Further tags

Ή σίσκατος.

Ο υπερβολικά «χεσμένος» από το φόβο του. Συνώνυμο της φράσης -γενικής προσδιοριστικής: πάει το σκατό στην κάλτσα.

Πιθανή ετυμολογία:

  1. Εκ των συν + σκατά, ήτοι πλεόνασμα σε σκατά.

  2. Εκ των συς (αρχαϊστί «κάπρος-χοίρος») + σκατά, ήτοι, τα σκατά του κάπρου-χοίρου, δηλ. υπερβολική ποσότητα, χείριστη ποιότητα (ίδε και παρά του Δασκάλου Λάσκου: «συγ-γνώμη = συς-γνώμη = γνώμη χοίρου»).

  3. Εκ των σις (τουρκιστί «χοιρινό» που γίνεται κεμπάπ, ή κιοφτέ) + σκατά, δηλ. σκατά μαγειρεμένα.

Άκου και Coil «Scatology».

Αμάν, Παναγίτσα μου! Τι τρομάρα ήταν αυτή! Φτηνά τη γλιτώσαμε, κι ακόμα τρέχουμε, οι σύσκατοι! Θα κάνουμε καιρό να το ξεπεράσουμε!

Δες και σύσκατα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυκλοφοριακή συμφόρηση. Προέρχεται από τη λέξη μποτίλια. Πιθανότατα προέρχεται από την γενικευμένη χρήση της μειωμένης ροής οχημάτων λόγω στενέματος του δρόμου, παρόλο που σύμφωνα με το φαινόμενο Venturi η ταχύτητα ενός ρευστού αυξάνεται, όταν το ρευστό αυτό περνά από σημείο της σωλήνας με μικρότερη διατομή, εάν στην περίπτωση του μποτιλιαρίσματος θεωρήσουμε το σύνολο των οχημάτων ένα ρευστό.

Όπως όμως όλοι μας γνωρίζουμε, από το σημείο Α, πριν το μποτιλιάρισμα, μέχρι το σημείο Β, μέσα στο μποτιλιάρισμα, η ταχύτητα όχι μόνο δεν αυξάνεται, αλλά μειώνεται δραματικά, με αποτέλεσμα την αύξηση των νεύρων και της τσαντίλας των οδηγών. Έτσι σε αυτή την περίπτωση αντί για το φαινόμενο Venturi, συναντάμε το φαινόμενο Χριστοπαναγίες. Εάν ποτέ βρεθείτε μάρτυς του φαινόμενου αυτού (πράγμα σίγουρο εάν ζείτε στην Αθήνα) σας συνιστούμε ψυχραιμία.

  1. - Πώς λέγεται το μποτιλιάρισμα στα Ιαπωνικά;
    - Κατεχάκη.

  2. Συγγνώμη που άργησα παιδιά, αλλά είχε ένα μποτιλιάρισμα στο δρόμο, μιάμιση ώρα σταμάτα-ξεκίνα, τσατάλια τα νεύρα μου!

(από pvnrt, 16/03/10)(από pvnrt, 16/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα δάκρυα του παντοκράτορα αναφέρεται στις εικόνες μέσα στην εκκλησία και στον κεντρικό τρούλο που συνήθως αναφέρεται στον εικονιζόμενο παντοκράτορα (θεό) που κοιτάει εμάς τα δημιουργήματα του και βλέποντας τα χάλια μας (κατ αυτόν) δακρύζει.

Που κολλάει στην επαγγελματική αργκό; Λέγεται λοιπόν μεταξύ των μπογιατζήδων που βάφουν τα ταβάνια και όσο και προσεκτικός και να είναι πέφτουν κάποιες σταγόνες στο πάτωμα.

- Καλά ρε μάστορα γέμισες το πάτωμα με δάκρυα του παντοκράτορα πως θα τα καθαρίσουμε τώρα;

Ο Παντοκράτωρ Άνω Πόλεως Πατρών, βοήθειά μας... (από HODJAS, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούχτι (मुक्ता) στα Σανσκριτικά αποκαλείται η απελευθέρωση των αισθήσεων από τα δεσμά του νου και άλλα κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.

Η ταντρική αυτή έννοια προφάνουσλυ υιοθετήθηκε από τα Ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής και μοιραίως μεταλαμπαδεύτηκε στην Μακεδονία όπου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας όμως άλλες ατραπούς εσωτερικής καθοδήγησης, αυτογνωσίας και βιοενεργειακών τσάκρα:

  • Τα κάνω μούχτι χρησιμοποιείται και με την έννοια τα μπέρδεψα, έχασα τον λογαριασμό. Ωσεκτουτού μούχτης αποκαλείται όποιος ανακατεύεται, βάζει ζιζάνια, και ταλιμπάν (αδημοσίευτη επιστολή ΡΤΠ).
  • Τα κάνω μούχτι είναι επίσης ισοδύναμο του τα κάνω γαργάρα (ΡΤΠ, Op. cit.).
  • Κάνω μούχτι σημαίνει και τσουρνεύω, όπως επισημαίνει ο xalikoutis εδώ.
  • Πέφτω στο μούχτι εκφέρεται με την έννοια υου πέφτω με τα μούτρα στο φαΐ κατά GATZMAN (εδώ) αλλά και του μπουχτίζω κατά Livepedia.
  • Είμαι στο μούχτι υποδηλώνει ότι είμαι στη γύρα, είμαι στην πίεση. Ο HODJAS προτείνει υπέροχη παραετυμολογία εκ του μόχθου, εδώ.
  • Το μούχτι ενίοτε μπερδεύεται εσφαλμένα με το (αρβανίτικο) μούτι, δηλαδή τα σκατά (ΡΤΠ, Ω. ψιτ.).
  • Στην μαρτυριάρικη, τέλος, μεγαλόνησο το μούχτιν περιγράφει την λύτρωση της κτήσης από τα δεσμά του αντιτίμου, τουτέστιν το τζαμπέισον.

Βλ. επίσης μούχτι μούχτι.

- Κουφάλα Ασλαμά, το κλαρινέτο του Ηρακλή στην Ξάνθη το ‘κανες μούχτι. Με τον ΠΑΟΚ ασχολείσαι παλιολινάτσα.
(εδώ)

- Όποιος πιστεύει ότι ο βάζελος θα πάρει το μαστραπά φέτος κατόπιν πλάνο και βάσει σχεδίου να με το πει και μένα όλα είναι στο μούχτι, μόνο άμα χαλάσεις κάνα κάρο κάρο φταλέ και χεις από πίσω συσπειρωμένο - όχι πρόβατο - λαό ώστε να τη σακουλευτείτο κατεστημένο μπορείς να σπάσεις το απόστημα.
(εδώ)

-Ποιό μεγάλο μυαλό είχε την ιδέα της μετοχοποίησης των 2,2 εκατ. γιούρο του Mυτιληναίου; Kαι γιατί όλα έγιναν στο... μούχτι μέχρι που τους... ανακάλυψαν;
(εδώ)

- Έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι και τον ξεζούμισε η Περμανθούλα. Άντε τώρα και πότε θα συνέλθει....Σερσέ λα Φάμ (εδώ)

- «Μούχτι φακκιν ώστι να πεθάνω» σκέφτεται που μέσα του. «Μούχτι γαμήσι μια ζωή πελλέ μου!
(δαμέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της λέξεων τούμπα και κωλοτούμπα.

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι ή κάποιον που κινείται πολύ γρήγορα. Τυγχάνει ευρείας χρήσεως από μετέχοντες εις το μηχανοκίνητο άθλημα της κόντρας, όταν περιγράφουν γρήγορα αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες.

- Άναψε το φανάρι και το τσίτωσα, αλλά που να τον πιάσω. Το Evo πήγαινε τουμπιώντας.

- Όταν πήρε χαμπάρι ο φλώρος ότι θα τον έσκιζα, έφυγε κωλοτουμπιώντας. Φτερά στα πόδια σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεργούνι: εξευτελισμός, ρεζίλεμα.

Βγαίνω (ή με βγάζουν) σεργούνι: γίνομαι βούκινο, ντροπιάζομαι σε κόσμο, ξεφτιλίζομαι, γίνομαι ρόμπα (απλή ή, κυρίως, υπερθετική).

Συνδέεται στην συνείδηση του λαού με το ξεφτιλίκι που επιτυγχάνεται όταν βγαίνουν τα άπλυτά σου στη φόρα μέσω κουτσομπολιού, ενώ συχνά παίζει να ενέχεται και συκοφαντία.

Ο ορισμός μας για το θάψιμο περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τον ένοχο και το θύμα. Ο κολλητός που έχεις κλάψει στον ώμο του επειδή είσαι διαφανής για μια γκόμενα που δεν το ξέρει - τώρα το ξέρουν όλοι και την δουλεύουν, εσένα απλά σε περιφρονούν, λούζερ. Η κατίνα της γειτονιάς που παρακολουθεί με μεγάλη σπουδή τα εσώρουχα που απλώνεις να στεγνώσουν - όλη η πλάση μαθαίνει για το κόκκινο βρακί αυτοκινήτου, πού, πού το φοράς εσύ δηλαδή το βρακί, ε, ε, χήρα γυναίκα, αλλά είσαι μια πουτάνα που οργανώνει όργια, λυπούνται όλοι τον γιο σου που είναι και φαντάρος το παλικάρι. Η οικιακή βοηθός που βρίσκει στο συρτάρι τα μπλε χαπάκια - στη λαϊκή συζητούσε ο ψαράς με την κυρία που πουλάει τα μανταρίνια ότι ε, ήταν προφανές πως είσαι ανίκανος, αχχχ η καημένη η γυναίκα σου γι' αυτό είναι μαραμένη. Άστα. Σε βγάλανε σεργούνι.

Η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα όπου, λέει, σημαίνει εξορία και με αυτή την έννοια είναι σχετική με την διαπόμπευση.

Έκφραση χρησιμοποιούμενη σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου (στανταράκι Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αρκαδία, Λακωνία), αλλά και αλλού (πχ στο νετ την πέτυχα και ως ιδιωματισμό της Σκύρου).

- Μπράβο Γιώργο μου, μπράβο αστέρι μου, καλά ρε ηλίθιε, πήγες με τη Ρούλα; Με τη Ρούλα;;; Δε σου 'λεγα ότι έχει βγάλει όλη την εταιρία σεργούνι; Τόσο το 'χει ο ένας, αυτουνού είναι στραβιά, εκείνος την έχει γαϊδουρινή και με κούρασε, ο άλλος είναι μαλακοκαύλης;
- Ε, καλά ρε, για μένα τι να πει δηλαδή... - Α είσαι εντελώς μαλάκας! Τι να πει ρε στόκε το τσόκαρο, άμα θέλει να βρει να πει δεν θα πει; - Παιδί μου δεν κάναμε τίποτα λέμε!!! Μου την έπεσε σαν λυσσάρα αλλά δεν μπορούσα τόσο χύμα ξενέρωσα, δεν έγινε σκηνικό.
- ...Ωχ. Την πάτησες - τσάμπα το ξεφτιλίκι. - Μα τι να πει;!!!
- Ας πούμε... ότι την έχεις σαν το καπάκι του μπικ και μόλις που έφτασε μέχρι τον ουρανίσκο της;
(γκντουπ)
-...(μονολογεί) αυτά είναι ρε πούστη μου, τις πηδήξεις δεν τις πηδήξεις πάλι μαλάκας είσαι...

Από εδώ: Αυτοί οι κύριοι που παίρναν σβάρνα τις διάφορες πόλεις για να βρούν τις νέες Σπάις Γκέρλς και είχαν την κακοήθεια να μας δείχνουν τις χειρότερες οντισιόν κάνοντας ρόμπα τα κοριτσάκια στο Πανελλήνιο, καλά θα κάνουν να πάνε να καθαρίσουν τους καθρέφτες τους με λίγο σάλιο. Γιατί βέβαια με τη λογική «εμείς είμαστε σοβαροί αλλά στην ουσία κάνουμε και λίγο πλάκα, τηλεόραση είναι» κάποιοι άνθρωποι γίνονται σεργούνι και πολλοί περισσότεροι γίνονται περισσότερο σεργούνι που στήνονται να τους δουν.

Οκ. Δεν υπάρχει ελπίδα. Βγήκες σεργούνι. (από Galadriel, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυσική βραχνάδα στη φωνή. Αποτελεί προτέρημα σε πολλά είδη μουσικής καθώς προσθέτει βάρος και συναίσθημα στην ερμηνεία. Προέρχεται εκ του ιταλικού greggio (γκρέτζο) που σημαίνει ωμό, ακατέργαστο και συντάσσεται σχεδόν αποκλειστικώς με το πετρέλαιο και δηλώνει, εννοώντας αυτό που λέμε στα ελληνικά αργό.

Η λέξη όμως έχει ακολουθήσει μεγάλη διαδρομή στην ελληνική σλανγκ μέχρι την προαναφερθείσα σημασία. Τα γρέζια στην μαστοριλίστικη αργκό είναι το παχύρρευστο μείγμα ορυκτελαίου και μικρορινισμάτων μετάλλων που έχουν αποπλυθεί από την κυκλοφορία του ελαίου κατά την διάρκεια μιας μηχανουργικής διεργασίας ή ρονταρίσματος κάποιας μηχανής.

Εμφανώς, κάποιος εύστοχα συνέδεσε το παχύρρευστο και ακατέργαστο των ελαιωδών αυτών διαλυμάτων με την φλεγματώδεις εκκρίσεις της λαρυγγοφαρυγγικής κοιλότητας, που προκαλούν και την εν λόγω βραχνάδα.

Υπάρχουν βέβαια και φέηκ γρέζια στα οποία ουκ ολίγοι νεομέταλ φρόντμεν προσπαθούν να επιδοθούν, χρησιμοποιώντας σάλιο επιγλωττίδα και ότι άλλο μπορεί να βάλει κάνεις με το νου του.

Καταχρηστικά το γρέζι, κυρίως ως ανεπιθύμητο background noise, χρησιμοποιείται σε κάθε είδους συσκευή ήχου (ενίοτε και εικόνας)

  1. Φιλε Χαρη το εχω το προγραμμα!Ειναι κορυφαιο για τζαμπα!Αν και δεν αναγνωριζει την εντολη G83 που ειναι για peck drilling(τρυποκαρυδος).Αυτη η εντολη κανει τρυπα 1mm παραδειγμα,βγαζει το κοπτικο εξω να καθαρισει απο το γρεζι,ξανακοβει αλλο ενα μεχρι να φτασει το επιθυμητο βαθος.Αυτη η εντολη ειναι σαφως καλυτερη απο την G81 που το παει μια και εξω και οταν τρυπας αλουμινιο ή το τρυπανι εχει κοντα λουκια το υλικο που κοβεται δεν προλαβαινει να βγει εξω απο την τρυπα με αποτελεσμα να φρακαρει η τρυπα με γρεζι. (από εδώ)

  2. Το ασφαλέστερο,το πιο εντυπωσιακό και το πιο ωραίο μέταλ γρέζι(δεν μιλώ για thrash και death φωνές) γίνεται με την επιγλωττίδα και την ταυτόχρονη χρήση του twang που λέει η voice . Το να το μάθει όμως κάποιος μόνος να το κάνει του είναι σχεδόν απίθανο. Πρέπει κάποιος να του το δείξει... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρέστερα: Το 'χω γραμμένο στη βάφτιση.

Ντετερμινιστική (αλλ' όχι κισμετική) ιδιωματική έκφραση, που σημαίνει προδιαγεγραμμένη και μη αναστρέψιμη ιδιότητα προσώπου (θετική ή αρνητική).

Ως γνωστόν, τα στοιχεία που αναγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως του βρέφους (π.χ. φύλο, κύριο όνομα κλπ), αλλά και του γάμου πριν ακόμα γεννηθεί (π.χ. επιλογή επωνύμου), αποτελούν αμετάκλητες δηλώσεις των γονέων, που μπορούν να αλλάξουν μόνο με δικαστική απόφαση, εκτός προδήλων εκ παραδρομής λαθών (άρθρα Κώδικα 1505 Αστικού και 782 Πολιτικής Δικονομίας).

Έτσι, ο σοφός λαός αποδίδει κάθε θετικό ή αρνητικό γνώρισμα ενός ατόμου στις προεπιλογές των γονέων για το τέκνο τους ή του νονού για το φιλιότσο του, οι οποίες θα το χαρακτηρίζουν εσαεί (βλ. επίσης εκφράσεις «τρελλός παπάς σε βάφτισε», πούστης από κούνια, κλπ).

Ό γέγραπται-γέγραπται και δεν ξεγέγραπται, δηλαδή.

  1. (Θετικό περιεχόμενο)

- Πέναλτυ!
- Λοιπόν, στήστο να το χτυπήσω εγώ!
- Για κάτσε ρε μάγκα, γιατί πάλι εσύ δηλαδή; Το 'χες στη βάφτιση;

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο)

- Πού πας;
- Πάω στην εφορία, με καλέσανε ξανά για έλεγχο.
- Πάλι; Τρίτη φορα μέσα σ' ένα χρόνο, τί διάολο;
- Άσε με, με τους κερχανατζήδες! Λές και γράφω μαλάκας στο κούτελο, το 'χω φαίνεται γραμμένο στη βάφτιση να με κυνηγάνε φταίω-δε φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλατειάζουσα αναδιατύπωση του κλασικού αφορισμού γ@μιέται ο Δίας. Ο τελευταίος, σαν μόνιμος κάτοικος της κορυφής του Ολύμπου, νοείται ως αποδέκτης του φορτίου.

- Πώς το κόβεις ρε, θα τα βρεις μέχρι αύριο τα λεφτά που χρωστάς στον Κορλεόνε;
- Φίλε μου, ένα πράμα θα σου πω: νταλίκα ολόκληρη τίγκα στις καπότες έφυγε για Όλυμπο χτες το πρωί....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγματα απίθανα να γίνουν λόγω της φυσιολογίας τους.

Το λέμε για απίθανα, ή και ακόμα-ακόμα αδύνατον να πραγματοποιηθούν πράγματα, που ακούμε ότι έγιναν ή ότι πρόκειται να πραγματοποιηθούν.

— Θα αλλάξει το σύστημα βαθμολογίας στο σλανγκρρρ.
— Ααα καλάαα, άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.

λαγοχελώνα (από MXΣ, 07/03/10)Τσιφτετέλι Αυτόνομον (από HODJAS, 07/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified