Further tags

Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.

- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό kerhane, περσικής προέλευσης.

- Πες μου, νινέ (γιαγιά), τι θυμάσαι από την πατρίδα;
- Θυμάμαι, γιαβρί' μ, τη συνοικία με τους κερχανέδες... Εκεί δούλευα, αλλά μπεζέρισα μιάφορα κι εγίνηκα λοκαντιέρα...

Βλ. και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στη φράση: «παίζω τον πορδόμυλο», τ.έ. την κολοκυθιά, τ.έ. επιδίδομαι σε άκαρπη συζήτηση (μάλλον ιδιωματισμός).

Συνώνη μου (κατά το Αντώνη μου): παίζω την κολοκυθιά.

- Εσύ θα πας.
- Όχι, εσύ.
- Ε, όχι εσύ.
- Τον πορδόμυλο θα παίξουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγόρι στα γιούφτικα (Ρομανί), άλλως: τσαβό.

Υπάρχει και ι ρακλί, το κορίτσι. Πληθυντικός για όλα: ε ρακλέ.

- Σο κερές, ρακλό;
- Ρακλί είμαι ρε μπουλιάκο, σε μπερδεύει το μουστάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος ή αντούβιανος, ο άγαρμπος, χωρίς χάρη και ισορροπία στις κινήσεις του (στην κεφαλλονίτικη slang). Συχνό σε άτομα με «σύνδρομο του Μαρφάν».

Ο όρος μάλλον από το στερητικό α- και το ουσιαστικό (ν)τάρα (= το αντίβαρο).

- Για τήρα το Λέλο, προβατεί και μπουρδουκλώνεται.
- Πούθε πηαίνεις ωρέ άταρεεε; (κράξιμο)

O τίμιος Αbe ξεχωρίζει. (από allivegp, 17/04/10)Τάταρος (από HODJAS, 19/04/10)Και ο Charles Bronson είναι Τάταρος... (από HODJAS, 19/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος (στην πυργιώτικη αργκό).

- Αμάν, σκοτώθηκ' απάνω στη γωνιά του τραπεζού!
- Αφού 'σαι αντούβιανος, μάνα μ', τι περμένεις;

Επίσης και αντούβγαινος και αντούβιανο(ς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποιο Αρβανιτοχώρι ο πατέρας έπαιζε χαρτιά στο καφενείο όταν απ' έξω περνούσε ο γιος του, ο πατέρας αμέσως προστάζει τον γιό του να τρέξει σπίτι για να μάθει τι έχει μαγειρέψει η μάνα του για μεσημεριανό. Όταν έφτασε σπίτι και ρώτησε την μάνα του, αυτή τού απήντησε: «θιέρε» (που σημαίνει φακές στα αρβανίτικα). Ο νεαρός τρέχει πίσω στο καφενείο και από την είσοδο αναγγέλει δυνατά στον πατέρα του αυτό που νόμιζε ή θυμόταν ότι είχε ακούσει: «χέρδε μπαμπά, χέρδε» («χέρδε» στα αρβανίτικα είναι οι όρχεις).

Χρησιμοποιείται σαν παραλλαγή τού «άνθρακες ο θησαυρός».

- Τι έγινε ρε μεγάλε, την πήρες την δουλειά που τόσο περίμενες;
- Αρχίδια πατέρα!

(από Μαστουρωμένος Αρχιμανδρίτης, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρασιάτικη έκφραση -σήμερα σπανιότατη- εν είδει αρνητικού επιφωνήματος, με την έννοια «αδύνατον!», «δεν γίνεται!», «με τίποτα!». Από το τουρκικό olmaz (= δεν γίνεται).

Σημ. Το λήμμα «ολμάς» υπάρχει (παραδόξως) και στο ελληνογερμανικό / γερμανοελληνικό λεξικό των εκδόσεων Langenscheidt.

- Θα 'ρθείς το βράδυ να πιούμε κανα κρασάκι;
- Ολμάς! Έχω πει στη Μαρίκα πως θα πάω σπίτι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλληνιακή λέξη που δηλώνει απροσδιόριστο τόπο, καθώς και του διαόλου τη μάνα. Λέγεται με κάπως χαβαλεδιάρικη διάθεση, ιδίως από παλαιότερους.

Μάλλον από το ιταλικό Mongibello, λαϊκή ονομασία του ηφαιστείου Αίτνα, τόπου όπου κατοικούσαν δαίμονες, σύμφωνα με την παράδοση.

- Πάλε εχάθηκε ο Νιόνιος. Τώρα δα εδώ δεν ήτουνε;
- Και πού επήε ωρέ; Στο Μιντζιπέλλο;

Από το Χότζειο σχόλιο (από allivegp, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified