Είναι αυτός που βαριέται μέχρι αηδίας!!!
Δεν έχει όρεξη να κάνει τίποτα, όλο τρώει και κοιμάται.
Έλα ρε τρικάτσουλα να πάμε για καφέ, ξεκόλλα λίγο!
Είναι αυτός που βαριέται μέχρι αηδίας!!!
Δεν έχει όρεξη να κάνει τίποτα, όλο τρώει και κοιμάται.
Έλα ρε τρικάτσουλα να πάμε για καφέ, ξεκόλλα λίγο!
Βλ. και μούχλας.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που χάνει συνέχεια στο τάβλι και απ' όλους.
- Έλα ρε πελάτη να σε παίξω άλλη μια!
Got a better definition? Add it!
Είναι ο τύπος της γυναίκας που αρέσκεται στο να παίρνει πίπες. Ψοφάει για τσιμπούκια, δεν έχει αναστολές, το διασκεδάζει, δεν το κάνει για τα λεφτά.
Τι έγινε με εκείνη την πεοθηλάζουζα, βρεθήκατε τελικά;
Got a better definition? Add it!
Άσχημη κοπέλα, μπάζο...
-Απ αυτήν την παρέα μόνο εκείνη με το κόκκινο λέει... Όλες οι άλλες είναι μπαλότσες.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο χαζός. Από το αρπακτικό μπούφος το οποίο μόνο χαζό δεν είναι, αλλά έτσι θέλει να το βλέπει ο άνθρωπος.
- Ρε μπούφο, πόσες φορές πρέπει να το σου το πω μέχρι να το καταλάβεις;
- Ποιο;
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικά: ο χαζός.
Κυριολεκτικά: ο πανέξυπνος, το λαμπρό μυαλό.
Τι αστέρι αυτό το παιδί... Του είπα να συμπληρώσει την αίτηση και να μου τη δώσει να υπογράψω, και αυτός την έστειλε ανυπόγραφη...
-Ο Αντρέας είναι αστέρι παιδί... Ακατέβατο άριστα στα μαθηματικά σε όλο το λύκειο και δεν είναι σπασίκλας, είναι γαμώ τα παιδιά!
-Και είναι και ωραίος γκόμενος...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αφοσιώνεται στη μελέτη επειδή πρέπει και δεν κερδίζει τίποτα από τις γνώσεις που κατέχει, ούτε τις ευχαριστιέται, είναι παθητικός μαθητής του άριστα και αντικοινωνικός, συνήθως άσχημος και αντικείμενο κοροϊδίας για όλους.
Θηλυκό: σπασίκλας ή σπασίκλω. Υποκοριστικό: σπασικλάκι.
Ο Κωστής ήταν πάντα μεγάλος σπασίκλας και κανείς από τους καλούς μαθητές δεν ήθελε να τον παρομοιάζουν μαζί του.
Got a better definition? Add it!
Από το UFO (ελληνιστί: ΑΤΙΑ). Ο βλάκας λόγω αφηρημάδας, τόσο που λες πως δεν ανήκει στον γήινο και ανθρώπινο κόσμο.
Πληθ.: ούφα. Υπερθετικός: ουφάρα, ουφάκλα.
Είσαι μεγάλη ουφάρα! Πότε θα πάψεις να χαιρετάς αγνώστους στον δρόμο νομίζοντας ότι είναι γνωστοί;...
Βλ. και ούφο με σκούφο - και με φλογέρα
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας, κυρίως με την έννοια του ανεπίδεκτου μαθήσεως.
Η κοτσάνα, η βλακώδης κουβέντα.
Η Νατάσα, μεγάλο τούβλο. Οι γονείς της έχουν ξοδέψει μια περιουσία σε ιδιαίτερα και σε φροντιστήρια, αλλά δίνει τρίτη φορά εξετάσεις και δεν περνά...
Και κει που συζητούσαμε σοβαρά, άρχισε να μου πετάει κάτι τούβλα, την χέσαμε τελείως την κουβέντα, πάει.
βλ. και μπετόβεργα, στόκος, γκασμάς
Got a better definition? Add it!
Ο άριστος παίχτης (στη μπάλα, στα τυχερά παιχνίδια κλπ.)
Ο πολύ καπάτσος.
Got a better definition? Add it!