Further tags

Πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του κλισέ (> γαλλ. cliché, στερεότυπο), με τη προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρικο (βλ. π.χ. λιμπιντιάρικο, χασιάρικο, κασιδιάρικο).

Περιγράφει προβλέψιμες, τετριμμένες και ντεζαβού μανιέρες, τέχνες, λόγους και άλλοθι. Φοριούνται και αναπαράγονται ad nauseam λόγω βαρεμάρας, έλλειψης φαντασίας ή / και παιδείας, ή απλώς επειδή πουλάνε.

1. «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ» Συγγνώμη για τον κλισεδιάρικο τίτλο του κειμένου. Το κείμενο εναλλακτικά θα μπορούσε να έχει τίτλο: Δεν είμαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντι-εγώ, αλλά δεν μου φάνηκε καλαίσθητο.

2.
Πράγματι δεν είναι υπάρχει πιό κλισεδιάρικο και ντεκαβλέ πράγμα απο τις τσόντες.

3. Οι περιοχές που επισκεπτόμαστε είναι κλισεδιάρικες όσο δεν πάει (μεσαιωνικά κάστρα, ορυχεία, χιονισμένες περιοχές, δάση, κτλ)...

4.
Στην περιπτωσή μου κατάλαβα ότι αυτό το κλισεδιαρικο βιολογικό ρολόι δεν είναι καθόλου κλισεδιάρικο. Είναι αληθινό και κάθε φορά που βγαίνει ο κούκος (το δικο μου ρολοι είχε και κούκο) σου αστράφτει μια και σε ρωτάει; ” Εσυ, κούκου, πότε θα γίνεις μανα;

Got a better definition? Add it!

Published

Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.

Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.

Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι περιγράφεται μια κατάσταση άσχημη, μαύρη κι άραχνη, μη αναστρέψιμη, χωρίς ελπίδα, που δεν επιδέχεται βελτίωση.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διευρυμένα και να χαρακτηρίσει και πρόσωπα ή αντικείμενα.

  1. Εκείνος: - Πώς παν οι δουλειές;
    Ο άλλος: - Χάλια μαύρα, είμαστε για τ' ανάθεμα.

  2. - Τι έλεγε το καινούργιο γκομενάκι που γνώρισες;
    - Άστο, ήταν για τ' ανάθεμα.

  3. Πήγα να δω για ν' αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ήταν για τ' ανάθεμα, τζάμπα το χρόνο που χαλάλισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.

  1. - Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
    - Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
    - Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...

  2. Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεσσηνιακό ιδίωμα. Το λέμε όταν ταρακουνάμε κάποιον πολύ δυνατά.

Η λέξη προέρχεται από την χαρακτηριστική κίνηση που κάνει η αλεπού προσπαθώντας να σκοτώσει το θήραμά της (πχ κότα). Την πιάνει και αρχίζει να την ταρακουνάει δεξιά και αριστερά με πολύ δύναμη επιφέροντάς της το τελειωτικό χτύπημα.

Στο χωράφι ο μπαμπάς με το γιο του και το σκύλο τους τον Σήφη έχουν πάει να ποτήσουν τα ξινόδεντρα γιατί τα ποντίκια τρώνε τις ρίζες. Καθώς ποτίζουν πετάγεται από το νερό ένας καρλαφτάκος (είδος ποντικιού), οπότε ο Σήφης τρέχει και τον βγάζει από το νερό
- Χαχαχαχα, κοίτα μπαμπά ο Σήφης έπιασε το ποντίκι!
- Ναι, ναι, κοίτα τον πως το αλουποτινάζει ε, ωραιος ο Σήφης, κοίτα το σκότωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμοιβή ή δωράκι προς κάθε καρυδιάς μεταφορέα: από το πουρμπουάρ τση γκαρσόνας μέχρι και τον άξιο μισθό του φερτάκια.

Εκ του φέρνω και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

1.
Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα)

2. Για τον σχηματισμό με βάση το φερτ- συγκρίνετε και τη λέξη φερτίκια (τα), παναπεί τα κόμιστρα, όπου το παραγωγικό επίθημα είναι μεν το -ίκια αλλά —όπως και στην περίπτωση του -(τ)άκιας— το ταυ στο -(τ)ίκια ευνοείται από παρόμοιες λέξεις που το έχουν: βρετίκια, μπατίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζιλεύω, κράζω, προγκάρω. Επιστημονικά: αποδοκιμάζω έντονα και φωναχτά.

Προέρχεται από τον αστείο και έντονο ήχο της καραμούζας.

Επίσης αναφέρω το επακόλουθό του ουσιαστικό «καραμούζιασμα».

- Ρε παιδιά τι έγινε ο Λάκης; Καιρό έχει να φανεί από 'δω.
- Πού να έρθει, ρε. Τον καραμουζιάσανε με τις μαλακίες που έκανε και δεν τολμάει να εμφανισθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλιαρντή λίγο-πιο-μεγάλη λέξη για το κρεμιέμαι στην βακουλή = Εκκλησία, δηλαδή παντρεύομαι με βακουλοπουρό και με κρεμαλότεκνο και χάνομαι (μέχρι νεωτέρας) από τον κόσμο των τζιναβωτών.

Μουτζωτός ήταν πάντοτε, στο τέλος βακουλοκρεμάστηκε με ένα μουτζό με μπουτ μπερντέ και χάθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published

Προσπάθεια να αποδοθεί στα ελληνικά ο αγγλικός όρος island-hopping, που σημαίνει να ταξιδεύεις θαλασσίως από νησί σε νησί και να κάθεσαι για ένα μικρό διάστημα στο καθένα προτού να μεταβείς στο άλλο.

Νησιωτικά συμπλέγματα, όπως οι Κυκλάδες, και γενικότερα το Αιγαίο, είναι ιδανικά για κάτι τέτοιο, εξ ου και το άιλαντ χόπινγκ φορέθηκε πολύ ως ούμπερ-τρέντι τα τελευταία χρόνια τιμώμενο και από κορυφαίες μορφές της εγχώριας βλαχοκυριλοσύνης.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το κάνεις, είτε σκαφάτος με το γιωτ σου, είτε με πιο αλτέρνατιβ τρόπους που βγάζουν ένα φυσιολατρικό ζενεσεκουά, ως ιστιοφλώρος, αλλά και ως τουριστίκλας που επιλέγει ένα έτοιμο πακέτο νησοπηδήματος (τσου ρε βραχιολάκη).

Το ιδανικό είναι βέβαια το νησοπήδημα να μεταφράζει όχι μόνο το island-hopping αλλά και το island-fucking, ήτοι τις one night stand up comedies που διαδραματίζονται στα ελληνικά νησιά, κατά προτίμηση με τουρίστριες από την Σουηδική Αραβία.

Για το island-hopping στην βιολογία, ζωολογία και στρατιωτική τακτική δες την Βικούλα

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

Τον άκουσα σε μια συναυλία του στη Νάξο, που έτυχε να βρεθώ στις 17 Αυγούστου στο πλαίσιο νησοπηδήματος, άιλαντ χόπινγκ που λέμε και στο χωριό μου.

(από Khan, 27/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενόψει και του χαρακτήρα του χρήματος ως ρευστού, νοείται το φρέσκο χρήμα, μόλις που το βγάλαμε από το βραστήρα ένα πράμα και το προσφέρουμε. Νοούνται βέβαια τραπεζογραμμάτια και όχι ομόλογα ή επιταγές... Αρκετές φορές τα ζεστά λεφτά θα είναι κατά τι λιγότερα απ’ όσο θα έπρεπε να είναι, πράγμα που αντισταθμίζει η ανεβασμένη θερμοκρασία τους. Η μεταφορά δεν είναι αμέτοχη και μιας υποσυνείδητης αναφοράς στο ζεστό σπέρμα.

  1. Στα αζήτητα ζεστά λεφτά του ΕΣΠΑ εδώ

  2. Στόχος όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα γίνονται στο εξής φύλλο και φτερό προκειμένου να διαπιστωθούν πάση θυσία παραβάσεις στην προσπάθεια να εισπράξει ζεστό χρήμα το πεινασμένο κράτος Ε.Π.Ε. (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης) εδώ

  3. Ζεστά λεφτά από Αγγλία για Παναθηναϊκό εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified