Further tags

Η υπερβολική μούφα, το μούφευμα κατά Χότζα. Λέγεται συνήθως στον πληθυντικό: μούφες τρούφες. Πρόκειται για ρίμα με τιραμισουρεαλιστικό εφέ, εφόσον θεωρήσουμε ένα ανυπόστατο ψέμα (μούφα) που επενδύεται και με ένα διακοσμητικό γευστικό γλυκάκι (τρούφα) ή το ομώνυμο μανιτάρι.

Εδώ έχουμε έναν καλό ορισμό: «Η μούφα όπως πιθανότατα θα γνωρίζετε είναι το fake. Το ψεύτικο. Αυτό που αλλιώς φαίνεται κι αλλιώς τελικά προκύπτει. Αυτό που αποδεικνύεται μάπα. Σκέψου όλο αυτό τώρα κι από πάνω μια τρούφα. Δηλαδή μούφα και κάτι παραπάνω. [...] Πώς λέμε «και το κερασάκι στην τούρτα»; Αυτό».

Πάσα: Τζάγκος.

  1. Τα άλλα είναι μούφες τρούφες μπαρούφες τών επηρμένων σιχαμένων παπάδων τής κοινωνιολογίας και τής θρησκείας και τών μωρών προβάτων (Εδώ).

  2. ωχ αν παιζει κ αυτο το σεναριο παλι μας βλεπω για μουφες-τρουφες... (Εδώ).

Στο 0.45. (από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διδακτική παροιμία που απευθύνεται βασικά στον ντροπαλό άντρα, σε αγάμητους χαρακτήρες όπως ο κόκκορας του Αρκά, που βασανίζονται συνεχώς από το παράπονο γιατί οι γκόμενες προτιμούν τους μαλάκες, ενώ τα ωραία, ευαίσθητα, σοβαρά και προβληματισμένα άτομα μένουν στην απέξω. Παρομοιάζει δε αυτόν τον ωραίο πλην άπειρο και ντροπαλό νέο με τον ψαρά, ο οποίος τη στήνει έξω απ’ το νερό, ρίχνει την πετονιά του και περιμένει τα ψαράκια να μυριστούν το δόλωμα, να ’ρθούνε μόνα τους στο αγκίστρι, να το τσιμπήσουν και να γουστάρει κι ο ψαράς. Και υπενθυμίζει σ’ αυτό το ρομαντικό αιθερογάμονα τον παραδοσιακό ρόλο του αρσενικού στο ερωτικό παιχνίδι, που είναι αυτός του κυνηγού.

Ο αρσενικός πρέπει να τα ρίξει στη γυναίκα, να εκτεθεί, να της την πέσει, να την ψήσει, να της πει πως τη γουστάρει, να την πείσει ότι είναι ωραίος και αξίζει, να την καταφέρει τέλος πάντων, κι αν φάει χυλόπιτα να μην αποκαρδιωθεί και τα παρατήσει, αλλά να συνεχίσει. Να συνεχίσει με τη φίλη της, αλλά να επιμείνει και με την καριόλα. Ο δε ναρκισσευόμενος ωραίος που στην αυνανιστική του απομόνωση αναρωτιέται αν αρέσει και κρυφοκοιτάζει τις γκόμενες για να μαντέψει στο βλέμμα τους τον πόθο προς το άτομό του, ενόσω περιμένει άτολμος να του’ρθει το μουνί στο πιάτο, θα μείνει ο δυστυχής με την ψωλή στο χέρι. Νομίζω πάντως πως μέρος του νοήματος έχει θυσιαστεί στις ανάγκες του ιαμβικού δεκαπεντασυλλάβου. Στην πραγματικότητα το μουνί θέλει και κυνήγι, και υπομονή (το ψήσιμο που λέγαμε).

- Κοίτα ρε άτομο που γουστάρουν οι γκόμενες. Το Ρούλη το μαλάκα με το αϊκιού ραδικιού. Αυτό τον ηλίθιο που δυο λέξεις να πει δεν ξέρει, άσε που είναι και σιχαμερός με το λαδωμένο το μαλλί και την τσατσάρα στην κωλοτσέπη. - Το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι δικέ μου. Μαλάκας ξεμαλάκας, ο Ρούλης είναι παίκτης και αγωνιστής, γι’ αυτό γαμάει τις ωραίες γκόμενες. Εσύ που τις αρχίζεις στη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση, όταν δηλαδή δεν καταπίνεις εντελώς τη γλώσσα σου, πώς περιμένεις να σταυρώσεις γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώνω, συνθλίβω.
Ιδιωματισμός κατοίκων της Ιωνίας.

Δε βλέπεις που πατάς; Το λιάτσασες το σύκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω, τινάζομαι απότομα (λέγεται κυρίως για ζώα).

Το άλογο είδε την κουμπίνα στη στροφή και πρόγκηξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικείος αυνανισμός.

Και εξηγούμαι: όσοι έχετε διαβάσει το λήμμα ανεμοκιθάρα είστε εξοικειωμένοι με την κίνηση του παιξίματος φανταστικής κιθάρας (παίξιμο στον αέρα). Αν εστιάσουμε στο δεξί χέρι του «κιθαρίστα», τότε θα καταλάβουμε πως η παλινδρόμησή του πάνω από τις χορδές, προσομοιάζει σαφώς με την επαναλαμβανόμενη κίνηση του χεριού της γυναίκας πάνω από την κλειτορίδα κατά τη διάρκεια του γυναικείου αυνανισμού.

Για καλύτερη απόδοση του νοήματος, η έκφραση δύναται να συνοδευτεί και από αντίστοιχη χειρονομία παιξίματος «ανεμοκιθάρας ». (Όπως η λέξη «μαλάκας» συνοδεύεται από την αντίστοιχη χειρονομία).

- Τι γίνεσαι ρε Μαίρη; Πώς ήταν το καλοκαίρι στη Μύκονο;
- Ε, μέτρια πράγματα...
- Τι; Δεν σου την έπεσε κανείς; Δεν έγινε τίποτα τόσες μέρες;
- Τι περίμενες να γίνει; Αφού όλοι εκεί τον τινάζουν τον κουραμπιέ ...
- Κατάλαβα... Δηλαδή με σόλο κιθάρα την έβγαλες στις διακοπές...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια τρέντι πράξη (κυρίως) ή ιδιότητα, ή (λιγότερο) το σύνολο των τρέντηδων. Συχνά έχει μια πανηγυρική (που λέω κι εγώ) ή ειρωνικά πανηγυρική χροιά κατά το γκλαμουριά.

  1. ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΗ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΙΑ. ΔΕΝ ΓΑΜΑΝΕ ΠΛΕΟΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΙ ΠΑΚΙΣΤΑΝΙΑ. ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΤΡΕΝΤΟΥΡΙΑ ΤΟ ΟΥΑΝ ΝΑΙΤ ΣΤΑΝΤ ΜΕ ΙΝΔΟΠΑΚΙΣΤΑΝΟ ΣΤΗΝ Β.ΕΥΡΩΠΗ. (Εδώ).

  2. Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα.
    Καχύποπτος είμαι κι εγώ απέναντι σε αυτές τις ιντερνετοκινούμενες και ιντερνετοοργανωμένες κινητοποιήσεις γιατί μπορεί πιθανότατα να είναι μια εναλλακτική τρεντουριά αλλά από την άλλη ποτέ δεν ξέρεις πως μπορεί να οργανωθεί και να εξελιχθεί κάτι... (Εδώ).

  3. Αραγε τους ειναι τοσο δυσκολο να χωρεσει στο διαλυμενο απο την τρεντουρια μυαλο τους πως στο κοκκινο σταματαμε, δεν πα να οδηγουμε F16 ; (Εδώ).

(από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Σύνολο προσώπων που προσέρχονται με σπουδή. Από το μεσαιωνικό ουσ. αλλάγιον = μοίρα στρατού για την αλλαγή φρουράς (μαλλάι: αναδίπλωση συλλαβής με μ)
    πηγή : Τομπαΐδης -Συμεωνίδης Συμπλήρωμα Ιστορικού Λεξικού Ποντιακής Διαλέκτου

  2. Σπουδή άνευ λόγου
    πηγή : η γιαγιά μου

  1. Κουβαλήθηκε στο γάμο η σάρα και η μάρα, όλο το αλλάι-μαλλάι.
  2. Έναν λόγον είπα σε και συ αλλάι-μαλλάι εχολιάστες (θύμωσες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το σημείο (επίσης η κίνηση προς αυτό ή η δημιουργία αυτού) το οποίο παρέχει κάποια κάλυψη, συνήθως από τα στοιχεία της φύσης. Συντάσσεται συνήθως με την λέξη «κάνω» (βλ. παράδειγμα).

Τοπικός ιδιωματισμός που απαντάται από την ανατολική πλευρά του Νομού Καβάλας έως και όλη την Θράκη.

Δεν γνωρίζω καθόλου για την ορθογραφία της λέξης, την ετυμολογία ή το γένος, η ορθογραφία που χρησιμοποίησα είναι στην τύχη. Οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες παρακαλώ να συμπληρώσει.

  1. Έλα προς τα δώ που κάνει λίγο κοητί ρε, τζάμπα σε χτυπάει ο αέρας εκεί.

  2. Μήτσο κάνε λίγο κοητί ρε να ανάψω μια τσιγάρα.

  3. - Χτες μας θέρισε η βροχή ρε μάγκα πάνω στο βουνό.
    - Δε λες πάλι καλά που βρήκαμε εκείνο το πεσμένο δέντρο και έκανε λίγο κοητί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.

Το κούρεμα επανήλθε στο προσκήνιο με την πρόσφατη εθελοντική έκπτωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας του Ελληνικού χρέους. Το τίμημα του τεράστιου αυτού «πακέτου βοήθειας» (κατά Γ.Α.Π.) αναγκαστικά συνεπάγεται την κατά τουλάστιχον 50% μείωση του βιoτικού μας επιπέδου και την κατά 100% απώλεια της όποιας εθνικής μας κυριαρχίας. Αποτελεί μετάνοια για τα μεταπολιτευτικά μας ανομήματα.

Άλλη περίπτωση εθελοντικού κουρέματος: το αυτομαστίγωμα και σφοδρό άδειασμα των τσιφτετελλήνων που άσκησε ο Νιόνιος στο ομώνυμο αποτυχημένο δίσκο του («μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε, οι κουρεμένοι επαναστάτες τι να πούμε;»).

Η πρόσφατη προϋστερία βρίθει από παραδείγματα «μη εθελοντικού κουρέματος»: την εκδορά και διαπόμπευση τέντυ-μπόυ από μπασκίνες στα εξήνταζ, το πέρασμα με την ψιλή παστρικιών που συναναστρέφονταν Γερμανούς ή συμμάχους από ΕΛΑΣίτες και ταλιμπάν.

- Το κόστος (ενός κουρέματος) θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα εν δυνάμει οφέλη για τους πολίτες, την οικονομία, το ελληνικό και ευρωπαϊκό σύστημα, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, όλη την Ευρωζώνη.
(Γιώργος Παπανδρέου, εδώ)

- Η αναδιάρθρωση, το κούρεμα του χρέους, θα ήταν ένα τεράστιο λάθος για τη χώρα. Θα είχε τρομακτικό κόστος, χωρίς κανένα όφελος. (Γιώργος Παπακωνσταντίνου, εκεί)

- Το soundtrack των ημερών. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για το θέμα των ημερών: Το κούρεμα. Ανέκαθεν, από τον Σαμψών και τη Δαλιδά μέχρι το νόμο περί τεντιμποϊσμού και τους ονειροκρίτες, το haircut είχε συμβολική σημασία. Γενικά δεν είναι για καλό...
(δισκογραφία για το κούρεμα, παραπέρα)

- Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από 'δω και μπρος..
(Σαββόπουλος, «το Κούρεμα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαβουρώνω, χλαπακιάζω, κατεβάζω γατοκέφαλα προκειμένου να μού φύγει η κλημαντήρα, δηλαδή η λιγούρα.

Τοπικός ιδιωματισμός της ορεινής Αρκαδίας άγνωστης ετυμολογίας.

- Ο αντιπρόεδρος ντερλίκωσε μια ολόκληρη γουρνοπούλα στο καθισιό του κι ακόμα να ξεκλημαντηριάσει!

Got a better definition? Add it!

Published