Further tags

Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.

- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...

Στου γιαλού τα πουτσαλάκια! (από Cunning Linguist, 19/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τιβιαστής ή τηλεβιαστής

TV (ελληνιστί «τιβί») + βιαστής

Μαϊντανοί της τηλεόρασης που (επιμένουν να) αποκαλούν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές. Βιάζουν ασύστολα τον εγκέφαλο του τηλεοπτικού κοινού με κάθε λογής εκπομπή-σκουπίδι, με μόνο σκοπό την ικανοποίηση της χαμερπούς ματαιοδοξίας τους.

Φιλοξενούνται σε όλα σχεδόν τα τηλεοπτικά κανάλια, καθότι ξέρουμε ότι σλόγκαν των σταθμών αυτών είναι: «Tα κέρδη πάνω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Ακολουθεί φωτογραφία επεξηγηματική με τυχαία δείγματα της ελληνικής τηλεόρασης (δεν χωράνε όλοι γιατί είναι δεκάδες)…

Πρόκειται για άτομα τηλεκαημένα, με αμφίβολο δείκτη ευφυΐας, που εντελώς συγκυριακά «έπιασαν τον τηλεοπτικό σφυγμό» και εκμεταλλεύτηκαν την τάση που έχει ο ελληνάρας για πάσης φύσεως κουτσομπολιό, παπαριά και κατάντια ώστε να αναρριχηθούν στις πρώτες θέσεις των τηλε-μετρήσεων. Οι φήμες ότι πρόκειται για έξυπνα άτομα που επιτυγχάνουν με το «σπαθί» τους, είναι σαφώς ανυπόστατες και αστείες. Εκτός του ότι απευθύνονται σε μερίδα κοινού με IQ γλυκοπατάτας, άπειρες φορές έχουν πέσει σε ολισθήματα, μέχρι και στην απίστευτη ξεφτίλα να σχολιάζουν ο ένας τον άλλον.

Μέγας τιβιαστής (ή τηλεβιαστής) της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης (βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 14/11/07)(από Tarantula, 14/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Πούστη Και Πρεζάκια Γιαννακόπουλε, αναφερόμενο στον ιδιοκτήτη της ομάδας του Παναθηναϊκού (μπάσκετ) Τράκη Γιαννακόπουλο. Από τη στιγμή που στον δεύτερο τελικό μπάσκετ 2025 ο ίδιος ο Τράκης Γιαννακόπουλος οικειοποιήθηκε ειρωνικά το σημαίνον, φορώντας λευκό T-shirt με τα αρχικά σε κόκκικο, όταν πήγε να παρακολουθήσει το παιχνίδι στο λιμάνι (έκανε queering, που λέμε και στο χωριό μου), επήλθε διαπραγμάτευση νέων σημασιών. Λ.χ. μεταξύ άλλων:

  1. Πάω Και Πηδάω Γαύρους
  2. Πότε Κόκα Πότε Γάρο
  3. Πίτα Κοτόπουλο Πίτα Γύρο
  4. Πού και Πού Γαμιέμαι
  5. Πάω Και Παίρνω Γιόκιτς
  6. Πίτα Κρεμμύδι Πατάτες Γύρο
  7. Παραλίγο Και Πήγαινα ΓΑΔΑ

Η έκφραση πατάει πάνω στο πούστης και πρεζάκιας και χρησιμοποιείται και ως τίτλος του Τράκη Γιαννακόπουλου, τον οποίο μάλιστα οικειοποιείται τρολαριστικά.

Ο ΠΚΠΓ κατάφερε να συσπειρώσει τους Ολυμπιακούς σε μια στιγμή που δεν συνέφερε τον Παναθηναϊκό.

Got a better definition? Add it!

Published

Χωρίς να το καταλαβάινει, λες στον άλλο ότι είναι για το πέος / πούτσο.

Ο «Αχιλλέας» βγαίνει από το ονοματεπώνυμο ενός παλιού πρόεδρου του πανιωνίου, τον Αχιλλέα Μπέο... Οπότε... Αχιλλέας Μπέος > Πέος > Πούτσος

- Ρε συ, τι λάθος έκανες πάλι... Είσαι για τον Αχιλλέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο για κάθε κασιδιάζοντα ναζό, εκ του ταξιδιάρα ψυχή και του ονόματος του βολευτή της Χ.Α. Ηλία Κλασιδιάρη.

Τσιμπάω έναν εξαιρετικό ορισμό από το ιντερνέτι: «Κασιδιάρα ψυχή: Όταν η ψυχή μας αποκτά ψωρίαση στο κεφάλι (τη λαϊκά ονομαζόμενη ως κασίδα), υπάρχει ο φόβος να εισχωρήσει η ασθένεια και στον εγκέφαλο της ψυχής, γεμίζοντάς τον με νεκρά κύτταρα και κάνοντάς τον να σκέφτεται νεοναζιστικά, πράττοντας βίαια και παράλογα.»
(εδώ)

1.
- Πως λεγεται ενας Χρυσαυγιτης που εχει παει Νορβηγια, Αμστερνταμ, Γαλλια;; - Κασιδιάρα ψυχή (αααααααααααχαχαχαχαχααχα)

2.
Γιατί τελικά δεν φτάνει να κορδώνεσαι πως κυνηγάς το θηρίο… Πρέπει κατ’ αρχήν να μην το έχεις μέσα σου. Δηλαδή να μην έχεις… κασιδιάρα ψυχή.

3.
Είδαμε πως χορεύει μια Κασιδιάρα Ψυχή στα έδρανα της Βουλής και την Χρυσή Αυγή να περνιέται για κόμμα.

4.
- Κι οι ναζήδες σ' έχουν αγαπήσει, κασιδιάρα έγινες ψυχή
κι από δράκουλας των Εξαρχείων, στου Μιχαλολιάκου την αυλή
(από γιουτουμπάκι ΚΝΑΤ κατά τζιπάκου)

Contra Jimakii (από σφυρίζων, 25/02/15)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες χρήσεις του χατζηπαπάρα:

- Γειά σου ρε μπούλη Νικολάκη Χατζηπαπάρα που το παίζεις και εργοδότης...
(εδώ)

- δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η μεγάλη συναυλία που δίνει κάθε χρόνο ο ποιοτικός τραγουδιστής - ίνδαλμα της νεολαίας του νηπιαγωγείου, Μιχάλης Χατζηπαπάρας, στην Κουναβούπολη σήμερα το βράδυ κάτω από την ευγενική χορηγία της cosmote με την οποία έχουν ταυτιστεί χιλιάδες κοριτσάκια, καθώς βρίσκονται στα σύννεφα ψηλά με ένα cosmote τηλέφωνο αγκαλιά.
(εκεί)

- Διονύσης Σαββόπουλος. Πιο πολύ ΠΑΣΟΚ από τον Χατζηπαπάρα! Ανταμείψτε τον…
(χατζηπαπαραπέρα)

(από Vrastaman, 01/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική αναφορά στα μέλη, τους γερμανοτσολιάδες, τα έργα και τις ημέρες των κυβερνήσεων Νέας Δημοπρασίας - ΘΑΣΟΚ (2012 - 2015).

- Το Χωνί: Σαμαροβενιζέλοι, τη Δευτέρα μας αφήνετε χρόνους! (εδώ)

- ΒΟΡΒΟΡΟΣ! Οι Σαμαροβενιζέλοι επιχείρησαν με πλαστά στοιχεία να φυγαδεύσουν τον Παπακωνσταντίνου! (εκεί)

- ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: 5 εκατομμυρια Ευρώ διαφήμιση μέσω της ΔΕΗ μοίρασαν οι Σαμαροβενιζέλοι (παραπέρα)

- Αυτοί που απομονώνουν τον Βαρουφάκη στα Γιουρογκρούπ είναι οι Σαμαροβενιζέλοι της Ευρώπης (σε κάποιο σόσιαλ μήδεια)

Κρύβε λόγια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται αντί για το «γαμώ το σταυρό μου». Γενικά εμείς οι Έλληνες έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία να μπινελικώνουμε με τα Θεία, αλλά μερικές φορές για να μην πάμε στην κόλαση χρησιμοποιούμε παρεμφερείς φράσεις όπως:
Γαμώ το σταυρίδη μου (αντί για γαμώ τον σταυρό μου)
Γαμώ την πανακόλα/παναχαϊκή μου (αντί για γαμώ την παναγία μου)
Γαμώ τον χριστόφορό μου (αντί για το γαμώ τον χριστό μου, αν και μερικοί το χρησιμοποιούνε αντί για το γαμώ τους Αμερικάνους τους καριόληδες).

Φέρε το γαμοκατσάβιδο, γαμώ τον σταυρίδη μου ρε Τάσο.

You talking to me? (από Vrastaman, 30/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσκεμμένα ανυπόστατος ισχυρισμός που στόχο έχει να παραπλανήσει. Σοφιστεία. Παπαριά που θολώνει τα νερά.

Πληθυντικός, οι κουγιές.

Ίσως προέρχεται από τα γαλλικά, couille = αρχίδι ή couillon = κρετίνος, γκραν μαλάκας. Εναλλακτικά, ίσως να προέρχεται από το όνομα γνωστού μεγαλοδικηγόρου με μετάθεση του τόνου.

  1. Εδώ πρόκειται για μία ξεκάθαρη δολοφονία που έχει εξοργίσει έναν ολόκληρο λαό. Να αφήσει ο Κούγιας τις κουγιές του στα τηλεπαράθυρα και το παιχνίδι με τα μίντια, γιατί εκτός του ότι τα βάζει με τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού, γίνεται αρωγός της κυβέρνησης και του κράτους για να συνεχιστεί εσαεί η αστυνομική βαρβαρότητα της ατιμωρησίας. (από Indymedia, 10/12/08)

  2. Για τις δηλώσεις του κυρίου Κούγια ότι δήθεν ήταν παρεξήγηση, πρέπει να πω ότι είναι ΚΟΥΓΙΕΣ Α ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ!!! (Από το black-mail.blogspot.com)

Και του χρόνου! (από Vrastaman, 11/12/08)Ένα κι ένα αρχίδι. (από Hank, 09/02/09)(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρριόλα με δύο -ρο είναι η φανατική θαυμάστρια της Carrie Bradshaw και φανατική θεατής της σειράς Sex & the City. Είναι το κοριτσάκι που έχει ταυτιστεί με το ίνδαλμά του τόσο πολύ, που την έχει δει Carrie, και νομίζει ότι ο γκόμενός της έχει την περιουσία του Mr Big, για να της αγοράζει υποδήματα Manolo Blahnik των πεντακοσίων Ευρώ τουλάχιστον, σε κάθε ευκαιρία. Και γενικότερα το κοριτσάκι που το παίζει σεξουαλικός κυνηγός, και της αρέσει να διηγείται τις εμπειρίες από τα θηράματά της κ.ο.κ.

Υπάρχουν πολλές καρριόλες. Είναι και σαραντάρες στο ράφι, που την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, βγαίνουν σε παρέες τεσσάρων γυναικών (από «Χρυσό Κουφέτο»), για να μοιάζουν με την σειρά. Είναι και δεκαεφτάρικα πιπίνια, -καρριολίτσες που προσπαθούν να γίνουν Κάρι πριν την ώρα τους. Μερικές είναι καλές και αξίζει να ενθουσιαστείς μαζί τους, (get carrie-d away το αγγλικό pun), μερικές είναι πικάντικες σαν ινδικό κάρι, ενώ άλλες καρριόλες είναι απλώς καριόλες με ένα ρο, με τον γνωστό ορισμό: «σε αντίθεση με την πουτάνα που πάει με όλους, η καριόλα είναι αυτή που πάει με όλους εκτός από σένα». Αν σας τύχει καρριόλα, που δεν σας πολυενδιαφέρει, μπορείτε να γυρίσετε την καρριολιά εναντίον της, δηλαδή να την φτύνετε όποτε θέλετε, ή και να της φοράτε περικοκλάδες, και να δικαιολογείστε με το σκεπτικό ότι αυτά έκανε κι ο Μπιγκ στην Κάρρι, και τελικά σε καλό της βγήκαν!...

Μένιος: Η Λάουρα έχει γίνει πολύ καρριόλα τώρα τελευταία! Παίρνει την Λίλιαν, την Μόνικα και την Μπάρμπαρα, και βγαίνουν πάντα οι τέσσερεις τους!
Γιώργος: Κι εσύ τι κάνεις; Μ.: Θέλω να την συνοδεύσω, για να έχω κι ευκαιρία να δω την Λίλιαν, αλλά η καρριόλα μου το απαγορεύει αυστηρά. Θέλει να είναι μόνο γυναικοπαρέα για να συζητούν για τις κατακτήσεις τους, λέει...
Γ.: Ρε τις καρριολίτσες!

Διαφήμιση της Heineken, παρωδία αντίστοιχης σκηνής στο Sex & the City. (από Hank, 14/01/09)(από Khan, 08/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified