Further tags

Παραστατική γκανγκστερική απειλή, που σημαίνει «θα σε τσιμεντάρω» ή «θα σε κάνω ντόκ» = θα σε καθαρίσω (δια της κάτωθι μεθόδου).

Ως γνωστόν τοις πάσι (από τις ταινίες), οι μαφιόζοι στην Αμέρικα συνήθιζαν να συλλαμβάνουν νύκτορες τον αντίπαλό τους και να κρατούν τα πόδια του βουτηγμένα σε μια κοινή πλαστική λεκάνη, γεμάτη με υγρό τσιμέντο, ώσπου να πήξει.

Όταν πλέον τα πόδια είχαν γίνει ένα με το τσιμέντο, τον πετούσαν κάπου στ’ ανοιχτά ή σε κάποιο ποτάμι και πήγαινε βολίδα στον πάτο, χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη της δολοφονίας. Ήταν δε πλέον σαδιστικό, να ρίπτεται ζωντανός ο αντίπαλος στο νερό...

Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση των mobsters (ιταλο-αμερικάνοι που δεν καλομιλούσαν τα εγκλέζικα) για τους εκτελεσθέντες αντιπάλους τους “he sleeps with the fishes” = «ξέχνα τον αυτόν, κάνει παρέα στα ψάρια», ενώ παράλληλα και συμβολικά έστελναν σε πακέτο ένα ψάρι στην αντίπαλη συμμορία, ώστε να μην τρέφουν αυταπάτες για το μέλλον του συντρόφου τους.

Η έννοια λοιπόν, πέρασε και στη νεοελληνική με την ανάπτυξη δομημένων εγκληματικών οργανώσεων ή έστω την εμπέδωση των χολιγουντιανών μεταφορών του αμερικάνικου υποκόσμου και η αναφορά εδώ γίνεται στο αλήστου μνήμης ποδοσφαιράκι Subbuteo, όπου τα πόδια των παικτών ήσαν στερεωμένα σε μια βαθουλωτή βάση, για να στέκονται όρθιοι όπως τα παλιά στρατιωτάκια.

Η αναλογία με το δοτό έρεισμα του ατυχούς κακοποιού είναι προφανής, χώρια ο συνειρμός με την ομόηχη έκφραση «πήγε σούμπιτος»...

Στην «Ωραία των Αθηνών» (1954), αφού η Βασιλειάδου έπρηξε τα ούμπαλα στο Ν. Σταυρίδη και Μ. Φωτόπουλο με τις φορτικές περιποιήσεις της, ο τελευταίος αγανάχτησε λέγοντας «εγώ αυτή, θα τη χτίσω»!

Αλλά, καλύτερα να μην επεκταθούμε σε βασανιστικές εκτελέσεις ανά τους αιώνες με λογής-λογής χτισίματα (π.χ. Παυσανίας) ή αυτοτιμωρίες σε σφραγισμένα δωμάτια (βλ. «Παναγία των Παρισίων»), για θα πάει μακριά η βαλίτσα...

Αφιερωμένο στον Κωστάκη του Μεγάλου Κάστρου.

-Τι θα κάνουμε με το Δικαστήριο της Δευτέρας;
-Εντάξει έχω μιλήσει, θα τη σκαπουλάρουμε...
-Κι αν καταθέσει ο Β;
-Ε, θα πει αυτά που είπαμε...
-Εγώ έμαθα ότι άλλα έλεγε χτες στην Λ. Τον ψήνει κι ο Α, που τον έχει από κοντά και παίζει να μας τα γυρίσει...
-Καλά, πάρε τότε τηλέφωνο τον Ξ και πες του να πάει να τον βρει και να του δώσει κάτι παραπάνω. Άμα αρχίσει τα σούξου-μούξου, από παραλίες δόξα τω Θεώ τίγκα η Ελλάδα, θα τον κάνω σουμπούτεο. Αυτό να του πει...

Παίχτης που έχασε το πέναλτυ σε τελικό... (από HODJAS, 25/05/10)Andrés Escobar Saldarriaga... τον κάνανε σουμπούτεο για να μη ξαναβάλει αυτογκόλ... (από Jonas, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή απόδοση του Sic transit gloria mundi.

Μιας και οι μακροσκελείς ορισμοί δεν είναι το φόρτε μου, παναπεί πως όσο καλά και να περνάς τώρα, κάποια στιγμή στο μέλλον τα γούστα πλερώνονται.

Πάσα ομοιότητα με άτομα, ομάδες και εθνικές οικονομίες στην ζώνη του ευρώ είναι συμπτωματική.

— Φιλαράκι, πώς σε φαίνεται η Μπέμπα;
— Μπράβο ρε κολλητέ, καλοτάξιδο!
— Η Eurobank να 'ναι καλά!
— (Τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε!)

Ακόμη: γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθ' η γέννα και θα δεις, γαμιεσαι κορη χαιρεσαι στη γεννα θα τα πουμε. Δες και γλυκοφάε-πικροχέσε, γλυκοφάγωμα-πικροχέσιμο και σύγκρινε με το θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βλάχος όχι κατ' ανάγκη με την σημασία του ανήκοντος στο συμπαθές φύλο των Bλάχων, αλλά γενικότερα κάποιος «χωριάτης» και πρωτόγονος (ή και αστός) οπαδός του υπαρκτού ο,τινανισμού, που δεν έχει κανέναν αυτοπεριορισμό, υπευθυνότητα, αλλά κάνει ό,τι νά 'ναι.

  2. Η φράση προϋπήρχε, αλλά η ειδική σεξουαλική της σημασία καθιερώθηκε με την ανυπέρβλητη καλτιά τσόντα Εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει (άκα Οι Βλάχοι επιμένουν ελληνικά) του 1971 με τον θρυλικό Παύλο Καρανικόλα, αντίπαλον πέος του Γκουσγκούνη, κι άλλα γνήσια ελληνικά προϊόντα. Η ταινία είχε και σίκουελ το 1985. Σεξουαλικώς η φράση σημαίνει σεξ χωρίς κανένα ταμπού και περιορισμό αιμομειξίας, μονογαμίας, κοινωνικών θεσμίσεων, ως προς τις στάσεις / επιτρεπόμενες οπές / αριθμό συντρόφων, δηλ. για μια παν-σεξουαλικότητα ο,τινανικού τύπου.

  3. Ειδικά το εμείς οι Βλάχοι όπου λάχει, υπό την επήρεια και της θρυλικής τσόντας, κατέστη ένας οιονεί τεχνικός όρος για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο genre της βιομηχανίας του πορνό, το λεγόμενο sex in open space / air, δηλ. το σεξ σε ανοικτούς χώρους, σε δημόσια θέα.

  4. Η φράση έγινε επίκαιρη όταν έγινε Υπουργός ΧΩΔΕ (γιατί Υπουργός Περιβάλλοντος ΔΕΝ ήταν) ο Σαρακατσάνος Γιώργος Σουφλιάς, διαβόητος για ο,τινανικά αυθαίρετα, άδειες και άλλη διάλυση του περιβάλλοντος. Χρησιμοποιείται επίσης για ο,τινανισμούς του ποδοσφαιριστή Καραγκούνη.

  1. Εμείς οι Βλάχοι, όπου λάχει....αλλά όχι κι έτσι!
    Tι σχέση έχουν οι Βλάχοι, με μια «εταιρεία ψυχικής υγειας» και το ..Παρατηρητήριο των συμφωνιών του Ελσίνκι;;
    Μήπως όπως μας έγραψε και ο καθηγητής Πιπερόπουλος, εντάσσεται στο «η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο;», πού είπε κι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής;
    (Δες).

  2. Δες κι εδώ.

  3. και απο το περιφημο «εμεις οι βλαχοι οπως λαχει», οταν η πραξη γινεται σε βουκολικο σκηνικο, με ποταμια, πλατανια και ιστοριες «πωπω μεχρι και τυρι πηζεις εδωπερα»
    (Δες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με ακουστικά στα αυτιά, βρίσκομαι σε απευθείας σύνδεση με κάποιο κινητό ή mp3 player συνδέοντας με Κάιρο βαρετά στιγμιότυπα της καθημερινότητας, όπως π.χ. το πήγαινε-έλα στη δουλειά. Ο νεκρός αυτός χρόνος είναι ό,τι πρέπει για να μιλήσεις με κάποιον στο κινητό, ενώ άμα σου πετύχει το μουσικό πρόγραμμα στο mp3 και μερακλώσεις κιόλας (φαίνεται στους άλλους και από το ρυθμικό κούνημα του κεφαλιού πάνω-κάτω) έχεις μεταφερθεί σε εντελώς διαφορετική διάσταση, οπότε η άφιξη στη δουλειά είναι μια αβάσταχτη απογοήτευση...

  1. (από εδώ)
    «Εδώ στην Αθήνα είναι η εκμετάλευση.Ζούμε σαν τρελοί,αυτό είναι το μόνο σίγουρο.Όλοι μες τα νεύρα.Καλωδιώνομαι όλη μέρα με τα ακουστικά,ακούω μουσική και περπατάω στο δρόμο,βαρέθηκα να ακούω τσακωμούς,κορναρίσματα,και βρισίδια.»

  2. (από εδώ)
    «Α, εγώ έχω βρει τη λύση με CD player..καλωδιώνομαι (μιλάω για το γραφείο και τις συγκοινωνίες) και τους αφήνω να τραγουδάνε.»

Κλασική περίπτωση καλωδιωμένου νεανία. (από Cunning Linguist, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός ταρζανιάς, μαγκαϊβεριάς και νιντζίτσου.

Το κομαντιλίκι αποτελεί μόντα που απαιτεί την πνευματική εγρήγορση, οξυδέρκεια και εφευρετικότητα, τόσο για τη σύλληψή της όσο και την σωστή εκτέλεση της, και επίσης πρέπει να είσαι και κομάντο ώστε να μπορεί και το σώμα να συμμετάσχει στη φοβερή ιδεάρα που κατέβασες, δηλαδή απαιτεί να μην είσαι ξύστης και κουράδας, να μπορείς ρε παλικάρι να πηδήξεις μια μάντρα έστω. Είναι μια τέχνη σκοτεινή, που απαιτεί ένα πλάνο που αυτοσχεδιάζεις πάνω του και το ρίσκο ίσως να βρεθείς χτυπημένος μέχρι και ψιλοσακατεμένος.

— Πού πάει αυτός ρε με τα σχοινιά και τους γάτζους;
— Πάει για κομαντιλίκι, θα πηδήξει στην συναυλία σκαρφαλώνοντας στον τοίχο και θα πετάξει κροτίδα στην αντίθετη μεριά για να αποσπάσει τους σεκιουριτάδες. Και αν όλα πάνε καλά θα μας ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα κόβοντας με τον κόφτη το λουκέτο...
— Πςςςςς, νίντζα το παλικάρι..
— Ε ναι...

Βλέπε και γουίνστον γουλφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική ορολογία για να πεις την ασίστ στο ποδόσφαιρο/μπάσκετ.

Χρησιμοποιείται εκτενώς από τον Β. Σκουντή στις περιγραφές μπάσκετ (αν δεν είναι και δικιάς του έμπνευσης, άλλωστε εκείνος μας έδωσε τα παίρνω το πορτοφόλι, βάλ' το αγόρι μου κ.ά.). Στο ποδόσφαιρο το χρησιμοποιεί ο Χ. Σωτηρακόπουλος.

Μπορεί να ειπωθεί και πάρε-βάλε. Επίσης ο κύριος «πάρ' το βάλ' το»κύριος «πάρε-βάλε») είναι ο αθλητής που έχει έφεση στο να βγάζει ασίστ.

Παρεμφερή:

  • μπαλιά διαβήτης
  • μπαλιά λέιζερ
  • μπαλιά συστημένη
  1. Άσε, ρε με τον Σισσέ ναούμ', αφού όλα του τα γκόλ ήταν πάρ' το βάλ' το. Σιγά τα ωά.

  2. (Απο αθλητικό ρεπορτάζ)
    Στο 66' ο Βαλέντσια, που μόλις είχε μπει αλλαγή, σέντραρε στο κεφάλι του Άγγλου διεθνούς στράικερ και στο 74' ήταν η σειρά του Κάρικ που είχε και την ασίστ στο πρώτο γκολ, να δίνει γκολ πάρε-βάλε στον Ρούνεϊ που με νέα κεφαλιά άφησε άγαλμα τον Ντίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει γαμάω, «τραβάω μανίκι», «τονε φοράω / ακουμπάω / μπήγω / σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 177), λήμμα «γαμώ» (sic).

Από την ομοιότητα που έχει ο πέοντας με την πέννα (= καλαμάρι), η οποία είναι μακριά και φτύνει υγρό (εδώ: μελάνι) από την άκρη της.

- Ρε την καλαμάρωσες τελικώς τη Φούλα;
- Ε, 'ντάξ', φιληθήκαμε, της έγλειψα βυζάκια κ.λ.π.
- Καλά κρασά... Άμα δεν την καλαμάρωσες τι κάθομαι και σου μιλάω ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified