Further tags

Κυριολεκτικά, φρένο σε βαρέα και ανθυγιεινά οχήματα. Μεταφορικά, κάτι το απροσδιόριστο, όσο και αποδημητικό. Μεταναστεύει όταν εργαζόμαστε πολύ ή κατόπιν εκπλήξεως.

Κάποιες φορές αντικαθίσταται από το καυλί, το καφάσι, τη μαγκιά, το σκατό και άλλες αφηρημένες έννοιες που ψάχνουν ευκαιρία για να ξεχειμωνιάσουν στους τροπικούς.

.

- Τον τελευταίο καιρό μου έχει φορτωθεί όλη η δουλειά στο γραφείο και μού'χει φύγει το κλαπέτο.
- Άσε, ρε θείο, μια φορά δούλεψες κι εσύ και τό 'κανες Μεσανατολικό.
- Καλά λες. Πάμε για μπύρες;

Βαλβίδα με κλαπέτο (από panos1962, 15/11/09)

βλ. και «μου φεύγει η μαγκιά, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων βύσμα συνδεδεμένο στην κονσόλα της κυβερνητικής παράταξης. Με άλλα λόγια, όταν έχεις δόντι στο νυν κυβερνητικό κόμμα.

- Έχω του κόσμου τα πτυχία, αλλά δεν μπορώ να διοριστώ.
- Ναι αλλά ουκ εν τω πολλώ το ευ φίλε μου. Έχεις παρωχημένη τεχνολογία φίλε μου. Σου λείπει το μπλου τουθ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόερχεται απο ατάκα του Σ. Στρατηγού σε παλιά ελληνική ταινία. Χρησιμοποίηθηκε αργότερα και ως τίτλος σε σήριαλ. Διπλωματικός ελιγμός με στόχο την ελαχιστοποίηση των αντιδράσεων λόγω καθυστέρησης μιας συμφωνημένης ενέργειας, μέσω υλοποίησης μιας δευτερευούσης σημασίας υπόσχεσης. Απώτερος στόχος είναι η αποφυγή της αρχικής συμφωνίας. Στο διάστημα αυτό θα μπορούσε να γίνει εκμετάλλευση της κατάστασης, από αυτόν που διαπράττει τον ελιγμό αυτό.

- Τι θα γίνει Μήτσο; Πότε θα παντρευτείτε με την Τούλα; Είστε κοντά 10 χρόνια μαζί.
- Της τρώω τα φράγκα με το γάντι. Πρός το παρόν είμαστε αρραβωνιασμένοι με στόχο το στρίβειν δια του αρραβώνος λίγο αργότερα.

Ταινία:"Ο Ατσίδας". Εδώ παίζει η ατάκα (από GATZMAN, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάνει λάδια (κομπιουτεροποιημένη μορφή).

- Που λες Μήτσο, βασίστηκα στα λόγια του, αλλά μού λεγε τελικά μπαρούφες.
- Καλά ρε όρνιο. Άνθρωπο που βρήκες να βασιστείς. Αυτός ρε φίλες χάνει το setup. Και να πω πως δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντιδιαστολή με το body lines.
Σημαίνει :
1. Τρώω ακατάσχετα, κατεβάζω τον αγλέωρα, φαΐ χωρις όριο
2. Γρήγορη πάχυνση, επαύξηση λίπους

- Είδες τη Μαρίτσα; Αγνώριστη έγινε.
- Αδυνάτισε;
- Nαι, πώς το θελες; Mπήκε σε ταχύρρυθμο πρόγραμμα ξιγκοενίσχυσης των ΒΟΔΥ λάινς. Μιλάμε... θα σκάσει !

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα νερά, οι μανούβρες. Κάθε τι που κάνουν οι άλλοι για να μας σπάσουν τα νεύρα.

- Μύρο, τι έγινε με το γκομενάκι το χτεσινό, το γάμησες;
- Άσε ρε μαλ, δεν έγινε τιποτα. Ήθελε καφέ, φαΐ, σινεμά και βόλτα στη φεγγαράδα, αλλά μόλις της είπα να πέσει και να παίρνει (πίπες), μου άρχισε τις τζιριτζάντζολες το καριολάκι...

«Γεια στα χέρια σου βρε Θέε μου, που \'πλασες τέτοιες ψυχές, που γουστάρουν την αγάπη, δίχως τζιριτζάντζουλες» Σιδηρόπουλος, Φυλής και Σπάρτης (από vikar, 31/07/13)

Απαντάται (συνηθέστερα) και ως τζιριτζάντζουλες. Δες και κόνξες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί επιφωνήματος, χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που είναι τόσο ηλίθιες, ξεκάρφωτες, κουλές ή απλά παράλογες που κανείς δε μπορεί να σχολιάσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναφωνήσει: «Ό,τι νά 'ναι!».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο.

- Ρε... καλά δε παίρνει γραμμή αυτός ο Γιάννης! Τού 'χουν βάλει κεφαλάκια από σπίρτα μέσα στα τσιγάρα, ανάβει, και το τσιγάρο γίνεται πυρανάλωμα, και αυτός όχι μόνο δεν το καταλαβαίνει αλλά γυρνάει και λέει ωΧμμ... Έχουν ένα παράξενο άρωμα αυτά τα τσιγάρα!»
- Αχαχαχά! Σοβαρά;;; Πώωω... ό,τι νά 'ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξοδεύω το χρόνο μου άσκοπα από δω κι από κει, αφήνοντας στην άκρη τις υποχρεώσεις μου, αντίστοιχο του κωλοβαράω.

- Σωτήρη πήγες στον τάδε πελάτη ;
- ....Όχι...
- Μαλάκα, πάλι πούτσιζες από το πρωί;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παχαίνω, παίρνω μερικά κιλά. Επίσης συναντάται το τσουπωτός.

- Μου φαίνεται ότι τσούπωσες λιγάκι από την τελευταία φορά που σε είδα...
- Η αλήθεια είναι ότι πήρα 2-3 κιλά, αλλά δε με πειράζει, μου αρέσω και τσουπωτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified