Further tags

Σκαπουλάρω σημαίνει γλιτώνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ από κάποια δυσμενή κατάσταση με μικρό (συγκριτικά) ή καθόλου κόστος. Η βαρύτητα της κατάστασης ποικίλει από κάτι ανώδυνο έως τον θανάσιμο κίνδυνο.

Επίσης, λέγεται αντί του κάνω κοπάνα για ορισμένο χρονικό διάστημα από τα καθήκοντα μου (εργασία, σχολείο, οικογενειακές, νομικές υποχρεώσεις κτλ.), πάλι με μικρό τίμημα όμως.

Η πράξη του «σκαπουλάρω» λέγεται σκαπουλάρισμα.

Ετυμολογία: από το ιταλικό scapolare (λατ. *excapulare=ex-capulus «θηλιά»= λύνομαι από τα σχοινιά), το οποίο σημαίνει διαφεύγω, ξεγλιστρώ (αμετάβατο) ή βοηθάω κάτι να ξεγλιστρήσει (μεταβατικό). Αναφέρεται όμως και ως ναυτικός όρος : σημαίνει διαφεύγω κάποιον κίνδυνο ή εμπόδιο στην πλοήγηση, και επίσης, πιο συγκεκριμένα, «ξεμαγκώνω» κάτι (όπως την άγκυρα ή τον κάβο) όταν έχει κολλήσει κάπου.

Ασιστ: Mes από Δ.Π.

  1. Το χόμπι μου είναι να σπαμάρω και να βρίζω, αλλά να τη σκαπουλάρω χωρίς να τρώω μπαν.

  2. Είναι πολύ άρρωστος, αλλά πιστεύω ότι θα τη σκαπουλάρει.
    (=θα ζήσει)

  3. Την Παρασκευή να τη σκαπουλάρω από τη δουλειά και μετά σουκού! 4ήμερο μάγκα μου! Αγίου Νικολάου για καφέ, να βλέπω πιπίνια με τα φουστανάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος. Δεν πρέπει να συγχέεται με το ομόριζο και συναφές σφαγή (όρο πιο politically correct, που έχει καθιερωθεί σχετικά ευρέως και στο γραπτό λόγο).

Σφάξιμο είναι:

  1. Η συνουσία, το γαμήσι, ο πήδουλας. Εξ ου και σφάζω = γαμάω. Εν προκειμένω δλδ το σφάξιμο ταυτίζεται με το σφίξιμο, ενώ το σφάζω με εκφράσεις όπως σφίγγω, ξεκατινιάζω, της τον σφυράω, της πατάω ένα, της ξηγάω τ' όνειρο, την κάνω μάγκα, την παίρνω, της τον ακουμπάω, της αλλάζω τα υδραυλικά, της κάνω γενικό σέρβις, της πετάω τα μάτια όξω κλπ κλπ. Κλασικός ο διάλογος: «το 'σφαζες το μωρό; - στο γόνατο».

  2. «Ρίξιμο» σε συναλλαγή. Όταν ο εις εκ των δύο συναλλασσομένων αποκομίζει δυσανάλογα οφέλη σε σχέση με αυτά που προσφέρει, λέμε οτι σφάζει τον άλλο. Ειδικότερα, ο όρος παίζει πολύ σε πιάτσες τοξικομανών. Είναι η άσχημη ξήγα στο νταραβέρι, όταν παίρνεις μικρή ποσότητα ή κακής ποιότητας σταφ σε ακριβή τιμή. Σφαξίματα τέτοιου είδους θα συμβαίνουν καθημερινά, όσο υπάρχουν φρικαρισμένοι χαρμάνηδες, οι νούμερο ένα εθελοντές για σφάξιμο. Στης παραμύθας την ποδιά σφάζονται παλικάρια. Tα σφαξίματα κατ' εξακολούθηση είναι μάλλον επικίνδυνη μπίζνα. Δεν παίζεις έτσι με την αρρώστια του καθενός. Παίζει καμιά μέρα να σε βρουν πεταμένο σε κανά χαντάκι ή καμιά χωματερή.

  3. Εγχείρηση, χειρουργική επέμβαση. Η λαϊκή αντίληψη ήθελε ανέκαθεν τους γιατρούς σκιτζήδες, κομπογιαννίτες, τσαρλατάνους, χασάπηδες. Πριν το 19ο αιώνα κανείς δε τα αμφισβητούσε αυτά, κι ο γιατρός ήταν ο εύκολος στόχος της κάθε είδους σάτιρας (π.χ. Μολιέρος). Τα τελευταία 150 περίπου χρόνια όμως, το ιατρικό επάγγελμα κέρδισε αναπάντεχα αξιοσημείωτο κοινωνικό κύρος, σε φάση που οι γιατροί να θεωρούνται ως ένα είδος «ιερών αγελάδων» των σύγχρονων κοινωνιών. Ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι όπως ο Michel Foucault («Η Γέννηση της Κλινικής») μας άνοιξαν τα μάτια και καταλάβαμε οτι τελικά δεν έχουν αλλάξει και τόσο τα πράγματα σε σχέση με την προνεωτερική εποχή και πως οι δόχτορες κοιτάνε πριν απ' όλα την παρτάρα τους και πως θα τα κονομήσουν στη δική μας την καμπούρα..

  1. - Μαλάκα έχεις πάρει πρέφα την αδερφή του Νίκου πως μεγάλωσε; Μπουμπούκι σε λέω... Άνετα την έσφαζα.
    - Μαζέψου ρε σάτυρε, ούτε δώδεκα δεν είναι το κοριτσάκι.
    - Ε και; Άλλες σ' αυτή την ηλικία έχουν κάνει και παιδιά. Ξύπνα αγόρι μου, ζήσε στην πραγματικότητα..

  2. - Μάστορα τώρα που είδες τους χώρους, δε μου λες και πόσο θα πάει το κουστουμάκι για να κάνω και γω τα κουμάντα μου;
    - Για σένα κύριος έχω τιμούλα σπέσιαλ, 750 φράγκα όλα κομπλέ. Και μην το πεις πουθενά αυτό, σύμφωνοι;
    - Τι με λες ρε μάστορα τώρα; Θες εφτάμιση κατοστάρικα για να βάψεις δυο δωμάτια 40 τετραγωνικά; Αυτό είναι σφάξιμο απ' τα λίγα..
    - Εμένα που με βλέπεις είμαι μπογιατζής πολυτελείας.. Τώρα για να καταλάβεις άφησα δουλειά στην Εκάλη για να 'ρθω εδώ.. Βίλα διώροφη 500 μέτρα, και μου λες τώρα συ για το δυάρι..

  3. - Τι έγινε ρε μπόι μ' εκείνο το φίλο σου το νταραβεριτζή, θα μας φέρει τίποτα απο κείνο το σταφ που ήπιαμε τις προάλλες;
    - Φίλε τέτοιες καθαρές κόκες δε σκάνε κάθε μέρα.. Έκατσε μια φορά το καλό, δε σημαίνει οτι θα 'ναι συνέχεια έτσι.
    - Και τώρα;
    - Έχει κάτι, πιο δεύτερο βέβαια... Αν ενδιαφέρεσαι πες μου, 70 το γραμμάριο.
    - Σιγά μη του πάρουμε και τσιμπούκι του μαλάκα... Τέτοιο σφάξιμο εδώ δεν περνάει, έτσι να του πεις.
    - Είσαι νέοπας, γι' αυτό τα λες. Έτσι είναι τα νταραβέρια, χαλάρωσε, θα μπεις στο πνεύμα..

  4. - Μαλάκα Μήτσο τουμπάνιασες... Τέζα είσαι, μπράβο. Δούλεψε το φάρμακο βλέπω..
    - Ναι ρε φίλε, ο τελευταίος κύκλος καλά με πήγε. Αλλά τσιγκουνεύτηκα να μπω αποκατάσταση και με χτύπησε στο βυζί. Γαμώ τη γυναικομαστία μου μέσα..
    - Νταξ ρε φίλε δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. Δεν παίζει να πάρεις τώρα κανά Nolvadex και να φύγει;
    - Παπαριές αγόρι μου, τώρα μόνο σφάξιμο με σώζει. Πάω το κόβω το γαμοβυζί και ησυχάζω μια και καλή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποβάλλω κάποιον σε καψώνι, τον κάνω ό,τι θέλω, του ψήνω το ψάρι στα χείλη και τον χρησιμοποιώ για να περάσει το δικό μου. Στο τέλος ενδέχεται να του ζητήσω και τα ρέστα.

– Έτσι που λες Νίτσα μου. Μας χόρευε στο ταψί κανονικά τόσα χρόνια το παλιοθήλυκο. Ευτυχώς που λογικεύτηκε ο Μπέηζιλ και την άφησε.
– Τι μου λες χρυσή μου. Να τύχει στο παλικάρι μας τέτοιο γύναιο; Βρήκε καμία καλή τώρα τουλάχιστον, εκεί στην ξενιτιά που βρίσκεται;
– Ναι... να δεις πως μου την είπε... νομίζω μου είπε πως λέγεται Πέρι...

(από Khan, 04/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφθονία, ο πλούτος. Από το τουρκικό (σώωπαα!) «bereket» που πάει να πει «αφθονία, ευλογία».

«Τρωγοπίναμε από τις εφτά το απόγευμα μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Αραχτοί πλάι στο κύμα, και να 'ρχονται αβέρτα τα μελανούρια και οι σαργοί κι οι παντελήδες, από το παραγάδι κατευθείαν στη σχάρα, κάναμε και καμιά βουτιά ανάμεσα να ξελαμπικάρουμε κομμάτι, και μετά πάλι σαρδέλα θυμαρίσια που 'λεγες πως σπαρταράει ακόμα, και να τα τσίπουρα και τα κρασιά και οι φρέσκες οι ντομάτες... Μπερεκέτι αδερφάκι μου, μπερεκέτι.»

Got a better definition? Add it!

Published

Αν και το λήμμα αντλεί την προέλευση του από το γαλλ. falbala που σημαίνει ποδόγυρος (φαρδιά πτύχωση στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος), στην εγχώρια αργκώ χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αταξία συνοδευόμενη από ιλαρή διάθεση, ή αλλιώς, καταστάσεις χαβαλέ. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεντρώσεις γνώριμων και άγνωστων ατόμων (όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε φοιτητικά πάρτι) τα οποία θορυβούν ομιλώντας, ξεφωνίζοντας ή χαχανίζοντας, με απώτερο σκοπό το καμάκωμα και τον πήδο, οπότε ξαναγυρνάμε στον ποδόγυρο, βεβαίως βεβαίως.

Συνώνυμα: τζερτζελές, τουρλουμπούκι. Παράγωγα: φραμπαλατζής

- Απόψε θα την κάνουμε κατά Άνω Πόλη μεριά. Παίζει πάρτι πρώτου έτους φιλοσοφικής και θα γίνει τρελό τουρλουμπούκι. Μουνοθύελλα 10 μποφόρ. Μιλάμε για πολύ φραμπαλά. - Τσσσ... κατούρα και λίγο ρε μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμπαλίκι, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια ως περιττού αντικειμένου, σημαίνει και βάσανο, ντέρτι, νταλκάς.

  1. - Να δούμε πότε θ' αδειάσεις το πατάρι από τα καλαμπαλίκια που έχεις μαζέψει. Φωτιά θ΄αρπάξουν απ' το θερμοσίφωνα, καμιά μέρα!
    - Δεν είναι καλαμπαλίκια, μάδερ. Τα βινύλια μου είναι συλλεκτικά και μια μέρα θ' αξίζουν μια περιουσία.
    - Αν δεν μας κάψουν πρώτα.

2α. Η Τέτα μου το γύρισε σε λεσβία και περνάω μεγάλο καλαμπαλίκι.

2β. (από μόρτικο άσμα του Χάρυ Κλυν)
Ώχου τζερτζελές
Αμάν καλαμπαλίκι
Εμένα τον ασίκη
Με κάναν να με κλαις.

Δες και το λήμμα καλαμπαλίκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη φράση άνοιξε το κλανίδι εννοούμε ότι έγινε η αρχή και έπεται συνέχεια.

Πάντοτε η αρχή αποτελεί το πιο δύσκολο μέρος ενός εγχειρήματος, αλλά αφότου πραγματοποιηθεί, επέρχεται κάμψη των αντιστάσεων, αποκαθίσταται η βατότητα, διευρύνονται τα όρια, ανοίγει ο δρόμος και η συνέχεια γίνεται πιο εύκολη.

- Καλά, ήταν να μη μπει το πρώτο γκολ. Μετά άνοιξε το κλανίδι για τα καλά και βάλαμε άλλα τρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλος θόρυβος που προκαλείται από συγκεντρωμένο πλήθος, οχλαγωγία, οχλοβοή, χάβρα. Από τουρκική λέξη για το πλήθος. Επίσης, καλαμπαλίκια ονομάζονται και τα αρχίδια. Ελπίζω όχι με την σημασία του «περιττού αντικείμενου»...

Πολύ καλαμπαλίκι δικέ μου, μεγάλο τζέρτζελο!

0.48: Στο γάμο μάγκα να \'σουνα να δεις καλαμπαλίκι σαν να \'μουνα υπόδικος και περιμένω δίκη (από Khan, 19/05/10)

Δες και το λήμμα καλαμπαλίκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(άκλ.) Ο χώρος. Λογοπαίγνιο με τις λέξεις χώρος και horror (αγγλ.: τρόμος, φρίκη). Μαθηματικό χούμορ.

Τα Μαθηματικά, από καθαρά φορμαλιστική άποψη, πραγματεύονται πάντοτε χώρους, ή αλλιώς δομές, σύνολα πάντως από πράγματα, τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους είτε με απλούς είτε με φρικιαστικά πολύπλοκους τρόπους. Η δεύτερη κατηγορία μάλιστα έχει τέτοιο εύρος, που στην πιάτσα θ' ακούσεις να λεν ότι έτσι παίρνουν οι περισσότεροι χώροι τ' όνομά τους: προστιμήν δηλαδή του ανθρώπου που τρελάθηκε πρώτος, όταν τους βρήκε και τους μελέτησε. Πρώτος, μα όχι και τελευταίος...

Ευκλείδης λοιπόν και Μινκόβσκι, και Χίλμπερτ και Μπάναχ και Σομπόλεφ, και Κολμογκόροφ και Φρεσέ και Χάουσντορφ και Τιχόνοφ, καί καί καί —μα τί λεμε τώρα, εδώ κοτζαμάν πολωνικό έθνος έχει βογκήξει κάτ' απ' το αφύσικο βάρος αυτού που είν' εκεί, εσύ όμως δέν το βλέπεις (αυτό είναι σχήμα λόγου για τα μαθηματικά).

Κι' αν ποτέ —κούφια η ώρα που διαβάζει— ακούσετε για «χώρο vikar» στα μαθηματικά, μη με κλάψτε, αλλά να φέρνετε τσιγάρα, κάπου εκεί στο Άρκαμ θα μ' έχουνε, πιστεύω πως ξέρω και πού, τρίτη πόρτα κάτω, τρίτη κόμμα πρώτη τέταρτη πρώτη πέμπτη ένατη, δεύτερη έκτη πέμπτη τρίτη πέμπτη, όγδοη ένατη έβδομη ένατη τρίτη, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, εις τους αιώνας των αιώνων, αατά.

– Δίνω μεθαύριο γραμμική άλγεβρα κι' έχω καραφρικάρει ρε φίλε. Τί σκατά είναι διανυσματικός χώρος ακόμα δεν έχω καταλάβει. Κοιμάμαι κι' ονειρεύομαι βαθμωτά να με κυνηγάν με τόξα και να μου πετάν διανύσματα ντουγρού για την καρδιά...
– Και σε πετυχαίνουν;
– Αμέ, πού και πού. Να, δες εδώ...
– Πό ρε φίλε μου, είσαι και πρωτοετό. Πού να κάνεις και συναρτησιακή ανάλυση να δεις τι εστί χώρορ... Εκεί τον λένε Μπάναχ...

O  χώρος ... ο χώρος ... (από Vrastaman, 31/05/09)(από jesus, 18/08/09)(από BuBis, 19/08/09)Υπερβολικός χώρορ... (από vikar, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified