Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.
Ο κώλος.
Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;
Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.
Ο κώλος.
Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;
Got a better definition? Add it!
Η συσκευή κινητής τηλεφωνίας ή αλλιώς κινητό τηλέφωνο, που είναι όμως μοντέλο περιωπής, σύγχρονο, τελευταίας μόδας, με τεχνολογία αιχμής, αρκετές δυνατότητες, εντυπωσιακή εμφάνιση, σε δυσπρόσιτη τιμή κτήσης, ή γενικότερα που δεν είναι για τον καθένα.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε παρέες νεαρών ατόμων.
Στον φίλο της παρέας που μόλις έβγαλε και ακούμπησε το καινούργιο κινητό του στο τραπεζάκι του καφέ.
- Ω πα μεγάλε, και γαμώ τη κινητούρα.
Καλά μωρέ, πώς κάνεις έτσι που στο κλέψανε. Δεν ήταν και καμιά κινητούρα.
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά της γνωστής φίρμας Ferrari επί το γελοιοδέστερον, ή, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα φτάνει ο Φασούλας.
Ανάλογες παραποιήσεις ονομάτων από μάρκες αυτοκινήτων είναι Σκόντα-Σκούντα, Μιτσουμπίσι-Μη-σου-σβήσει, κ.λπ.
- Την είδες τη Φρενάρι που πέρασε από δίπλα σου;
Got a better definition? Add it!
Περιπαικτικά το μοντέλο αυτοκινήτου της ρωσικής Lada που παρά το ταπεινό του παρουσιαστικό πειράζεται και φουσκώνει από συμπαθείς ελληνοπόντιους μετανάστες που του φοράνε χρυσές ζάντες, αεροτομές-απλώστρες και λοιπά τιουνινγκάδικα αξεσουάρ. Το καμαρώνουν σαν γύφτικο σκεπάρνι,το γυαλίζουν με μπριγιαντίνη και ελαιόλαδο έξτρα παρθένο κορωνέϊκο. Είναι γεμάτο ενισχυτές και γούφερ, ηχορυπαίνει με καθάρια ρώσικη R'nB και σε εντελώς συλλεκτικά μοντέλα θα δεις και αυτοκόλλητα «m5» ,«sti» , «rs» , «sputnik edition» κολλημένα στο καπό.
- Με γεια την Ladaborghini. Την πήρες και σε ωραίο λαδοπρασινοκοραλλομπορντοχρυσαφομπλελαχανολιλα χρωματάκι.
- Σπασίμπα μπλιετ.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομα (πολιτικούς, αθλητές, καλλιτέχνες, ηγέτες ή διοικητές κάθε είδους ακόμη κι εραστές).
Σημαίνει αυτόν που παρότι έχει, φαινόταν, ή πλασαριζόταν (π.χ. από τα ΜΜΕ) πως έχει πολλές δυνατότητες, ικανότητες, ταλέντο, υπολείπεται οικτρά σε αποτελεσματικότητα κι απόδοση κι αποδεικνύεται κατώτερος των προσδοκιών ή των περιστάσεων, απογοητεύοντας έτσι όσους στηρίζονταν ή περίμεναν πολλά περισσότερα από αυτόν.
Επίσης, αυτόν που δεν έχει ψυχή, ζωτικότητα, κότσια, αρχίδια, που έχει πέσει σε μια φάση παραίτησης, αδράνειας, απάθειας.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι πως, παρότι διατηρεί ακόμα όνομα, μούρη (το κέλυφος) στην όποια πιάτσα, θεωρείται πλέον τελειωμένος, κούφιος, τζούφιος, δήθεν, τίποτας, τενεκές ξεγάνωτος.
Ανάλογα με την περίπτωση, υπονοείται ο βλάκας, ο χαντούμης, ο ατάλαντος.
Σχετικό (αν και σαφώς ...βαρύτερο): «Άδειο παντελόνι».
Όταν αναφέρεται σε ένα έργο, μια επένδυση, μια ενέργεια, μια διακήρυξη, ένα θεσμό και τα συναφή, σημαίνει πως είτε αποδείχτηκε φούσκα, μάπα, μούφα, δηθενιά, αέρας κοπανιστός, είτε πως κατάντησε (με ευθύνη κάποιων γνωστών – αγνώστων) άνευ περιεχομένου και ουσίας, αν κι είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις και με μεγάλες προσδοκίες.
Αν το δούμε από οικονομική άποψη, απλώς, δεν τα φέρνει.
Ως προς την ετυμολογία, φρονώ πως μας προέκυψε σαν (μάλλον κακή) απόδοση από τη γαλλιά coquille vide: άδειο κέλυφος / τσόφλι / κοχύλι, παρά απ’ την αντίστοιχη αγγλιά empty shell, που σημαίνει το ίδιο.
Κι αυτό γιατί απ’ το coquille vide αφαιρώντας (pun intended) το q, προκύπτει το «couille vide»: άδειο αρχίδι, γαλλικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται συστηματικά σε Γάλλους πολιτικούς, (ενίοτε και μακρινής Ελληνικής καταγωγής –τυχαίο; Δε νομίζω).
Η σχέση (Θεμουσχώραμε τέτοιες μέρες) μυδιού (παντός είδους ) – αρχιδιού στο παρόν σάιτ, είναι αρκούντως γνωστή.
Όχι πως δεν παίζουν και τα «άδειο κέλυφος» / «άδειο όστρακο», αλλά μάλλον μόνο σαν ακριβείς μεταφράσεις της αγγλιάς και χωρίς να σλαγκίζουν (κατά την άποψή μου).
(Απ’ το ΔΠ, κατόπιν ανάρτησης απ’ τον elias_petropoulos)
Όταν ένας ποδοσφαιριστής μένει από δυνάμεις, είναι άδειο μύδι. Δεν έχει να δώσει απολύτως τίποτα. Ακόμα και ο ιδρώτας που βγάζει χαμένος πάει.
...μπορεί κάποιος με τον μηχανισμό που διαθέτει να μπορεί να εκλεγεί σε κάποιον δήμο. Είτε επειδή δεν τον ξέρουν ότι είναι «άδειο μύδι» και τον ψηφίζει ο κόσμος από άγνοια, είτε γιατί μπορεί να έχει τον τρόπο του να σπρώξει κάποια ψηφοδέλτια στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Γεια σου ρε Κ.. με την τρέλα σου. Δε λέω, μπορεί να καις λάδια, μπορεί το μυαλό σου να είναι άδειο μύδι, αλλά μας διασκεδάζεις ρε παιδί μου. Τύφλα νa ‘χει το Δελφινάριο.
«Άδειο μύδι» η επίσκεψη Ερντογάν.
Περισσότερο επικοινωνιακή παρά ουσιαστική ήταν η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα.
(κι εντελώς διεκπεραιωτικά:)
Για τον Γκρατσόφ, «η πίστη είχε πεθάνει πολύ πριν καταρρεύσει το σύστημα. Πέθανε στην Πράγα, όταν το σύστημα έστειλε τανκς εναντίον των κομμουνιστών που προσπαθούσαν να εκδημοκρατίσουν το σύστημα. Πέθανε στην Πολωνία, όταν ο εργατικός κόσμος στράφηκε εναντίον του συστήματος. Πέθανε στο Αφγανιστάν, όπου η Σοβιετική Ένωση έχασε το καθεστώς της μεγάλης δύναμης, και στην ίδια την ΕΣΣΔ, όταν η οικονομική καταστροφή έγινε η καθημερινότητα του κάθε πολίτη. Τι απέμενε; Ένα άδειο όστρακο.
Σκέπτομαι δηλαδή ότι η βιοηθική είναι μια πολύ ωραία λέξη ¬ αλλά όταν δεν υποστηρίζεται στην πράξη δεν έχει καμία σημασία, είναι ένα άδειο κέλυφος. Με πόσα τέτοια άδεια κελύφη δεν είναι εξοπλισμένο σήμερα το όραμα της ευρωπαϊκής μας ουτοπίας;
(όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.
Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.
Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.
Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.
- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)
- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)
βλ. και κούφια.
Got a better definition? Add it!
Ορισμός που χρησιμοποιείται από τεχνικούς υπολογιστών που αναβαθμίζουν υπολογιστές. Μιλάμε για σωστές μητρικές, ωραίες, overclockable, φωσφοριζέ, σταθερές, με φτερά προστασίας. Επάνω στις μητρικές λοιπόν, υπάρχουν θέσεις για κάρτες γραφικών, κάρτες μνήμης, κάρτες tv, κλπ.
Το πριτσικλέκι είναι αυτό εκεί που κουμπώνει και σταθεροποιεί την κάρτα.
Έλα ρε, είναι το ULTRA, όχι το SLI. Γι' αυτό δεν βλέπεις το «πριτσικλέκι καρτο-ειδές»... που το βαζεις απο την μια πλευρα αν εχεις 1 καρτα και απο την αλλη μερια αν παιζεις με SLI;;; Εκεινο που εχει και η ταδε+msi ανάμεσα στις 2 vga και μοιαζει με dimm απο notebook...
Got a better definition? Add it!
Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).
Ο κακής ποιότητας καφές.
Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.
Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.
Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!
Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.
Got a better definition? Add it!
Τα αχαμνά, τα αρχιδομουνόκωλα, σε βουκολική ψιλο-αργκό εποχής. Επίσης, τα εσώρουχα.
Αποκατινίτσα αποκαλείται εναλλακτικά η κυρ' απαυτούλα.
- Ωχ, μέλια και σορόπια κοκοττίστικα,
σαν γλωσσοκόλλητα φιλάκια κοριτσίστικα,
πιπιλιστά, που σαν εδώ τ' αφουγκραζόμουνα
ένιωθα στ' αποκατινά πως γαργαλιόμουνα.
(εδώ)
- «Να πας στο Νο 11 της οδού (από το 35 που ήμουν), να σου βάλουν την σφραγίδα για την μετακίνηση», τρέχω η έρμη να βρω το 11, μπούρου μπούρου τους εξηγώ, «έλα τη δεύτερα δεν υπάρχει γιατρός ελεγκτής» μου απαντάνε, ξύνοντας παράλληλα τα αποκατινά τους...
(εκεί)
- Eau de Plomari ...τώρα και σε After Shave
- άμα κάνεις το λάθος και το βάλεις στα «αποκατινά» σου, θα τσούξει και θα ταράξει.
(παραπέρα)
- Aκόμη και εισέτι, υποκάμισα δύο μικρά αποκατινά κατασαρκός, παστρικά, βογαδιασμένα με λαδοσάπωνες μοσχομύριστους και ολόγερα, άσχιστα και ατρύπητα. (από παλαιό προικοσύμφωνο)
Got a better definition? Add it!