Further tags

Άλλη μια κουργιαλοσλανγκιά, η οποία μπορεί να ακουστεί και από τη νεολαία των πόλεων της Κρήτης μέσω της διαδικασίας που σε άλλο λήμμα έχω περιγράψει ως «τ΄ ακούω στο χωριό μου στα Ηρακλειώτικα: χωρζό μου το λέω στο σκολειό μου».

Το ρήμα προέρχεται από τη ζωή του βοσκού, και πρόκειται για την ακινητοποίηση των αρνιών και προβάτων, προκειμένου αυτά να κουρευτούν (συνήθως) ή να σφαγούν (σπανιότερα), που γίνεται «καβαλίκεμα» του οζού και δέσιμο όλων (συνήθως) ή των τριών (σπανιότερα) ποδιών τους (όπως στοtie-down roping του ροντέο, απλά χωρίς το άλογο, τα stetson, το λάσο, το μοσχαράκι, το χρονόμετρο, αλλά με άτυπη τουλάχιστον επιτροπή Κρητών, βλ. παρακάτω). Το τοπίο μιας μάντρας κατά τη διάρκεια μιας κουράς είναι κατάσπαρτο με μπουζιαζμένα οζά που περιμένουν τη σειρά τους για να κουρευτούν, βελάζοντας απελπισμένα.

Το μπούζιαζμα ένας έμπειρος και ικανός βοσκός το ξεπέταει, χωρίς να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες του ζώου, το οποίο μόλις ακινητοποιήσει αφήνει κάτω στο έδαφος τρομαγμένο. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα εκτιμάται από την ομήγυρη των βοσκών (οι κουρές γίνονται από τους βοσκούς του χωριού συλλογικά και εκ περιτροπής) και είναι μια σχεδόν τελετουργική διαβατήρια δοκιμασία για τον νεαρό βοσκό - ο οποίος, όμως, σύντομα θα πρέπει να μάθει και να κουρεύει, που είναι εργασία ακόμα πιο υψηλής σχετικά εξειδίκευσης.

Το μπούζιαζμα δηλώνει απόλυτο έλεγχο επί του ζώου και κατά μια έννοια επιβεβαιώνει κάθε χρόνο την εξουσία του βοσκού πριν τη τελική της επικύρωση, τη σφαγή, όχι ότι αυτή η εξουσία τίθεται εν αμφιβόλω, απλά η εικόνα του άθλιου μπουζιαζμένου αμνού εικάζω ότι λειτουργεί διαπαιδαγωγικά έτσι σε ένα subliminal επίπεδο για τους νέους βοσκόπαιδες, χιλιετίες τώρα.

Το μπούζιαζμα ως απειλή εναντίον ανθρώπων ακούγεται στον προφορικό λόγο συνήθως παιγνιωδώς. Είναι πιο ελαφρύ από άλλες απειλές που ενέχουν τα Θεία ή τα γενετήσια ή αίματα και ο μπουζιαζμένος άνθρωπος είναι αρκετά κωμικός ως εικόνα - δείξτε λίγο κατανόηση για το τι θεωρεί αστείο ο βοσκός. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους μάτσο όρους που δηλώνουν εντοπιότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σοβαρή απειλή.

Στην Ανατολική Κρήτη συνήθως προφέρεται μπουζάζω.

Η ετυμολογία ενδιαφέρουσα: σύμφωνα με το γλωσσάρι του Ξανθινάκη από το μπούζ(ι)ουνας, που ήταν στα χειρόδετα σακιά η δεσιά στις 4 άκρες τους (λέγεται και η φράση ακόμα «μπούζιαξε τα τσουβάλια»), το οποίο μπούζιουνας < μεσαιωνικό βύζουνας < αρχαίο ρήμα βύω = εξογκούμαι, απ΄ το οποίο και τα βυζιά.

  1. - Θα σε γαμήσω ρε μαλάκα, άσ΄ το κράνος...
    - Άμα σε μπουζιάξω, θα σου πω εγώ ποιο θα γαμήσεις...

  2. - Θα με γράψεις λέει; Γιάε [δες] τονε μωρέ απού γράφει, ίντα μρε θα γράψεις, άμε στο διάολο λείπε με [απάλλαξε με από την ενοχλητική παρουσία σου]...
    - Τρελός είστε κύριε; Είμαι υποχρεωμένος από την υπηρεσία μου...
    - Ίντα ναι μωρέ ετανά τα γίβεντα, δημοτική αστυνομία... Μωρέ ξεφτιλισμένε άσ΄ το μωρέ διάολε το ντεφτέρι να σου πω.. μωρε πούστη γράφεις; Δε με γνοιάζει μωρέ κερατωμένε κερατά να σε βάλω κάτω να σε μπουζιάξω κι ετέ να σου παίζω λαχτές με την αρβύλα ώστε να πεις κυρελέησον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μάτι, ο οφθαλμικός βολβός, κατά Πίνδο μεριά.

- Στάκα, για μου μπήκε σκόνη στον μπόμπολα.

Ωχ, το μάτι μου! (από Vrastaman, 22/10/09)Γιώργος Μπόμπολας (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Λιακόνι, το: Chalcides ocellatus. Αυτή τη σαύρα τη βλέπουμε συνήθως να κάνει ηλιοθεραπεία κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά φεύγει γρήγορα μακριά με ελικοειδή κίνηση, ξεγελώντας συχνά τους ανθρώπους που την μπερδεύουν με φίδι [...] Έχει την αναληθή φήμη εδώ στην Κρήτη πως είναι θανάσιμα δηλητηριώδες».

Αυτά γράφουν οι ειδικοί για το λιακόνι, το δεύτερο πιο επίφοβο σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη ερπετό της Κρήτης, μετά την Όχεντρα (η οποία, όμως, στην Κρητική της εκδοχή είναι κι αυτή ακίνδυνη για τον άνθρωπο, αν και έχει κάποιο δηλητήριο).

τι να λέει όμως;

[I]Ποτέ μου δεν ερέχτηκα
γυναίκα παντρεμένη
σαν μια την είδα στα Χανιά
απ' το Σαρτζί και πέρνα
Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι στήθος
την όχεντρα την πλουμιστή
κορδέλα στα μαλλιά της.[/I]

Η όχεντρα είναι η Σατανική σαγήνη, η ομορφιά ως καταστρεπτική δύναμη που θέλγει τον άνθρωπο.

Το ταπεινό λιακόνι συμβολίζει τη σκέτη, δηλητηριώδη κακία, και είναι το Κρητικό δίμουρο φίδι, ελλείψει οχιάς διμούτσουνης στην πανίδα του νησιού. Λέγεται κυρίως για γυναίκες κακιασμένες, κουτοπονηρές και καριόλες, και είναι πολύ συχνό παρανόμι. Κάθε χωριό και κάθε κοινωνικός χώρος έχει το λιακόνι του.

  1. - Και ποιος διαόλου τσίτονας (= αυτός που βάζει τσίτες, δλδ. αυτός που διαβάλλει, ο διάβολος) τση τά΄πενε;
    - Εσύ μρε θεομπούνταλε ποιος θαρρείς θα τση΄τάπενε..; Για να δω δηλαδής ανε σού΄χουνε ΄πομείνει δυο δράμια νους...
    - Ποιος... το λιακόνι θα τση τά΄πενε;
    - «Καλή κοπελιά η Μαρία», «Χρυσή κοπελιά το Μαριώ, θυμάσαι που μ΄ήλεγες;

  2. και μια μαντινάδα:
    Την πεθερά μου εδάγκασε στον πόδα ένα λιακόνι
    και το λιακόνι εψόφησε μα εκείνη ζεί ακόμη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λίμνη των Ιωαννίνων Παμβώτιδα, υπήρχε ένα σημείο, λίγο μακρύτερα από τα ταβλοκαφενεία, που το λέγανε «το δώδεκα». Ο μύθος επισημαίνει ότι επειδή ήταν το βαθύτερο, (δώδεκα μέτρα έως το βυθό) εκεί ρίχνονταν όσοι ξέφευγαν από το Ψυχιατρείο, που τότε ήταν παραλίμνιο και ακόμη όσοι απελπισμένοι αποφάσιζαν να κόψουνε την άλυσο αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο για πάντα.

Εκτός του ότι οι λίμνες είναι φορτισμένες αιώνες τώρα με θρύλους για τέρατα, για απόκοσμες υπάρξεις, για στυγερές δολοφονίες αθώων, πλην εκπάγλου καλλονής νεανίδων που ανατάρασσαν τα πάθη, για παλικάρια που χάνονται στα νερά τους αναζητώντας την άπιαστη θηλύτητα, το μέρος εκείνο ανέδυε και κάτι από τη μοιραία και σκοτεινή γοητεία της εθελουσίας εξόδου στο Επέκεινα.

- Ρε συ, θυμάσαι τον Παντέλα;
- Ποιόν ρε, εκείνον που χρωστάει σ’ όσους μιλάνε Ελληνικά;
- Α γειά σου.
- Εκείνον που τ’ ανοίξανε το μαγαζί και τα σήκωσαν όλα τις προάλλες;
- Ετς.
- Ε…
- Τον παράτησε η γυναίκα του και του άφησε και τα τρία τους παιδιά.
- Ώι-ντάαα… είναι κατευθείαν για το δώδεκα ο τζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατσιφάρα λέγεται στα κρητικά αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας (Αρκαδία - βλ. εδώ, Ηλεία - βλ. εκεί και αλλού) το τοπικό σύννεφο, η ομίχλη, η καταχνιά.

Τα Κύθηρα ανήκουν στα μέρη που πλήττονται συχνά από την κατσιφάρα (παρ.1).

  1. ... τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ δεν πετάγανε λόγω καιρού και νέφωσης -η περίφημη κυθηραϊκή «κατσιφάρα»- και έτσι αποφασίστηκε να επιστρέψω οδικώς στην Αθήνα.
    Θανάσης Τζαβάρας, «Ταξίδι από τα Κύθηρα».

  2. από μπλογκ (http://sarantakos.wordpress.com/)
    Α: - Η κατσιφάρα (τοπική καταχνιά των Κυθήρων, με αιφνίδια εμφάνιση και ταχύτατη κίνηση) να υποθέσω ότι έχει αρβανίτικο όνομα;
    Β: - Δεν είναι μόνο τσιριγώτικη η κατσιφάρα, είναι και κρητικιά (τη λέξη την έχω ακούσει και από κάτοικο θεσσαλονίκης αλλά χαμουτζή).
    Ήθελα να 'μουνε πουλί γη πρίνος στη Μαδάρα
    να μ’ αγκαλιάζει δροσερά τσ΄αυγής η κατσιφάρα.
    Γ: - Περί ανέμων δε μπορώ να βοηθήσω αλλά περί ομίχλης ας πω κι εγώ το κατιτίς μου: και στη Μεσσηνία κατσιφάρα τη λένε.
    Β: - Κώστα, ευχαριστώ. Πιθανότατα Κατσιφάρα θα λέγεται και στην Αχαΐα, αν κρίνω από το γνωστό επίθετο.

  3. Κρητικό ριζίτικο:
    Παιδιά κι είντα 'ναι η καταχνιά και τούτη η κατσιφάρα, και γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάση; Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατεβαίνουν με μηχανές και με φωθιά την Κρήτη πλημμυρίσαν.
    Κρήτη, στα μαύρα θα ντυθείς, στα σίδερα θα πέσεις...

Γ. Κατσιφάρας (από GATZMAN, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδετέρου γένους. Και έτσι λέγαμε την μπάλα όταν ήμασταν μικρά στη Λευκάδα.

Κρύφ' το τό μπαλί! θα το δει ο Φίντο-Ντίντο και θα το πάρει ο Tsibouk.

(Για κάποιο λόγο μας απαγόρευαν να φέρνουμε μπάλες απ' το σπίτι. Φίντο-ντίντο: παρατσούκλι του πιο αντι-κουλ καθηγητή που έχει περάσει, γυαλαμπούκες κ όταν μίλαγε δεν καταλάβαινες τίποτα απ' το βουητό. Tsibouk (προφέρεται Τσίμπουκ): διευθυντής στο γυμνάσιο στα Βαρδάνια. Μορφή αντάξια του παρατσουκλίου. Ναι.)

(από Vrastaman, 16/10/09)(από Vrastaman, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Πανάρχαια η λέξη που απαντά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Ο ηλεκΤριανταφυλλίδης λέει:

τρόχαλος ο [tróxalos]: (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά. [αρχ. επίθ. τροχαλός = που τρέχει, στρογγυλός].

Τρόχαλος στην Κρήτη ήταν κυρίως ο σωρός από μεγάλες πέτρες, τις οποίες οι αγρότες μαζεύαν σε ένα σημείο του χωραφιού όταν το «ξεπετρίζανε» για να μπορεί να οργωθεί πιο εύκολα. Σπανιότερα ως τρόχαλος αναφερόταν η πρόχειρα κατασκευασμένη ξερολιθιά (η οποία ως λέξη δεν απαντούσε στην Κρήτη). Η πιο κοινή μεταφορική χρήση είναι στην περιγραφή ετοιμόρροπων κτισμάτων συντριμμιών - που για τα παλιά, πετρόχτιστα σπίτια ήταν βέβαια σχεδόν κυριολεξία.

[I] Τρόχαλος έγιν' η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρ’ ως άκρ’ η Κρήτη.[/I] (από ρίμα για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου)

Όπως έχω γράψει στο περίπου και στο λήμμα πετραδίζεις;, η ενασχόληση με τις πέτρες (με τις απελέκητες, μη οικοδομικές πέτρες) εθεωρούνταν στην ύπαιθρο μια από τις πλέον βαριές, απαξιωμένες, στα όρια του νοήματος ανθρώπινες δραστηριότητες. Όπως φαίνεται και στο μύθο του Σισύφου, η μάχη του ανθρώπου με την πέτρα είναι συνώνυμη της ματαιοπονίας. Η πέτρα είναι η πιο αρχετυπική συμπύκνωση της δύναμης της φύσης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, ιδιαίτερα τη νησιωτική και ορεινή. Αν η πέτρα είναι το ανώφελο, ο τρόχαλος είναι σε απόλυτο βαθμό συνώνυμο της απαξίας, της μηδαμινής χρησιμότητας. Είναι ένας σωρός από άχρηστες πέτρες.

[I]Καλλιά τροχάλους να χαλώ, καλλιά να σκάφτω λάκκους καλλιά δαιμόνους να θωρώ παρά χωροφυλάκους[/I].
(μαντιναδάρα).

Στην Κρήτη η λέξη είναι αυτό που θα λέγαμε κούργιαλο-σλανγκ. Απαντά στις φράσεις «εγινήκαμε τρόχαλος» που σημαίνει:

α) ότι μπλεχτήκαμε σε καυγά, σε μεγάλο μανικουλέ β) ότι έγινε παρτούζα γ) ότι εξετσιλακωθήκαμενε, ότι εγινήκαμε τάπα τση μεθιάς δ) ότι παρεκτράπημεν καθ΄οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Απαντά και η φράση «έκαμα-τα τρόχαλο» που σημαίνει τα έκανα πουτάνα, με όλες τις πιθανές έννοιες.

Στα Χανιά, στα Νεώρια, υπάρχει το ομώνυμο μαςπηρανειδησόμπαρο, τελευταίας υποστάθμης σταθμός για τη βραδυνή σας έξοδο, το οποίο ουκ ολίγες φορές έχει προσφέρει προς τα ξημερώματα αξέχαστα θεάματα στους λατέρνατιβ θαμώνες των μπαρ της Σαρπηδώνος.

  1. - Ιντά 'ναι μρε τα χάλια σας, τρόχαλος εγενίκετε...
    - Νικολιό, μρε Νικολιό, κατσ΄α΄πιούμε μπράμα μρε....

  2. - Αν έρθει η Σόνια και φέρει και κείνηνα τη γκαυλιάρα τη Φένια απού σε γουστάρει θα γενούμε τρόχαλος, μόνο α δεν έχεις δουλειά κάτσε σου λέω...

  3. - Και μπαίνει μέσα μέσα στο μαγαζί στσι καναπέδες και την-ε θωρεί με τον άλλο, βάνει ομπρός ένα σκαμπό και έκαμε τα τρόχαλο μα ίντα να σου λέω...
    - Σα δεν την-ε σκότωσε λέω ΄γώ έτσα τροζός που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified