Further tags

Βολίστρι είναι ο βολοκόπος ή σβαρνιστήρα, το εργαλείο που μετά το όργωμα με το αλέτρι σπάει τους βόλους στο χωράφι.

Έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που συνεχώς κάνει τον έξυπνο. Αναφέρεται στο αιδοίο της γυναίκας.

Βλέπε: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Οδηγός νευριασμένος προς άλλον οδηγό που πέρασε με κόκκινο κάνοντας τον έξυπνο:
Της γειτόνισάς σου το βολίστρι ρε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός, το βόδι, αυτός που περπατάει και παραπαίει, ο τεραστίων διαστάσεων χαζός άνδρας.

Τι βουβούτσος ρε παιδί μου, αυτός ο Γιάννης, δεν ξέρει τι του γίνεται.

Δες επίσης και βους, βόιδαγλας και παιδοβούβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μεγάλο ποτήρι κρασί.

Ο Κουρκουμπάτσος ήτανε και παρατσούκλι ανθρώπου που έπινε πολλά ποτήρια κρασί.

Παιδιά, έρχεται ο Γιάννης, κοίτα πώς είναι, τάπα τσι μεθιάς (δαυλί, κουρούμπελο), πρέπει να 'χει κατεβάσει πολλές κουρκουμπάτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.

Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.

Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.

Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.

(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο επίθετο που αποδίδεται σε άνδρες που φονεύουν μεγάλες ποσότητες ρακής (τσικουδιάς). Με διάφορα είδη μεζέδων φυσικά, κατά προτίμηση χοχλιούς μπουμπουριστούς.

- Ρε εσείς, εκεί στα χωριά σας στην Σητεία στην Κρήτης είσαστε μεγάλοι ρακοφονιάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έπεται του ά ή του ά(ι)ντε (και), αλλά όχι του σάλτσα και αποτελεί κλασσικό συμπλήρωμα του πολυαγαπημένου και πολυφορεμένου, αλλά πάντοτε στη μόδα, μπινελικίου.

Άμα ήμουνα κάνας τζώνυς (ένα μπουκάλι τζώνυυυυυυυυυυυυυ / τη μοναξιά σκοτώνειιιιιιιιιιιιι / και γίνεσαι καλάααα / σε μερικά λεπτάαααα) θα άρχιζα τις ιστορίες για τον homo videns, τον homo sexual, τον κατακερματισμό της πραγματικότητας, τα θρύψαλα της οποίας είναι αδύνατον να ανασυντεθούν σε ένα ενιαίο όλον, και άλλα τέτοια, αλλά δεν θα πω ούτε λέξη.

Θα πω απλά ότι είναι κάτι σαν το άντε γαμήσου μαζί με το χάσου από τα μάτια μου, όχι απλώς άντε και γαμήσου, αλλά δεν θέλω να σε βλέπω.

Για κάποιο λόγο στους μη λευκαδίτες προκαλεί γέλιο, ίσως γιατί ο καθαρά οπτικός πολιτισμός αυτού του νησιού δεν έχει κερδίσει ακόμα την ενδοχώρα.

Γλιτώσατε την παραπομπή στο κάνε γιατί δεν παίζει κάτι ιδιαίτερο με την προφορά της φράσης.

- Τσιγαράκι κερνάς;
- Άντε γαμήσου παραπέρα ρε σίχαμα τρακαδόρε.

Τράβα ν\' αγαπηθείς! (από HODJAS, 03/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακής προελεύσεως, που προκύπτει από το «καβαλήκει» ή «με καβαλίκεψαν», «μ' έχουν καβαλικέψει», με πάνε καβάλα τέλος πάντων, με άλλα λόγια «έχω γίνει άλογο» με αναβάτες τα δαιμόνια (μικρά δαιμονόπ'λα, βελζεβούληδες, κακά πνεύματα) και αυτή τη στιγμή αδυνατώ να φερθώ διπλωματικά, δεν το 'χω, μη με τσιγκλάτε άλλο, σταματήστε το εδώ κτλ.

Ο χρήστης έχει εξοργιστεί και προειδοποιεί τον δέκτη να σταματήσει αυτό που κάνει ή να φύγει «για να μην πάρει τα ρέστα». Ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις να του συγχωρεθεί ό,τι κι αν κάνει στο εξής γιατί «δεν είναι ο εαυτός του».

— Τελικά και δε σε πλήρωσε και σου την είπε κι από πάνω...
— Με παρατάς με το μαλάκα; Πες τίποτα άλλο.
— (ψιθυρίζει συνωμοτικά να μην ακούσει το αφεντικό) Καλά σου 'κανε... αφού μαλακίστηκες... εγώ σ' τα λεγα και δε μ' άκουγες...
— (γράπωμα από γιακά) Κόφτο ρε, ΣΟΥ ΛΕΩ Μ' ΕΧΟΥΝ ΚΑΒΑΛΗΚΕΙ ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ!
— Καλά ρε αδερφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified