1. Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;

  2. Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ζ' μπούτσα μ' (στην πούτσα μου) το οποίο χρησιμοποιούσαν στα χωριά είτε για να δηλώσουν παντελή αδιαφορία για μία κατάσταση ή για να δείξουν ότι αυτά που τους λέει ο συνδαιτυμόνας τους τους έχουν πρήξει τους όρχεις και δεν δύνανται να συνεχίσουν να ακούν τις παπάρες του.

Η φράση κατά το πέρας των χρόνων διεσώθη και είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλάς περιοχάς της δυτικής Ελλάδος. Απαντάται κυρίως στην γιαννιώτικη διάλεκτο.

- Ζμπούτσαμ ρε φίλε σταμάτα να μιλάς για την πατσουρογκόμενα που γάμησες χτες, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια!

- Γιάννη, ο Μουτσοτρίκος απέναντι ζήτησε να του φέρεις την βεντούζα γιατί κόλλησε πάλι μια κουράδα στο καζανάκι
-Ζμπούτσαμ, βλέπω τηλεόραση τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καημένος, κακομοίρης, καψερός.

Τι μπορώ να κάνω ο κουρούνης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified