Further tags

Εντάσσεται στην ευρύτερη συνομοταξία των τσιγκουνοειδών, αλλά έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες που τον διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα είδη της συνομοταξίας.

Συνδυάζει μεταξύ άλλων τα σπάνια χαρίσματα της τσιγκουνιάς, καρμιριάς, ξινίλας και μούχλας. σε μια δοσολογία αξιοθαύμαστη για τη μη τύρηση του μέτρου.

Η απόλυτη κατάρρευση της ρήσης «τα πάντα εν σοφία εποίησες». Ετυμολογικά παραπέμπει σε μυτζήθρα και όλα τα μυτζηθροπαράγωγα.

Ο μιντζίρης απαντάται ελεύθερος στη φύση ή ως στέλεχος τραπεζικών, μεσιτικών, ασφαλιστικών οργανισμών, τομείς στους οποίους το προσόν της μιντζιριάς είναι περιζήτητο.

Στον ιδιωτικό τομέα, αν κάποιος αντιληφθεί ότι το αφεντικό του είναι μιντζίρης, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ψάξει άλλη δουλειά και να φύγει άρον άρον. Να μην κοιτάξει ποτέ πίσω του και να μην μπει στο τριπάκι αποζημίωσης από τον μιντζίρη. Είναι πιθανότερο να βγουν του σπανού τα γένια παρά κάποιος να ξεγελάσει στα λεφτά έναν μιντζίρη.

Η σύνταξη του γερο-μιντζίρη αρκεί για ζήσει μιντζιροπρεπώς για 3-4 μήνες. Τα υπόλοιπα τα αποταμιεύει για τα δύσκολα γεράματα, ώστε να έχει ένα διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους επίδοξους μιντζιροκόμους.

Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να είναι ο πρώτος που θα συναντήσεις το πρωί. Χειρότερος και από μαύρη γάτα.

Το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να τον κληρονομήσεις. Θα βρεις σπίτια, χρήματα σε λογαριασμούς και πουγκιά με κοκοράκια στο λιγδιασμένο σεντούκι. Επειδή όμως η συναναστροφή με μιντζίρη κρύβει πολλές εκπλήξεις, είναι σοβαρό το ενδεχόμενο να φας τον γέρο μιντζίρη στη μάπα και να τον κληρονομήσει κάποιος άλλος ή τελικά να σε κληρονομήσει αυτός.

ΠΡΟΣΟΧΗ, Ο μιντζίρης «δαγκώνει».

<ντριιιιν>
<ντριιιιν><ντριιιιν>
- Ποιος διάολο να είναι πρωί-πρωί Κυριακάτικα. - Ρε συγκάτοικε, σήμερα δεν είναι 1η του μηνός;
- Ε! - Ο σπιτονοικοκύρης θα είναι. - Τον πούστη, τον μιντζίρη, γαμώ τα λεφτά του και τα σπίτια του. Μην του ανοίξεις του πούστη. <ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν>

Συνεχίζεται...

(από ironick, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακμιακή έκφραση που υποδηλώνει γκόμενα άγρια, μηχανή στο κρεββάτι, με απόδοση δίχρονης μηχανής.

Πω ρε μάγκα, το είδες το δίχρονο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι αυτά ρε; Winston μπλε πήρες ρε καρκινιάρη;

- Βρε καρκινιάρη, κι άλλο άναψες;»

- Δες τον καρκινιάρη, έχει να κάνει μπάνιο τρεις μέρες!

- Πω ρε μαλακα καρκινιάρη, πάλι dubstep ακούς;

Βλέπε και καρκίνος και φάρσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα από το πουθενά, ο ουρανοκατέβατος, αυτός που δεν έχει παρελθόν, η εμπειρία του είναι μικρή, η αξία του αμφίβολη.

Ο χαρακτηρισμός χτεσινός είναι απαξιωτικός και ως τέτοιος εστιάζει αποκλειστικά στα μειονεκτήματα του νέου (τα «ο νέος είναι ωραίος» δεν αφορούν στην προκείμενη). Τι να μας πει ο χτεσινός από τη ζωή του, εδώ έχουμε παλιούς, καθιερωμένους επαΐοντες που το ‘χουν χτίσει το μαγαζί, που όλοι ξέρουν την αδιαμφισβήτητη αξία τους, που είναι λίρα εκατό.

Η αίσθηση υπεροχής που έχουν οι παλαίουρες, που βεβαίως τους κάνει να χαρακτηρίζουν τους άλλους απαξιωτικά και αγενέστατα με αυτό τον τρόπο, μπορεί τους φέρει προ εκπλήξεων όταν ο υποτιμημένος χτεσινός αποδειχτεί γατόνι.

Το άσμα: Εγώ δεν είμαι χτεσινός
κι ο έρωτας ο αληθινός κοντά μου δε ζυγώνει...

Η διαφωνία: Re: ΑΕΚ: Παίρνει τον Χέρσι, από enwsiths21 «hersi who re paidia;;;»
από Giovanni10 «Ένας χτεσινός,τον οποίο μόνο ο Αισθησιακός μπορεί να γνωρίζει,καθότι γνωρίζει όλους τους ανύπαρκτους».

Η συζήτηση:
(Για την εκπομπή του Χαρδαβέλα με τον Γιούρι Γκέλερ από εδώ): -Ωπα παιδιά ηρεμία. Δεν περιμεναμε κανενα χαρδαβέλα να μας μάθει για τέτοια πράματα. Απλα λέω οτι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι χτεσινός. Δεν το ανακαλύψαμε τώρα, πιθανώς κάποιοι να μην τον ήξεραν. -Και η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω δεν ήταν χτεσινή. Δεν πάει να πει τίποτα. Και ο Βούδας δεν είναι χτεσινός ούτε κανένας τυχαίος. Για εκατομύρια δεν είναι παρά ένας ψευτοπροφήτης (Χριστιανοί, Μωαμεθανοί κλπ) και για άλλους ένας κοινός απατεώνας.

Ο τύπος είναι χρήστης του σλανγκ, χαρακτηριστικό το 0:15 (από Galadriel, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.

Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.

Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).

Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης

Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.

- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.

βλ. και τσιφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύσχρηστος, ιδιότροπος, παράξενος.

Πιο συγκεκριμένα, το μπίζηλο αντικείμενο μπορεί να είναι:

1) περίπλοκο, που θέλει μανούβρα για να δουλέψει.
2) ζόρικο, που δεν παίρνει μπρος ή δεν ξεκολλάει αν δε βάλεις δύναμη.
3) άβολο, που δεν μπορείς να το κουμαντάρεις εύκολα λόγω διαστάσεων ή σχήματος.
4) λεπτεπίλεπτο, που θέλει ιδιαίτερη προσοχή για να μη χαλάσει.

Αντίστοιχα, ο μπίζηλος άνθρωπος μπορεί να είναι:

5) αλλόκοτος, sui generis και δε βγάζεις άκρη μ' αυτόν.
6) τσαμπουκαλεμένος και δεν τον κάνεις καλά εύκολα (άσε δε που δε σου κάθεται).
7) ασθενικός, μη μου άπτου και φοβάσαι να τον ζορίσεις μη σου πάθει τίποτα.

Άλλες μορφές: πίζηλος, πίζουλος, μπίζουλος.
Συνώνυμα: ζόρικος, τζαναμπέτικος.
Αντώνυμα: μανιτζέβελος, ματζόβολος.
Ετυμολογία: πιθανόν από το επίζηλος, βλ. τη συζήτηση εδώ.

  1. - Πήρα, που λες, ένα κρεβάτι απ' το ΙΚΕΑ σε κομμάτια, με τις οδηγίες χρήσης του, με το άλεν του, με απ' όλα. Ε, ακόμα κοιμάμαι στον καναπέ. Πολύ μπίζηλο πράμα, τρεις άνθρωποι μαζευτήκαμε και δε βγάλαμε άκρη πώς διάολο συναρμολογείται η μαλακία.

  2. - Άντε ρε μάστορα, ακόμα να τη φτιάξεις τη ρημάδα τη βρύση;
    - Είναι μπίζηλο, παιδάκι μου, (γκννν!) κι έχει κολλήσει (γκνννχ!), αλλά θα του δείξω εγώ (γκνννννννχ!) πώς γαμάει ο Πειραιάς!
    (η βρύση σπάει και τους κάνει όλους μουνί)

  3. (σε μετακόμιση)
    - Έλα, έλα, έλα...
    - Φέρ' το δεξιά!
    - Αριστερά πήγαινέ το!
    - Ελάτε και οι δύο πίσω, γιατί θα βρείτε!
    - Μα γαμώ το ξεσταύρι μου, ρε Κώστα, πώς τα πακέταρες έτσι τα πράγματά σου; Τι μπίζηλο κουτί είν' αυτό, δε χωράει πουθενά!

  4. - Τι σιχτίρ είν' αυτό πάνω στο κομοδίνο, ρε Τασία, με τη ρόδα και τα νερά και τα κέρατα;
    - Καταρράκτης, Γιώργο μου!
    - Ποιος ήρθε;
    - Φενγκ σούι είναι, Γιώργο μου! Χρειαζόμαστε τρεχούμενο νερό στα ανατολικά για να κόβει την πορεία των αρνητικών κυμάτων απ' τη γρουσούζα την κυρά-Μαρία απέναντι και... ΜΗ! Μην το πειράζεις! Θα χαλάσεις τη ροή!
    - Μπα πανάθεμά το, είναι που είναι κιτσαριό, είναι και μπίζηλο από πάνω! Πας καλά, ρε Τασία; Θα κοιμάμαι μ' αυτή τη μαλακία πάνω απ' το κεφάλι μου;

  5. - Ρε συ, αυτός ο Στέφανος τι καπνό φουμάρει; Πολύ μυστήριος μωρ' αδερφάκι μου... όλο μουρμουράει κάτι περίεργα και τους κοιτάει όλους με μισό μάτι. Στέκει;
    - Μωρέ στέκει, αλλά είναι μπίζηλος. Καρακοσμάρα, μη δίνεις σημασία.

  6. - Δε μου λες βρε Λίλιαν, ο Νίκος είναι γκέι;
    - Καλέ όχι, γιατί το λες αυτό;
    - Γιατί του την έπεσα στυγνά στο μπαρ και του 'κανα γκλίνγκι-γκλίνγκι τα κλειδιά του σπιτιού μπροστά στη μούρη του, κι αυτός, αντί να μ' ακολουθήσει με τη γλώσσα έξω, μου γύρισε πλάτη κι άρχισε να μιλάει με τον κολλητό του για την ΑΕΚ!
    - Α, ναι, είναι λίγο μπίζηλος. Του έχει καρφωθεί ότι μόνο οι άντρες κάνουν την πρώτη κίνηση και τσαμπουκαλεύεται - και καλά. Την επόμενη φορά, περίμενε μέχρι να φτάσει στο τέταρτο ποτό και να πάρει το γνωστό ηλίθιο ύφος. Μετά, τον κάνεις ό,τι θέλεις.
    - Ντεφά;
    - Αφού σε λέω...

  7. - Καλή ’ναι η κοπελιά ντου, μα μου φαίνεται πολλά μπίζηλο πράμα και το σκέφτομαι να την κάμω νύφη.
    (πάλι από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που, όταν τον ακουμπάει κάποιος ή όταν φυσάει αέρας, πέφτει κάτω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και τον πυροβόλησαν οι ληστές με τα καλάσνικοφ, για να εκμαιεύσει απο τον λάιντσμαν φάουλ ή πέναλντι - αυτός λέγεται καραγκούνης.

Επειδή η κατάσταση με τα χρόνια επιδεινώνεται και ο τύπος μάλλον
πάσχει απο την σπάνια νόσο των δυτών, από τούδε και στο εξής στο κάθε άσκοπο πέσιμο στο γηπέδο, στο δρόμο, στο μαγαζί ή στο σχολείο, ο οποιoσδήποτε επαγγελματιάς ή όχι ποδοσφαιριστής μπορεί άνετα να ονομάζεται καραβούτας.

Παίζεις 5x5 με συναδέλφους απο την εταιρεία, παίρνει το τόπι ο κοιλαράς προϊστάμενος, κάνει 2 μέτρα και πέφτει κάτω ζητώντας φάουλ. Πάς από πάνω και του λες «σήκω πάνω, ρε καραβούτα τι φάουλ». Bέβαια, την επόμενη φορά που θα ζητήσεις άδεια θα πάρεις τα @@ σου αλλα τεσπά.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Δες και θέατρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων πλεξίδες ράστα.

Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:

  • Οι θρησκευόμενοι ρασταφαριανοί, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, αποτελεί θεία ενσάρκωση και πίνουν γκάντζα για του λόγου το αληθές,
  • Οι μουσικοί ή φίλοι της ρέγκε,
  • Όσοι αυθεντικά αγαπούν το συγκεκριμένο λουκ,
  • Βικτιμάδες της μόδας και της πολιτικής.

Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.

- Ο ραστοφόρος με το τσιμπούκι είναι ένας ξεχασμένος raver φίλος της χαράς… (εδώ)

- Να φύγει κλοτσηδόν (από το τηλεπαιχνίδι) και το νιάνιαρο και ο Χαβανέζος Ραστοφόρος
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified