Further tags

Έχει το ίδιο νόημα με το δουλειά δεν είχε ο διάολος, έδερνε / γαμούσε τα παιδιά του. Χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν έχει τίποτα σημαντικό να ασχοληθεί και κάνει μαλακίες. Με τον όρο καλαμπαλίκια εννοούνται οι όρχεις.

- Ρε συ το έχεις κάψει τελείως. Είναι δυνατόν να είσαι 22 χρονών παιδί και να φτιάχνεις παζλ;
- Γιατί ρε, είναι ωραία ασχολία.
- Καλά, δουλειά δεν είχε ο διάολος και ζύγιζε τα καλαμπαλίκια του.

(από Vrastaman, 17/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προτείνεται ως συμπληρωματικός της ήδη πλήρους συλλογής λέξεων για τα περιπολικά, βλέπε μποξεράκι, κωλόμπαρο, μπατσικό, καρούμπαλο και δεν ξέρω ποια άλλα. Η έμπνευση ήρθε από έναν ιταλό φίλο, ο οποίος αντέδρασε στην ανυπαρξία αργκοτικής λέξης στα γαλλικά για το περιπολικό (τουλάχιστον ο άπειρος κόσμος που ρωτήσαμε δεν ήξερε), και πρότεινε το flic-mobil, όπου flic ο μπάτσος στα γαλλικά. Στα ελληνικά κάθεται καλύτερα όμως, και δένει και με το μπάτσμαν.

- ...και γάμησέ τα ρε φίλε... σκάει που λες από το πουθενά το μπατς-μομπίλ και βγαίνουν ο μπάτσμαν και ο τρόμπιν αυτοπροσώπως και μου γαμούν τη μάνα εδεκειδά επιτόπου να πούμε...

Mπατσ-buggy (από Vrastaman, 18/12/08)(από ironick, 20/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ περίπλοκο και δύσκολο, που σου σπάει τα νεύρα όταν προσπαθείς να το λύσεις. Έχει την έννοια της σπαζοκεφαλιάς, αλλά με πιο έντονη σημασία.

- Άσε, δεν μπορώ με τίποτα να βρω λύση στο παράξενο μαθηματικό πρόβλημα που μου έδωσες προχθες! Θα το παρατήσω, είναι γόρδιος δεσμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι, με την κυριολεκτική έννοια.

- Βγάλε το σκασμό ρε συ, μας έπρηξες τα ούμπαλα πια!

Got a better definition? Add it!

Published

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ρετρό σχολικό παιχνίδι με αντικείμενο το αιφνιδιαστικό ράπισμα του πωπού ενός ανυποψίαστου θύματος, συνήθως φίλου του θύτη.

Το σωστή τεχνική -όπως και στο τέννις- προϋποθέτει χαλαρό καρπό. Η κεραυνοβόλος πρόσκρουση πραγματοποιείται με τα νύχια της τιναζόμενης ανεστραμμένης παλάμης του θύτη, σε λοξή ή κατακόρυφη κατεύθυνση. Το στιγμιαίο αλλά οξύ τσούξιμο του πωπού μεγιστοποιείται εάν το σαλαμάκι εμπεριέχει δεξιοτεχνικό φάλτσο.

Το σαλαμάκι συνήθως κατέληγε σε κυνηγητό, και πρόσφερε πρώτης τάξεως ψυχαγωγία σε κάθε παρευρισκόμενο θεατή.

Πριν λίγο τηλεφώνησαν σε μια συνάδερφο από το σχολείο του γιού της (πηγαίνει στην 5η Δημοτικού) και της είπαν πως το παιδί κινδυνεύει να διωχθεί αύριο από το σχολείο επειδή παίζοντας κυνηγητό στο διάλειμμα άγγιξε μια συμμαθητριά του στον πωπό. Της έκαναν σοβαρές παρατηρήσεις ως προς τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού λέγοντας πως εκείνη φταίει για τη συμπεριφορά του και πως τα παιδιά απαγορεύεται να βλέπουν τηλεόραση... Δεν μπορώ φυσικά να ξέρω τη σοβαρότητα της πράξης του μικρού, αν και τον έχω γνωρίσει και είναι πολύ ντροπαλό και σεμνό παιδάκι... Δεν μπορώ να πιστέψω πως περιείχε δόλο η πράξη του. Ωστόσο, ποιός είναι ο ρόλος του σχολείου σε κάτι τέτοιο και μάλιστα στις ηλικίες που συζητάμε; Εμείς δε παίζαμε «σαλαμάκια» στο σχολείο; Ξέραμε σε αυτές τις ηλικίες τι σημαίνει σεξουαλική παρενόχληση; (από φόρουμ)

Τεχνική επίδειξη σαλαμακίου (από Vrastaman, 21/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, σοκολάτα-μπανάνα εστί ιδιαίτερως γνωστός συνδυασμός γεύσεων εις την κρέππα. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως, αναφερόμεθα εις τα χρώματα τα οποία ενεφανίζονται εις (ανδρικά ως επί το πλείστον) τα (πρώην) λευκά εσώρουχα ύστερα από παραταμένη χρήση πολλών ημερών. Και δια όσους δεν δύνανται κατανοήσουν, Έμποσθεν: μπανάνα, όπισθεν: σοκολάτα. Αίσχος λέγωωω!

Αρμόλαος: «Άφεσον ταύτα φίλτατε Περικλή, έχω χρείαν επιγόντως αλλαγής εσωρούχων λόγω του ότι φορεσα το ίδιο προ ημερών και δεν έχω αλλάξει!»
Περικλής: «Κύριε ελέησον...! Σοκολάτα Μπανάνα μέλλει γενέσθαι!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως έλκος ονομάζεται οποιαδήποτε ανοιχτή εσωτερική ή εξωτερική πληγή. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για ανοιχτές πληγές του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν μιλάμε για ανιχνευτή έλκους, δε μιλάμε για κάποιο ιατρικό μηχάνημα που μπορεί να εντοπίσει το έλκος, ούτε μιλάμε επίσης για κάποιον άλλον τρόπο ανίχνευσης του μέσω ιατρικών μεθόδων και πρακτικών.

Μιλάμε είτε για πικάντικες καυτερές και βαριές για τον οργανισμό τροφές (πχ κοκορέτσι, ντονέρ, παστρουμά, σουτζούκια κλπ), είτε για ποικιλία διαφόρων τροφών (βλ.φεστιβάλ χοληστερίνης) που υποβάλλουν σε crash test το στομάχι βομβαρδίζοντας το για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Oι τροφές αυτές τσιτάρουν το στομάχι και μπορούν να προκαλέσουν έλκος και άλλα προβλήματα υγείας.

Έτσι μέσω ενός τέτοιου ανιχνευτή έλκους:
- Αν δεν έχεις έλκος, σου βρίσκει και έτσι αποκτάς (mode 1).
- Αν ήδη έχεις, στο εντοπίζει και σε στέλνει κανονικά (mode 2).

- Χθες που λες πήγα με το Μήτσο και χτυπήσαμε στα χαλαρά καυτερά κεμπάπ, σουτζούκια, κοκορέτσι,παστουρμά και...και...και...
- Όπα ρε. Κούλαρε λίγο. Τι χαλαρά και πράσιν' άλογα μου τσαμπουνάς; Αυτό που χτυπήσατε είναι το δίχως άλλο ανιχνευτής έλκους και μάλιστα ανιχνευτής έλκους ταχείας δράσεως.

Ανιχνευτής έλκους (από GATZMAN, 22/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ρωμαλέοι(!) και τριχωτοί όρχεις.

Συνων.: αρχιδάρες, καμπανέλια
Αντων.: αρχιδάκια, αρχιδούλια, αρχιδουλίνια

- Πάλι σκατά έγραψα στ' αρχαία! Αντί για περισπωμένες έβαζα ουμλάουτ! Πάλι τ' αρχίδια μου θα του δώσει ο Παπαπέτρου ο καργιόλης στο εξάμηνο!
- Τι σκας ωρέ! Γράψ' τον στους τσοχανταραίους σου τον μαλάκα!
- Τι σημαίνει τσοχανταραίοι ρε;
- Εγώ θα σου πω; Μπες στο slang.gr να δεις μόνος σου...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ανδρικοί όρχεις (γιατί, υπάρχουν και γυναικείοι;) και ιδίως αυτοί που έχουν ένα σεβαστό μέγεθος που κάνει το σακκούλι να κρέμεται και να ταλαντώνεται όπως οι καμπάνες (όχι τα παντελόνια, της εκκλησίας). Η λέξη είναι κολακευτική για τον κάτοχό τους και συνήθως χρησιμοποιείται από τον ίδιο όταν αναφέρεται στα του εαυτού του.

- Πω ρε φίλε τι έπαθα προχθές!
- Τι ρε; Μίλα που να πάρει ο διάολος! Μίλα επιτέλους!
- Σκάσε ρε να σου πω! Ήμουν σ'ένα ασανσέρ και μπήκα μαζί μ' ένα μανάρι απ' τα λίγα που με έκοβε από πάνω ως κάτω.
- Και;
- Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω κίνηση, με πιάνει μια φαγούρα στα καμπανέλια... άλλο πράμα!
- Και;
- Ε, τι να κάνω, το πάλεψα αλλά δεν άντεξα: τα έξυσα μπροστά της και επί τη ευκαιρία άλλαξα και θέση στον «Μήτσο» μου!

Γιώργος Καμπανέλης (από GATZMAN, 22/06/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified