Selected tags

Further tags

Παράδειγμα εδώ Γιατρέ μου, η πίεσή μου τις τελευταίες ημέρες είναι απόλυτα φυσιολογική. Κάτω από 130/90 mm/Hg. Απάντηση : Μπράβο δικέ μου. Αντετοκούμπωσες.

Αντετοκούμπωμα: Η άψογη εκτέλεση πράξης ή αποτελέσματος προς τιμή του Αντετοκούμπο!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ παραγωγικός και αποτελεσματικός εργάτης ή ο εργάτης που εισάγει μια καινούργια μέθοδο ("νόρμα") που εκτοξεύει την παραγωγή. Η λέξη προέρχεται από τον Αλεξέι Σταχάνοφ, σοβιετικό εργάτη ορυχείου κατά τη δεκαετία του '30, που ξεκίνησε το ομώνυμο κίνημα. Πιο συχνά ο όρος απαντάται ως σταχανοβίτης αλλά κάποιες φορές ως σταχανοφικός. Ξεκίνησε ως κουκουσλάνγκ αλλά πλέον χρησιμοποιείται ευρύτερα.

1) Δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ σαν τον σταχανοβίτη, μυρμήγκι αθόρυβο κι ακούραστο (από εδώ)
2) «Άμα λευτερωθούμε Πίδα, θα πάμε στον Πειραιά να δουλέψουμε μαζί στο εργοστάσιο, θα φκιάνουμε τραχτέρ να οργώνουν τη γης, καράβια που θα ταξιδεύουν ως την άκρη του κόσμου, αεροπλάνα, παιχνίδια για τα παιδάκια, πολυθρόνες για τους γέρους. Θα γίνουμε σταχανοφικοί. Γιατί να μη γίνουμε; Όλα δικά μας θάναι», Κώστα Μπόση, "Εμείς θα νικήσουμε", 1953, Νέα Ελλάδα
3) Χθες τρεις ώρες προσπαθούσαμε να στήσουμε το κρεβάτι μέχρι να έρθει ο σταχανοβίτης ο Κώστας να μας βάλει σε σειρά

Got a better definition? Add it!

Published

Παραφθορά του ονόματος του Γάλλου συγγραφέως Albert Camus (Αλμπέρ Καμύ). Ψευτοκουλτουριάρης τυπάς, κυρίως από τον «καλλιτεχνικό χώρο» ή τον «χώρο της διανόησης» –ψευδοσυγγραφέας , ψευδομουσικός, ψευδοζωγράφος– ο οποίος έχει μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες για έναν από τους παρακάτω λόγους –είτε, σε κάποιες περιπτώσεις, και για τους δύο.

α) Έχει, μέσω του αντικειμένου ενασχόλησής του πρόσβαση σε γυναίκες με «καλλιτεχνίζουσες/ ελευθεριάζουσες» τάσεις –λ.χ. μουσικούς, ζωγράφους, ηθοποιούς.

β) Λόγω θέσεως ισχύος πείθει τις γυναίκες να του κάνουν «χάρες» –λ.χ. καθηγητής πανεπιστημίου, υπουργός, σκηνοθέτης– αλλά όταν τον ρωτούν που οφείλει την επιτυχία του, την αποδίδει στην «κατάρτισή και το καλλιτεχνικό του έργο» και όχι στη θέση ισχύος. Λ.χ. καθηγητής πανεπιστημίου που εκδίδει ποιητικές συλλογές της μπόρας / υπουργός που ασχολείται με «αφηρημένη γλυπτική».

- Μαλάκα είδες κάτι απίστευτα γκομενάκια των οποίων το διδακτορικό επιβλέπει ο Πέτρος;
- Άσε με μωρέ με τον Αλμπέρ Γαμύ! Ας μην δούλευε στη σχολή Καλών Τεχνών και θα σου 'λεγα εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νοματαίος, νοματαία

Το παλιό, βουκολικό (θυμίζει θυμάρι ντε), "νοματαίοι", επεκτείνεται πλέον σε ... άλλα μέρη, άλλους αριθμούς, άλλα γένη, άλλες έννοιες.
Κανονικά σημαίνει άνθρωποι, άτομα, πχ: Στο κτήμα του δουλεύουν πάνω από δέκα ~. Έχει να ταΐσει πέντε νοματαίους. (ΛΚΝ)
Όπως λέει και το λεξικό, χρησιμοποιείται στον πληθυντικό και στο αρσενικό, για "τα ανώνυμα, χωρίς ταυτότητα πρόσωπα: τα πρόσωπα που δύσκολα ξεχωρίζουν ή αποσπώνται από το πλήθος, παραμένοντας πάντα ένα με την κίνηση και τη φωνή του".

Μ' αυτόν τον παλιακό τρόπο κυκλοφορεί ακόμη, απρόσκοπτα και ευρύτατα: Από χείλη χιπχοπικά,

♪♫ Καθόλου φαντασία κι ουσία μες στους στίχους σας,
30 νοματαίοι η δύναμη του πλήθους σας,
Η διαφορά του στήθου σας γεμάτη σιλικόνη,
Την ώρα που εκκρίνουμε αγνή τεστοστερόνη
♪♫
(Goin'Through)

μέχρι και τριπχοπικά (εδώ), αλλά και σε κάπιταλ κοντρολ έκδοση:

Πέντε νοματαίοι και δεν μπορούμε να αποφασίσουμε όλο το μεσημέρι σε ποιο ΑΤΜ θα βγούμε το βράδυ. Α γαμηθείτε θα κάτσω σπίτι σας βαρέθηκα (εδώ)

Οι άλλες έννοιες τώρα:

Ι. Συνηθισμένη χρήση, αλλά στον ενικό αριθμό και για θηλυκό γένος (δες και παραδειγμ. ΙΙ, 4-5):

  1. Υπάρχει κάνας νοματαιος να μας φιλοξενήσει στην Μπρυζ? (εδώ)

  2. ρε Βαγγέλη τι την θες τη θωρακισμένη bmw των 750.000€? ενας νοματαίος έμεινες όλος κι όλος στο ΠΑΣΟΚ... πάρε κανένα μετρό ή λεωφορείο (εδώ)

  3. Ποιός είναι ο #spaliaras ρε παιδιά που έχει πάρει 4.000 νοματαίες;

ΙΙ. Με την έννοια του "έγινε καμπόσος, έγινε κάποιος".
Σχεδόν πάντα πάει μαζί με το ρ. κάνω (κάποιον) ή το ρ. γίνομαι:

  1. "Θα σας κάνω νοματαίους με 8.000 ευρώ το μήνα!*" (εδώ)
  2. Ο αντίπαλος κάνει τον αδύναμο διεκδικητή, νοματαίο... λένε στο χωριό μου (εδώ)
  3. -το ότι έχετε συμβάλει και σεις για να γίνει νοματαίος ο τηλε-πλασιέ σου έχει περάσει από το μυαλό; -ΕΚΑΝΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΜΟΥ (εδώ)
  4. Και πές μου τώρα, κάνουν ή δε κάνουν οι υπόλοιποι τα αδύνατα-δυνατά να γίνει νοματαία η Χ.Α;;; (εδώ)
  5. Επειδή η γκόμενα-κολαούζος ανδρών εξουσίας έχεσε το πληκτρολόγιο δε σημαίνει ότι θα την κάνω κ εγώ νοματαία. Αφάνεια..στην αφάνεια ρίχτε την (εδώ)

ΙΙΙ. Με θαυμαστική χροιά του στυλ, "τι κάνει ο τύπος/ το άτομο/ ο μαλάκας" (κέντησε εδώ ο vikar):

τι παιζει ρε ο νοματαιος??? στραμπουληξα τα δαχτυλα μου!!! Steve Vai http://www.youtube.com/watch?v=Y2CXA-DPYXk … (εδώ)
τι παιζει ρε ο νοματαιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εικόνα προέρχεται από άλογα που ανασηκώνουν σούζα τα δύο μπροστινά τους πόδια. Η μεταφορά μπορεί να σημαίνει στην σεξοσλάνγκ ένα αντικείμενο πόθου που προκαλεί καύλα και είναι άκρως σηκωστικό για τον πέοντα, ή την ίδια την έγκαυλο κατάσταση του μπαργαλάτσου, στην Auto-σλανγκ το καυλόχημα που τρέχει ταχύτατα με οδηγό καυλοτίμονο και/ή μεγάλη ιπποδύναμη, και στην αθλοσλάνγκ μια ομάδα που γαμάει και δέρνει με σερί νικών. Το διέδωσε πολύ ο Λάκης Λαζόπουλος στον ρόλο του επαρχιώτη εξάδελφου με το χαρακτηριστικό επιφώνημα ίχαα στο τέλος, και, από ό,τι φαίνεται στο γούγλη, συνηθίζεται στη Λάρισα.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Καύλα:
    α. Σούζα το αλογάκι: Η πιο φανατική θαυμάστρια του Ρονάλντο είναι Βραζιλιάνα.

β. «Σούζα» το αλογάκι - Η όμορφη παρουσιάστρια Άννα Ζηρδέλη φωτογραφίζεται για το «Gossip» και δεν κρύβει την αγάπη της για την ομάδα της Λάρισας.

  1. Auto-moto:
    α. Σούζα τα αλογάκια οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί καταναλωτές αγοράζουν αυτοκίνητα με ολοένα και πιο ισχυρή ιπποδύναμη, αψηφώντας τις ανήκουστες τιμές των καυσίμων και τις ανησυχίες για το περιβάλλον.

β. Σούζα το (Mustang) αλογάκι. Στο τυπικό drag race ανάμεσα στα Mustang και Camaro, το μοντέλο της Ford τερμάτισε στους δύο τροχούς, ενώ κατέληξε να τρέχει από την πλευρά του Chevrolet.... »

  1. Αθλητικά:
    α. (Με επίδραση από Λαζόπουλο): Angulo: Βυσσινί θύελλα σούζα τ’ αλογάκι. Ίχαα!

β. Και σούζα το αλογάκι! Τρεις στόχοι, ισάριθμες επιτυχίες για τη Λάρισα στη φετινή σεζόν! Η ομάδα του κάμπου, μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος στον 2ο όμιλο της Γ Εθνικής και της κούπας του κυπέλλου της κατηγορίας, σήκωσε και το Σούπερ Καπ!

(από dryhammer, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος τα δίνει όλα στο φαΐ, ποτό, γλέντι, τρώει τον αγλέουρα, τα κάνει μπάχαλο όλα, αλλά έχει και την οικονομική δυνατότητα για να κάνει όλα τα παραπάνω!

Προφανώς, από τον εμφατικό τρόπο με τον οποίο γιορτάζουμε οι Έλληνες το Πάσχα. Αναφέρεται και σε τσιμπούσια οικονομικά κτλ.

  1. Και νά 'τανε μόνο ο Ρουσόπουλος! Φαίνεται ότι πολλοί πολιτικοί κι απ΄τα δύο μέγαλα κόμματα κάνανε Πάσχα στο Βατοπαίδι!

  2. Εν μέσω οικονομικής στύσης οι απολύσεις, η ανεργία και οι μειώσεις μισθών πάνε σύννεφο, αλλά οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα λεφτά των φορολογουμένων για να στηρίξει τα λαμόγια, ώστε να συνεχίζουν να κάνουν Πάσχα! Πάσχα των ρουμάνων! (Κατά το «Πάσχα των Ελλήνων»).

  3. Ευτυχώς που υπάρχουν λήμματα «Λερναία Ύδρα» σαν το σύσκεψη της Ιρονίκ, κι έτσι οι καβουροσλανγκόσαυροι θα κάνουν Πάσχα και φέτο!

(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, το συνεχόμενο βάλσιμο πολλών μπιλιών.

- Χλαατς... πάρε και την κίτρινη...
- Έχεις γαμηθεί στο τζόγο ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που ακούστηκε στην ελληνική ταινία του 1969 «Το θύμα» από τον ηθοποιό Νίκο Τσούκα. Υποδυόταν, για όσους δεν το ενθυμούνται, έναν ανθυποτεράστιο στιχουργό (λέμε τώρα) σκυλοσουξεδίων και απαριθμούσε τον αριθμό των δίσκων που πουλούσε η κάθε σουξεδάρα του, για να ψήσει τον Βουτσά να ρίξει γκαφρά για τον καινούργιο δίσκο που ετοίμαζαν.

Ενδεικτικά τα άσματα:

  • «Κατηραμένη κενωνία» - 80 χιλιάδες δίσκοι
  • «Χάρος» - 100 χιλιάδες δίσκοι
  • «Γιαλελέλι γιαλελέλι θα το κάψω το αμπέλι» - 60 χιλιάδες δίσκοι
  • και το γνωστό και μη εξαιρετέο του μηδιού παρακάτω - 300 χιλιάδες δίσκοι και περιπλέον

    Από τους σλάνγκους χρησιμοποιείται ουχί βεβαίως για να απαριθμήσει τα πόσα τσεντέ πούλησε ΟΣάκηςΟΡουβάς, ο Πάριος ή ο κάθε νταλάρας, αλλά για να δώσει σπέκια στα λεγόμενα ή πράξεις κάποιου, απαριθμώντας έτσι σε δίσκους την επιτυχία αυτού που έκανε / είπε, ή για να δηλώσει πως κάτι δεν υπάρχει, τα σπάει, δηλαδής γαμάει και δέρνει ένα πράμα (Παρ. 1).

Ενίοτε λέγεται και με ειρωνικό τρόπο (Παρ. 2).

Η χρησιμοποίηση αριθμού μπροστά από τους «δίσκους» δεν είναι υποχρεωτική, μπορεί να ειπωθεί απλά «είναι για πολλές χιλιάδες δίσκους».

Εναλλακτικά λέμε και το «είναι πολλά χρόνια μπροστά» και το «για πόσα λεφτά είναι τούτος ρε;»

  1. - Ρε τό 'δες το λήμμα που ανέβασε προψές ο Μπάμπης; ‘Ίσα με 50 χιλιάδες δίσκοι και περιπλέον βαράει το παλικάρι. Δεν υπάρχει σε λέω ο άνθρωπας.

  2. - Άκου καρντά ανεκδοτάκι, καινούργιο σε λέω...
    - Άντε πε, μόνο μην είναι μαλακία…
    - Λοιπόν, τι κοινό έχει ένα πρόβατο και ένα γραμματοκιβώτιο;
    - Έλα μου ντε, τι;
    - Και τα δύο δεν οδηγούν τρακτέρ!!!!
    - Καλά ρε %$@#@#$, πλάκα με κάνεις;;; - Ε τι ρε, δεν σε άρεσε; Αφού τα σπάει ρε… - Ναι ξέρω... Είναι για πολλές χιλιάδες δίσκους… ΜΑΛΑΚΑ!

και το εν λόγο απόσπασμα... (από euripidisk, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified