Further tags

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο των καιρών, παρατηρείται στη σόουμπιζ (κινηματογράφος-τηλεόραση-θέατρο).
Να μην συγχέεται με εν γένει πουστλέ εμφάνιση στα μήδια (π.χ. πρωινάδες, haute-κοπτοραπτούδες, κορδελλιάστρες κλπ) ή καφενόβιους αφορισμούς του τύπου «οι πούστηδοι κι οι οβραίοι έχουνε πιάσει τα πόστα», διότι είναι ειδικότερη έννοια. Εξ άλλου οι συνεπείς αδερφές είναι αξιότιμες.

Πρόκειται λοιπόν για σύχρονη κακέκτυπη έκδοση του πρωτότυπου στύλ του αξιολογώτατου Μαρίνου, που προβάλλει λουμπινίστικα απωθημένα, αποτυπωμένα σε χαριεντισμούς του τριπτύχου «λίγο σεξισμός, λίγο οτινανισμός και τ’ αγοριμού» δίκην χιούμορ, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού για να τα κονομήσουμε.

Η δε πλάκα είναι οτι στη λούμπα της μίμησης-διάδοσης του πουστρομανιερίστικου ανθυποστύλ «it’s fun 2B gay» ξεπέφτουν τόσον οι γυναίκες (ας μην ξεχνάμε οτι γνωστή και ήδη εκλιπούσα παρουσιάστρια-τραγουδιάρα σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεθάβοντας την καλιαρντή), όσο και άντρηδοι που ενσωματώνουν (απο άγνοια της αργκό) στην καθομιλουμένη τους, τα βαθειά λατινικά...

Κλασσικά παραδείγματα τα αστειάκια γνωστού αργυρώνητου τηλε-κήνσορα, η «θεατρική δουλειά» επιφανούς υπέρβαρου (ταλαντούχου ωστόσο) συνθέτη, η «φρεσκάδα» τηλεοπτικής σειράς της οποίας το σήμα έγινε ρίνγκ-τόνε λιπγκλοσσοφόρων πορτοκαλοκοκκινονύχων γκομενακίων προ ολίγων ετών, καθώς και γνωστό ζεύγος σκηνοθετών των μεγάλωνε κινηματογραφικώνε επιτυχιώνε, που διατυμπάνιζε εκδικητικά την ποσοτική υπεροχή των εισιτηρίων του έναντι της αδικομούνας της Υπολοχαγού Νατάσσας!

Αλλά κάτι τέτοιες συγκρίσεις έκανε κι ο Εθνικός μας Στάρ...

Ο Αλμοδόβαρ επεχείρησε απο τα 80’ς επισταμένως διά μέσου της (πραγματικής) ιβηρικής τρέλλας στα πλαίσια της πρωτοπορίας της λεγόμενης «Movida Madrileña», να απενοχοποιήσει την ομοσεξουαλική προτίμηση και καθημερινότητα, ενώ εν Ελλάδι μόλις και περί τα μέσα των 90’ς κατεβλήθη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αρπακολλατζήδικα (πουλώντας τρελλίτσα), η ετεροσεξουαλική συνεύρεση (!) λόγω της άκρατης συντήρησης της μπιρσιμόβιας-γιομπαζολίσιας τηλεόρασης των 80’ς και συν αυτή, όπως-όπως βρήκαν χώρο να ξετσουμίσουν τσόντα κι οι λούγκρες.

Ακολούθησε η λαίλαπα των φυλλάδων του γνωστού επαρχιώτη εστέτ (sic), που διαμόρφωσε «άποψη» συμμεριζόμενος το καλτ του σεξουαλικού τιραμισουρεαλισμού, κατά το δημώδες «στη μάπα πάρε τα ευθύς, που λέει και το Νίτρο - ο γιάπης δεν εμπόραγε και κάθησες στο Μήτρο».

Υπ’ αυτήν την σύγχυση, όντως η Αθήνα κατέστη η Μητρόπολη της Ελλάδας...

Καίτοι είναι συγκινητική μια κραυγή κοινωνικής αποδοχής, εν τούτοις τέτοιες μανιέρες ουσιαστικά αποτελούν το δούρειο ίππο της ψευτο-ανέμελης ταραντέλλας στην μίζερη καθημερινόπιτα της κυρα-Περμαθούλας (η οποία περιφρονείται εμμέσως αφού καταξιώνεται το μοντέλο του σταρχιδιστικού «να περνάμε καλά»).

Η δε «παρεΐστικη» ατμόσφαιρα καθηλώνει τον θεατή σε ρόλο οφθαλμοπόρνου, αφού οι πύλες του χαβαλέ παραμένουν ερμητικά κλειστές γι’ αυτόν.

Άσε που διαιωνίζουν διαδραστικά το μπανάλ πρότυπο του νεήλυδος, που εμφανίζεται ως «βασιλικότερος του βασιλέως», προκειμένου να ενταχθεί στις κοινωνικές δομές, όμοια όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί αλλά και οι κνίτες της μεταπολίτευσης, που αμιλλώντο τας κορασίδας της αστικής τάξεως, προκειμένου να ψ/πείσουν το κοινό της Αλλαγής, ότι δεν βαστούν πλέον κονσερβοκούτια, αλλά άνθη...

Κρύβουν υπεραναπληρωματικά έναν βαθύτατο συντηρητισμό, προσκομίζοντας εκπρόθεσμα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων τύπου «δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο» κλπ, ο οποίος αφ’ ενός είναι από μακρού παρωχημένος (δηλ. κλασμένος) θεσμός για την ίδια την «φυσιολογική κοινωνία», αφ’ ετέρου προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της κουλτούρας της διαφορετικότητας.

Είναι επίσης γνωστή η μούφα της πλαστής αυτοϋπονόμευσης (έστω και ως αυτοκριτική), η οποία σπεύδει να καλύψει όλα τα τυχόν κενά της επερχόμενης κριτικής, ώστε να την «εκμηδενίσει» a priori και να μην πληγωθεί ο ναρκισσισμός του απολογουμένου (άνευ κατηγορίας).

Τέτοια καμώματα όμως και ανέντιμα είναι και μεταβάλλουν άδικα εκόντες-άκοντες τους κοινωνούς της λοιπής ομόφυλης πραγματικότητας σε τζουτζέδες, όπως κατηγορήθηκε κι ο Ζαμπέτας για τα τερτίπια του, που κατέστησαν προσιτή στους νεόκοπους αστούς τη λαϊκή κουλτούρα για να βγάλει το ψωμάκι του, με την διαφορά ότι ο τελευταίος είχε μιαν ανεπαίσθητη ειρωνική λάμψη στο βλέμμα κι ένα κρυμμένο μαχαίρι στο λόγο...

Αφιερούται τη(ι) Χότζαινα(ι).

-Πάμε κανα θέατρο απόψε;
-Ναι αμέ! Παίζει τίποτα καλό;
-Να, έχει εδώ κοντά το «Σόι του Καστριώτη», μεγάλη επιτυχία. Τι λες;
-Πάλι στην πουστρομανιέρα θα τη βγάλουμε; Χαζογελάκια και ατάκες; Μπούχτισα μωρ’ αδερφάκι μου, τα ίδια και τα ίδια...

Αθάνατος ελληνικός κινηματογράφος! (από Khan, 08/02/10)Παράδειγμα μανιερισμοῦ (από aias.ath, 09/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος νεοφιλελέρας που θάλλει στον εν Ελλάδι φιλελευθεριστάν, κυρίως σε ηλικίες νεολέρας. Πρόκειται για νέο συνήθως παιδί που σύμφωνα με το Duck test if it looks like a κλαρινογαμπρός, swims like a κλαρινογαμπρός, and quacks like a κλαρινογαμπρός, then it probably is a κλαρινοφιλελές. Καθότι πρόκειται για έναν κλάριν που πάνω στην κλαρινοσύνη του έχει ένα επίχρισμα νεοφιλελέ ιδεολογίας. Αναφερόμαστε εν ολίγοις σε μια συνθήκη νέων παιδιών που διάγουν έναν βίο δάπαρου με το γνωστό επίπεδο-ΔΑΠεδο, κάνοντας διάφορους κλαρινισμούς στα παρτάκια της Σχολής, για να έχει κάποιο ανώτερο νόημα η κλαρινοσύνη τους την επενδύουν με μια (οΘντκ) φιλελέ ιδεολογία του στυλ η Ευρώπη είναι μουνόδρομος και δυτικές αξίες και ελευθερία αγοράς από τα οποία δεν ξέρουν πραγματικά πολύ περισσότερα να πουν από τον βλαχοφιλελέ μπάρμπα τους, καθώς περισσότερο μιλούν με κραυγές τ. "και α και ου και νουδουφουκού".

Ως γνωστόν, στην Ελλάδα έχουμε όλους που μας αξίζουνε, μεταξύ των οποίων και τους φιλελέδες που μας αξίζουνε. Και νομίζω ότι οι κλαρινοφιλελέ είναι περισσότερα τα νέα παιδιά που συνδυάζουν εμφάνιση κλαρινογαμπρού με φιλελέ ξύλινη γλώσσα, ενώ βλαχοφιλελέ μπορεί να είναι και ο μεγαλύτερης ηλικίας βλαχοκυριλές που έχει μετεξελιχθεί σε βλαχοφιλελέ. Το χαρακτηριστικό του κλαρινοφιλελέ είναι η επιδειξιομανία που εβέντσουαλι θα τον καταντήσει καγκουροφιλελέ. Γιατί κλαρινοφιλελέ επίδειξη υπάρχει εντέλει και σε μεγαλύτερες ηλικίες και ενίοτε διαγιγνώσκεται από σοσιαλμηδιακά καμώματα ξετσίπρωτης προσοχοπουτάνας.

  1. πως γινεται ολοι οι κλαρινοφιλελε δαπιτοκολλεγιοπαιδες να χουν κατσικωθεί στην ελλαδα και το δημοσιο πανεπιστημιο; (Από το Τουίτερ).
  2. Ο Βαρουφάκης με σπουδές στην Αγγλία κ διδάσκοντας σε πανεπιστημια εξωτερικού ειναι μπαρουφάκης μπροστά στον παντογνώστη ταξιτζή κλαρινοφιλελέ. (Από Τουίτερ).
  3. Να θέλεις να κράξεις συριζόστοκους για τα καραγκιοζιλίκια τους και τελικά να σου δίνουν οι κλαρινοφιλελέδες περισσότερο υλικό. (Τουίτερ).
  4. Από εδώ: Τι σημαίνει να είσαι Δαπίτης. Η κλαρινοφιλελέ παράταξη που όλοι αγαπάμε να μισούμε. Ακούω ότι έρχονται φοιτητικές εκλογές την άλλη βδομάδα. Αυτόματα, μου έρχονται στο μυαλό αυτοί. Τους είδαμε όλοι. Τους ζήσαμε όλοι. Τους θυμόμαστε όλοι έναν – έναν από τη σχολή, να περνάνε μαθήματα πίνοντας λάτε μακιάτο πάνω στο γαλάζιο τραπεζάκι τους. Να κάνουν ιβέντς τύπου κοπιτιπίτα. Αλλά και εκδρομές για σκι (βλέπετε όλοι το 3Καλα). Τα φυτά που πίστευαν ότι αν σε άφηναν να αντιγράψεις κατέστρεφαν την ελεύθερη αγορά.

Τα κοριτσάκια με όνειρο να γίνουν Μαρί Κυριακού

Οι απολίτικοι κλαρινογαμπροί που παλεύανε να αναπαραχθούν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ειπώθηκε προ καιρού από γνωστό μόδιστρο, με σκοπό να χαρακτηρίσει κοπέλα η οποία είχε ντυθεί λες και είχε μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη.

Νομίζω το παράδειγμα περιττεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσια (ή γουαναμπή) έχων και κατέχων που μονίμως φέρει στο στόμα ευμέγεθες πούρο εν είδει φερετζέ πλούτου και εξουσίας.

Σε αντίθεση με τον πουρόκαυλο πουροφίλ, ο πουράτος δεν είναι γευσιγνώστης αλλά ούτε καν πραγματικός λάτρης του πούρου. Η ραιζόν ντ' έτρ του τυπικού πουράτου είναι να πουλήσει μούρη κραδαίνοντας άκομψα το πιο ακριβό φουσέκι που μπορεί, κατά πεοτίμηση τ. Cohibas. Αντιθέτως, ο πουροφίλ θα επιλέξει με υπερβάλλουσα επιμέλεια το κατάλληλο χώρο και το κατάλληλο συνοδευτικό ποτό για να καπνίσει και θα σπασαρχιδίσει για μείζονα (κατ αυτόν) θέματα όπως την χρονολογία, το χωράφι προέλευσης και την υγρασία του πούρου. Πριν το ανάψει, θα συμβουλευτεί την ΕΜΥ και το μανόμετρό του για την κατεύθυνση του ανέμου, καθώς ο νοτιάς δεν επιτρέπει το απαραίτητο στέγνωμα του πούρου όταν αυτό βγει από τον υγραντήρα.

Ωσεκτουτού και εν κατακαυλείδι, ο χαρακτηρισμός πουράτος συνήθως προσάπτεται με ειρωνική και χλευαστική διάθεση σε νεόπλουτα σούργελα, επιχειρηματικούς ή / και ποδοσφαιρικούς παράγοντες και άλλα λαμόγια. Εμβληματικοί νεοέλληνες πουράτοι είναι ο Big Mac και η Γιάννα. Ο πιο τελειωμένος πουράτος που γνώρισα υπήρξε γνωστός χρηματιστής (συνώνυμος με το Επίτιμο) ο οποίος στα ενενήνταζ κυκλοφορούσε στα ελληνάδικα συνοδεία μπράβου που έφερε ένα τεράστιο υγραντήρα με πούρα τα οποία μοίραζε urbi et orbi. Winston Churchill και Fidel Castro; καμία σχέση!!!

Εκ του πούρου και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άτος (< Λατινικού -atus) που παραπέμπει σε πλούτο και εξουσία (π.χ. βλ. σκαφάτος, τζιπάτος, γκλαμουράτος).

Από το δουπού: Khan.

1.
Ο άντρας ο σωστός ο πουράτος, είτε καταστρέφει τράπεζες κ χώρες με στήριξη Μπένυ,είτε χρωστάει στο δημόσιο κ παίρνει ΟΠΑΠ με στήριξη Σαμαρά

2.
Ο «πουράτος» πρώην υπουργός Αλέκος Κοντός. Φέσι αξίας περίπου 5.000 ευρώ άφησε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ο Αλέκος Κοντός, σύμφωνα με την εφημερίδα «Έθνος», καθώς παρήγγειλε εκατοντάδες πακέτα πούρων (!) πριν από περίπου δύο χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να πληρώσει την οφειλή του.

3.
Big Μακ aka Μάκαρος aka Πουράτος aka πολύ γέλιο λέμε

4.
Απο χθές το βράδυ στο club των «πουράτων» Προέδρων των ομάδων της Γ” Εθνικής που είναι ο Μελισσανίδης, προστέθηκε και ένα νέο μέλος.

5.
ο Αλαφούζος και οι κακοί πουράτοι καταστροφείς της όμαδας πρότυπου της προ πολυμετοχικότητας εποχής

6.
Ολοι αυτοί οι πουράτοι τι θέλουν να δείξουν δηλαδή, τον πλούτο τους, τη μαγκιά τους ; Να σας πω εγώ τι θέλουν να δείξουν: τον κακό τους το φλάρο θέλον να δείξουν και τίποτα άλλο, οι επιδερμικοί τύποι.-

(από σφυρίζων, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά γι' αυτόν που κάνει μεγάλη ζωή γεμάτη ταξίδια στο εξωτερικό και καλά, μύτινγκς*, είμαι-πολύ-μπίζι-με-διάφορες-μπίζνες* και γουαζά ναούμ'.

Ο όρος προέρχεται από τη χρυσή δεκαετία τον εϊτιζ και την τότε δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Δυναστεία» με τους Κάρινγκτονς και σια.

Υπήρξε και βιντεοταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα το 1985

- Πάμε το σουκού για μπάνιο στη Λούτσα;
- Άσε έχω μπλέξει. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι τη Ζυρίχη το Σάββατο και την Κυριακή να κατέβω Μιλάνο για κάτι δουλειές.
- Ηρέμησε ρε γιάπη ναούμε. Ποιος είσαι, ο Δυναστείας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους φίλους, ο Σωκράτης Κόκκαλης. Όταν στο πετάξει κάποιος, είναι συνήθως γιατί θέλει να δειχτεί ότι και καλά είναι χωμένος στα σχετικά θέματα. Παίζει στα πλαίσια του προσφιλούς εδώ στο ελλαδιστάν, ευγενούς αθλήματος του name dropping (να αραδιάζεις ονόματα διάσημων δεξά κι αριστερά, προς ψάρωμα των αδαών συνομιλητών σου, που θ' αποθαυμάσουν την οικειότητα σου με τα εν λόγω σελέμπριτι. Το name dropping είναι ειδικότης του πιαριτζή, είδος που συγγενεύει στενά με τον αεριτζή. Ανοίγουμε όμως τεράστιο θέμα, οπόταν το λήγω εδώθε.

Ενδιαφέρουσα πάντως η λατινογενής κατάληξη (Crocus). Τι να ήθελε να πει ο ποιητής;

- Για θυμήσου ρε μαλάκα, πόσους προπονητές έχει αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια ο γαύρος;
- Φίλε μου βάζεις δύσκολα κι είναι περασμένη ώρα... Αφού έτσι είναι, ο Κρόκους γουστάρει να τρώει προπονητές για το πρωινό του.

(από johnblack, 21/05/09)(από ironick, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.

Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.

Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.

Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.

Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.

Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».

Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.

Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο

  1. Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
    - Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified