Έτσι κι έτσι, φίφτυ φίφτυ. Από το semi- (ημι- στα λατινικά, αγγλικά, γαλλικά κλπ) και demi (ήμισυ στα γαλλικά).
- Πώς νιώθεις, καλύτερα;
- Σεμί ντεμί...
Έτσι κι έτσι, φίφτυ φίφτυ. Από το semi- (ημι- στα λατινικά, αγγλικά, γαλλικά κλπ) και demi (ήμισυ στα γαλλικά).
- Πώς νιώθεις, καλύτερα;
- Σεμί ντεμί...
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.
Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.
- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νευριάζω, τσαντίζομαι, ζοχαδιάζομαι.
Από το φούρκα:
Οργή που σιγοκαίει, εκνευρισμός που σιγοβράζει.
(Πηγή: Wiki-λεξικό)
– Τι έγινε ρε Βαγγέλη;
– Άσε... Πήγα στην εφορία και φουρκίστηκα. Έπεσα σε στόκο, σε μπετόβλακα και έφαγα δυο ώρες να ξεμπερδέψω.
– Ε, καλά. Πρώτη φορά είναι;
Got a better definition? Add it!
Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.
Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.
- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!
Got a better definition? Add it!
Ψέμα στην διάλεκτο των gamers, ή αλλιώς κατά κόσμο γνωστούς ως πωρωμένα, είναι κάτι το απρόσμενο, που δεν βασίζεται στην λογική του παιχνιδιού, ή δεν υπολογίζεις στο να γίνει. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή μας γλώσσα για να υποδείξει κάτι το οποίο συμβαίνει με πιθανότητες 1 στις 100 και μας εκπλήσσει δυσάρεστα. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό.
Χρησιμοποιείται ως εξής:
1) Τι ψέμα είναι αυτό;
2) Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;
Εδώ κοίτα, χάλασε το αυτοκίνητο και τελείωσε και η μπαταρία από το κινητό, και εσύ δεν έχεις σήμα. Τι ψέματα είναι αυτά...
Δεύτερη φορά κολλάει στο ίδιο σημείο και δεν μπορώ να κάνω save... Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;
Got a better definition? Add it!
Η λέξη «κλατσάρω» χρησιμοποιείται στο μπάσκετ όταν κάποιος είναι πολύ τυχερός και καταφέρνει να βάζει συνεχώς και με κάθε σουτ καλάθι.
Προέρχεται από το «κλατς», που σημαίνει ότι το καλάθι μπήκε εύκολα.
Τι βλέπω, κλατσάρεις σήμερα ε;
Got a better definition? Add it!
Το μαγαζί με φρουτάκια , με slot machines που λένε και στα Χανοχώρια, άκα με κουλοχέρηδες ή με ληστές με το ένα χέρι. Με άλλα λόγια το μανάβικο, η φρουτερί.
Λίγο πιο δόκιμα είναι το οπωροπωλείο, ωστόσο δεν βρήκα την λέξη ούτε σε Μπάμπη, ούτε σε Τριαντάφυλλο. Ακόμη πιο γενική σημασία φαίνεται ότι έχει στα Κυπριακά.
Λίγο πιο μεταφορικώς μπορεί να σημάνει και μια κατάσταση που μετατρέπεται σε καζίνο και τζόγο, ως μη έδει.
Got a better definition? Add it!
Θόρυβος, φασαρία, δυνατός θόρυβος με την μορφή δυνατού και συνεχόμενου βόμβου.
Κάνω τσαχαλί: κάνω φασαρία για ένα θέμα (όχι με την μορφή καυγά, αλλά δίνω έκταση σε ένα θέμα).
Αναφέρεται στο θόρυβο που κάνουν τα ζώα περνώντας ανάμεσα από χορτάρια (τσάχαλα). Προέρχεται από την λέξη τσάχαλο, την οποία συναντάμε συνήθως στην περιοχή της Ηπείρου. Τσάχαλο (το): τρίμμα ξύλου, αχύρου κ.ά. (άχει – άχι: χορταράκι).
Μεταφορικά: κάτι πολύ αδύνατο και ασθενικό, π.χ. έχει χέρια σαν ~ (πάπυρος larousse, το παπυράκι).
Και στο διαδίκτυο: σκουπιδάκι, μικρόν μόριον κονιορτού (Αραβ.), τρίμμα και ό,τι ξένο σώμα αιωρείται στο νερό, στο γάλα κλπ. Από το ψίχαλο (ψυχίον) =>ψάχαλο =>τσάχαλο
Σημ. σλαγκογράφου (sic): με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι για τη λέξη “τσαχαλί”, που είναι πολύ συνηθισμένη για μένα, δεν υπήρχε αναφορά πουθενά στο διαδίκτυο.
1 Παιδιά γιατί κάνετε όλο αυτό το τσαχαλί; Φορέστε πιτζάμες και πέστε για ύπνο.
Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχάλισμα
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, αισθάνεται ευφορία και συχνά παραφέρεται.
Χτες το βράδυ ήπιαμε 4 μπουκάλια ουίσκυ και γίναμε γιάμπαλο!!!
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στυλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάθε άτομο ή μέρος όπου συχνάζουν μουνιά, κυρίως μούναροι.
1 (άτομο): Μαριάννα, δε παίζεσαι ρε. Τη μία μου γνώρισες την Ιωάννα, χώρισα και τώρα στα καπάκια μου έψησες σκηνικό με τη Ράνια. Σκέτη μουνοπηγή είσαι!
2 (μέρος): - Χθες πήγα στο Γκάζι, έκατσα λίγο στο Gazzarte και δεν έπαιζε τίποτα. Μόνο ζευγάρια και ψωλαρία.
- Τζάμπα ταλαιπωρία δηλαδή, ε;
- Όχι, ευτυχώς μετά πήγαμε Socialista και πάθαμε πλάκα. Μουνοπηγή το μαγαζί σου λέω. Είχε δύο Bachelor party με γυναίκες κι έγινε της πουτάνας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified