Further tags

Λέγεται (όχι πλέον τόσο συχνά όσο πριν τη χρήση τον καινούργιων τεχνολογικά μέσων προβολής) σε κινηματογραφικές αίθουσες όταν η ταινία είναι μάπα / φέσι / μούφα / για τον πούτσο.

Αναφέρεται στη δυνατή λάμπα που χειριζόταν ο τεχνικός προβολής. Αν τον είχες γνωστό, στό 'λεγε χαμηλόφωνα στο διάλειμμα ανάμεσα στις προβολές.

Ακουγόταν ιδιαίτερα σε μεταμεσονύχτιες προβολές και στο φεστιβάλ κινηματογράφου όπου το κοινό κι ο εξώστης αντίστοιχα δεν χάριζαν κάστανα σε δηθενιές. Επίσης, ακουγόταν όταν η αίθουσα προβολής ήταν σχεδόν άδεια από κοινό - καναδυό αδιάφοροι νοματαίοι.

- Μάγκες τζάμπα καίει η λάμπα.
- Αμερικλανιά του θανατά.
- Άουσβιτς.
- Τιγκανά για πατσά;
- Μέσα.

(από GATZMAN, 10/11/10)αντίπαλο δέος (από anchelito, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη -και εκπληκτική κττμγ- σλανγκιά των μποντιμπιλντεράδων.

Ερημιά είναι η κατάσταση της απόλυτης γράμμωσης. Όταν κάποιος έχει στεγνώσει εξολοκλήρου. Όταν ίχνος υποδόριου λίπους δεν έχει απομείνει πάνω του. Όταν το δέρμα του έχει γίνει λεπτό σαν του φιδιού, διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο.

Ερημιά, διότι τόση στέγνα μόνο στην έρημο θα συναντήσεις. Εκεί που σταγόνα νερού δεν έχει απομείνει -ας μην ξεχνάμε ότι στο τελευταίο στάδιο της γράμμωσης, καναδυό μέρες πριν τους αγώνες, οι μπίλντερς χτυπάνε διουρητικά (π.χ. lasix) για να αποβληθούν όλα τα υποδόρια υγρά (για το λίπος δεν συζητάμε καν, την έχει τιγκανά προ πολλού).

Ως αποτέλεσμα της εξαντλητικής αυτής δίαιτας, οι μπίλντερς πριν τους αγώνες αποκτούν μια εξαϋλωμένη όψη ασκητή / ερημίτη αγίου της χριστιανικής παράδοσης: ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια κάτασπρα γουρλωτά που νομίζεις θα πεταχτούν έξω απ' τις κόχες τους, ζυγωματικά που εξέχουν γυαλίζοντας, βλέμμα σκιαχτικό, «πρωτόγονο», πεινασμένο... Το Μπαρόκ μας έχει κληροδοτήσει μια τεράστια παρακαταθήκη τέτοιων εξαθλιωμένων μέσα στο μεγαλείο τους μορφών αγίων (π.χ. Άγιος Ιερώνυμος, αρχετυπικός ερημίτης-ασκητής και αθλητής του πνεύματος).

Ένα σώμα-ερημιά, με τα μυώδη εξογκώματά του, μοιάζει με γυμνό βραχώδες τοπίο, ξερό κι άνυδρο, σαν τα βουνά του Αφγανιστάν όπου οι αμερικλάνοι βρίσκουν το μάστορή τους απ' τους ταλιμπάν...

Στους αντίποδες της ερημιάς βρίσκονται οι παχύσαρκοι, τα σώματα των οποίων μπορούν να παραβληθούν με εδάφη πλούσια και εύφορα, τίγκα στο λίπος-λίπασμα και το νερό...

Όσο κι αν οι μπίλντερς επιζητούν την ερημιά, ώστε να κατέβουν κάργα κομμένοι στο διαγωνισμό, δεν παύουν στιγμή να αγχώνονται μήπως το παράχεσαν με την απώλεια βάρους και έχασαν πολύτιμο κρέας, δηλ. αγνή μυική μάζα... Γι' αυτό και αμέσως μετά τον αγώνα πλακώνονται σε ό,τι σαβούρα βρουν μπροστά τους, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν γρήγορα το χαμένο έδαφος. Δεν είναι σπάνιο να συναντήσεις μπιλντερά πριν τον αγώνα, σφαγμένο μέχρι αηδίας, να ψευτοκλαίγεται με φράσεις τύπου: «πω ρε πούστη, ερημιά έμεινα, σαν τον άγιο Ονούφριο...»

Η ερημιά είναι δηλ. ένας τρόπος να επιστήσεις την προσοχή του συνομιλητή σου στο πόσο πολύ έχεις γραμμώσει, χωρίς να καταφύγεις σε εκφράσεις αμιγούς κομπασμού, τ. φέτες, άγριος, τούμπανο, χαρτί κ.ο.κ. Με την ερημιά τονίζεις και την αρνητική πλευρά του πράγματος (ότι έμεινες μισή μερίδα), έχοντας όμως πετύχει το πρωταρχικό: να επιδείξεις το θωμαστό επίτευγμά σου... Αποσπάς δηλ. τεχνηέντως την benevolentia του συνομιλητή σου, που πιθανότατα θα σπεύσει να σου απαντήσει κάτι σε στυλ: «έλα ρε συ, τι λες τώρα, αλφάδι είσαι, ας ήμουνα κι εγώ το μισό από σένα»...

  1. - Ρε συ φίλος το παράχεσες με τη γράμμωση φέτος το καλοκαίρι.. Είπαμε να γραμμώσεις, οκ, αλλά εσύ έμεινες ερημιά, σαν τον Άι-Γιάννη το Νηστικό...

  2. - Ερημιά έμεινα ρε μαλάκα, πά να πάρω καμιά σκόνη τίγκα στον άνθρακα να ογκωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, που υποδηλώνει άρνηση αποδοχής προσφοράς τινός.

Δηλαδή, γίνεται μια πρόταση προς κάποιον, η οποία όμως είναι ουσιαστικά δυσμενής γι’ αυτόν, γεγονός το οποίον είτε δεν γνωρίζει ο προτείνας (καλόπιστος), είτε το γνωρίζει (κουφάλα).

Έτσι, αναλόγως της έντασης του άχθους που συνεπάγεται η πρόταση για τον αποδέκτη, η σημασία της έκφρασης κυμαίνεται μεταξύ των «άσε καλύτερα» και «δε σφάξανε».

Προέρχεται από στερεότυπη ματαίωση παραγγελίας στα παλιά καφενεία:

Π.χ. ο πελάτης είχε παραγγείλει έναν βαρύγλυκο (ή τσοκ-σεκερλή), του έτυχε μια δουλειά και πρέπει να φύγει βιαστικά, ή άργησε το γκαρσόνι να τον φέρει. ή ήρθε ένας φίλος και είπε να το γυρίσει σε ούζο λόγω προκεχωρημένης ώρας κλπ-κλπ, οπότε φώναζε στο γκαρσόνι «να μένει ο βαρύγλυκος!» ή «ρέστος ο βαρύγλυκος!», το οποίο με την σειρά του το φώναζε σχεδόν ταυτόχρονα στον ταμπή, προκειμένου να προλάβει να διακόψει την προετοιμασία του καφέ.

Το ίδιο γίνονταν και με τα γλυκά του κουταλιού που σερβίριζαν στα καφενεία (νερατζάκι, κυδώνι, τριαντάφυλλο κλπ), εξ ού και η πασίγνωστη ατάκα του εκλιπόντος ιστορικού αρχηγού της Αριστεράς «να μένει το βύσσινο»...

  1. (Ο καλόπιστος):

- Να πω τη Μαρία να φέρει την Εύη το βράδυ, να γίνει καμιά κατάσταση;
- Να μένει!
- Γιατί ρε, τί έχει το κορίτσι;
- Τα’ χε τρια χρόνια μ’ έναν φίλο μου και του’ πρηξε τα ούμπαλα, αυτό έχει...

  1. (Ο πονηράκιας):

- Έρχεσαι ρε να σε πάρω γραμματέα στις εκλογές;
- Πόσα θα πάρω;
- Εκατό φράγκα!
- Και πού θα πάμε;
- Προσοτσάνη Δράμας...
- Και με τί θα πάμε;
- Με το ΚΤΕΛ, εκδρομούλα...
- Να μένει φίλος! - Γιατί ρε, λίγα σου πέφτουνε; Κι ύστερα σου λέει κρίση...
- Να μου φύγει εμένανε το σοβατεπί Κυριακάτικα στο γράψε-σβήσε και να τραβηχτώ στου διαόλου το ξεσταύρι 3 μέρες για 100 ευρά; Πιο πολλά θα βάλω απ’ την τσέπη μου. Να πας εσύ που θα τα κονομήσεις στα γεμάτα. Εμένα άσε με να κόψω τούφες σπίτι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η γυναίκα.

Σύνθετη λέξη από τη «ψωλή» (πέος) και το «άραγμα», παράγωγο του ρήματος αράζω: ελλιμενίζομαι, πιάνω λιμάνι.

Πέραν της προφανούς μεταφορικής, θαλασσοβρεγμένης και παραστατικής χρήσης του, ο όρος χρησιμοποιείται και από τους κίναιδους (κοινώς πούστηδοι), για να χαρακτηρίσει περιπαικτικά, ειρωνικά, απαξιωτικά τον διαβόητο ανταγωνιστή, θανάσιμο εχθρό και αντίπαλο δέος του πρωκτού (κωλοτρυπίδας).

Συνώνυμα: ψωλοπάρκινγκ, μουτζό κλπ.

- Καλέ Πάολα, το είδαμε πάλι το τεκνό σου μ' εκείνο το ψωλάραγμα.

ΑΡΑΓΜΕΝΑ ΨΩΛΑΡΑΓΜΑΤΑ (από iwn, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην έκφραση: δουλεύει πακέτο: πουλάει το προϊόν του μαγαζιού του σε πακέτο - προφανώς με ντιλιβεράδες.

  2. Στην έκφραση το 'χει όλο το πακέτο: έχει όλα τ' απαραίτητα προσόντα για τη δουλειά (είναι σούπερ προσοντούχος, -α).

  3. Στην έκφραση: έχω και το πακέτο: δεν παίζω σόλο, έχω και υποχρεώσεις (π.χ. γυναίκα, παιδιά, σκυλιά, άρρωστους γονείς κλπ) εκφέρεται με παράπονο και έκκληση προς κατανόηση.

  4. Στην έκφραση: τον έστειλα πακέτο: Τον ξαπέστειλα χωρίς πολλά λόγια και χωρίς αυτός να το θέλει, εκεί που δεν το περίμενε μ' αποτέλεσμα να του 'ρθει ο ουρανός σφοντύλι.

  5. Στην έκφραση: πάω πακέτο με κάποιον/ους: Είμαστε κολλητοί, αυτοκόλλητοι.

  1. - Πώς τα πάει ο Μπάμπης με το καραμελάδικο;
    - Τζάμι!! Τώρα πουλάει και πακέτο!!

  2. - Και φωνάρα και μουνάρα και κουνιέται και λυγιέται!!
    - Αφού στο 'πα: το 'χει όλο το πακέτο!! Μ' ένα Ψιψινάκι από πίσω χτυπάει Δημαρχία.

  3. - Να του πω για ΠάνταΒρέχει;
    - Κόψ' τις μαλακίες κι άστον στον πόνο του. Πού να πάει ρε μαλάκα μ' εκείνο το πακέτο τη μάνα του;

  4. - Και τι μου πετάει, ρε μαλάκα, μετά το αχαλίνωτο;
    - Τι;
    - Βρε τζουτζούκο μου, να πάρουμε μια γυναίκα για τις δουλειές;
    - Και τι έκανες, ρε ήρωα;
    - Την έστειλα πακέτο στη μάνα της για σεμινάρια σκούπα-μάπα.

  5. Από παλιό σαχλοτράγουδο: «Εμείς οι δυο πάμε πακέτο, δε θα χωρίσουμε ποτέ!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ονείρωξη.

  2. Η πρόωρη εκσπερμάτωση.

  1. - Είχα ψες μια φλοκοδιαρροή σκέτο Πακιστάν.
    - Κόψε τη νηστεία κι άρχισε τη μαλακία.

  2. - Τι λέει με τη Μαίρη;
    - Φοβάμαι θα με σχολάσει.
    - Πώς κάνεις έτσι ρε μαλάκα για μια φλοκοδιαρροή!
    - Δύο.
    - Μαζεμένες;
    - Ναι.
    - Ξεμάτιασμα δοκίμασες;

(από allivegp, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Σ.Γ.Σ = Σκατό Γλύφει Σώβρακο.

Χρησιμοποιείται σε περίπτωση ακατάσχετης επιθυμίας για χέσιμο, όταν κάποιος βρίσκεται στο τσάκ να λέρώσει το εσώρουχό του, με το κεφάλι της κουράδας να χαιρετά χαιρέκακα και απειλητικά από την οπή του κώλου.

Φιλαράκι την έκανα γιατί βαράει συναγερμός στα κωλομάγουλα. Κατάσταση Σ.Γ.Σ., σου λέω ρε!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως όχι τυχαία σε σχέση με τις άλλες δύο σημασίες της σοκολάτας που έδωσα στον άλλο ορισμό μου, σοκολάτα χαρακτηρίζεται κυρίως από την σαδομαζοχιστική κοινότητα το σεξ (και η ερωτική σχέση) που έχει κίνκι και σαδομαζοχιστικά στοιχεία. Είναι δηλαδή το αντίθετο της βανίλιας. Ωστόσο, σαν όρος εμφανίζεται πολύ πιο σπάνια από τον όρο βανίλια, από τον οποίο και εξαρτάται, και μάλλον παραπέμπει περισσότερο σε κοπρολαγνjεία, πισωκολάτα και τα ρέστα παγωτά.

  1. Ενας Μαστερ ή μια Μιστρες θα μπορουσε δλδ να το κανει αυτο σε μια ερωτικη σχεση; Χωρις να την ονομαζουμε καπως αυτη τη σχεση (βανιλλα, σοκολατα,κτλ) (δες).

  2. δηλαδή ακόμα και οι bdsmάδες, έχουνε χίλιους δυο όρους, τοπ, μπότομ, βανίλα, σοκολάτα, κλπ, αλλά για τους ασέξουαλ, δε μιλά κανένας! (κάπου εδώ)

Και η πισωκολάτα της βάλσαμο! (από Khan, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τύπους που ευρισκόμενοι συνήθως υπό προβληματισμό ή άλλο τρανς, όπως μελαγχολία, στοχασμό ή απλή αφηρημάδα, έχουν τη συνήθεια να κοιτούν προς τα πάνω -όχι προς το ζενίθ, αλλά στρέφοντας τη σιαγόνα υπό γωνία έως 30 μοίρες προς τον ορίζοντα (σαν να κοιτούν τη μαρκίζα), αντί να κοιτούν προς το πάτωμα, όπως παρατηρείται συχνότερα.

- Ανησυχώ για τον Κωστάκη, κύριε Αργυρόπουλε. Κάθε φορά που γυρίζει από το σχολείο, αντί να καθίσει με την οικογένεια για φαγητό βγαίνει στο μπαλκόνι αμίλητος και τα βλέπει μαρκίζα, χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν και σε τίποτα.
- Κύριε Μπίτζιο, μην ανησυχείτε... Στην εφηβεία, βλέπετε, αυτά παρατηρούνται... Μήπως να το πάτε το παιδί σε καμιά γυναίκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπων που συμπεριφέρονται λες και τους έχουν πυροβολήσει. Γενικώς λένε και κάνουν πράγματα τα οποία δεν έχουν λογική. Γνωστός και σαν πυροβολημένος.

  1. - Λέω να γυρίσω για 5η φορά στην πρώην μου.
    - Καλα μαλάκα, εσύ την έχεις φάει στην φτερούγα!

  2. - Πάμε κανα μουσείο;
    - Την έχεις φάει στην φτερούγα εσύ (κουνάς και το χέρι σαν πονεμένη μπεκάτσα αν θες...)

Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό (την ώρα που τους βάζουν  με αυτό, τις υπογραφες).Τυχαίο; (από GATZMAN, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified